Σήμερα θα έκλεινε τα 103 του χρόνια. Ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος που έφυγε χθες το πρωί από τη ζωή υπήρξε άνθρωπος της μετριοπάθειας και της σύνεσης, αρετών συνδεδεμένων όχι μόνο με τη γενική παιδεία του –που ήταν ιδιαίτερα ευρεία –αλλά κυρίως με τη φιλοσοφική συγκρότησή του. Συγκρότηση που αποτέλεσε, σωκρατικώ τω τρόπω, αξεδιάλυτο μείγμα θεωρίας και πράξης, καθώς τη φιλοσοφία την οποία υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή, την έκανε και πυξίδα της καθημερινότητάς του.

Δεν του άρεσε η πολυτελής διαβίωση και δεν του άρεσε η αδικία. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει, μάλλον, να δει κανείς και την ανάμειξή του στα της ταραγμένης δεκαετίας του ’40 όταν υπήρξε πρόεδρος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου Νέων, κάτι που προκάλεσε την αποπομπή του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών (ήταν υφηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου) και, ιδίως, τον εκτοπισμό του στη Μακρόνησο. Οπου, όπως λένε οι γνωρίζοντες, αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση μετανοίας, όχι από πολιτική ιδεολογία αλλά υπηρετώντας μια συνεπή φιλοσοφική στάση.

Γιατί, όπως έχει πει ο ίδιος, δεν θέλησε ποτέ να υποστηρίξει ενεργά κάποιο πολιτικό κόμμα και σκοπό της ζωής του έβαλε να προσπαθεί να αίρει τις αντιθέσεις βοηθώντας στην απάλειψη των ακροτήτων της πολιτικής ζωής. Είχε άλλωστε προσωπική φιλία, ήδη από τον Μεσοπόλεμο, με διανοούμενους πολιτικούς όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Γεώργιος Καρτάλης.

Και κάπως έτσι συνέβαλε αργότερα με παρεμβάσεις του στην κατάργηση της θανατικής ποινής ή σε θετικές ρυθμίσεις για άρση των ανισοτήτων ανδρών – γυναικών. Βέβαια ως άνθρωπος του καθήκοντος, δεν αρνήθηκε αξιώματα όταν του ζητήθηκαν και δεν ήταν κομματικά προσδιορισμένα. Εξού και τοποθετήθηκε υπουργός Παιδείας δύο φορές, στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Γρίβα το 1989 και στην αμέσως επόμενη οικουμενική κυβέρνηση του Ξενοφώντα Ζολώτα.

ΑΥΤΟΨΙΑ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ. Η ζωή του σημαδεύτηκε σε πολύ μικρή ηλικία από το μεγάλο γεγονός της Καταστροφής της Σμύρνης, στην οποία είχε γεννηθεί και κατοικούσε (στην ενορία της Αγίας Αικατερίνης). Ηταν εννέα ετών και θυμάται καθαρά την πυρκαγιά, για την οποία έχει πει σε συνέντευξή του (στο περιοδικό «Νέα Πολιτική»): «Το 1922 έγινε το μοναδικό ίσως στην Ιστορία έγκλημα να καταστραφεί μια πόλη χωρίς σκοπιμότητα στρατιωτική. Στους πολέμους καταστρέφονται οι πόλεις από τον στρατό που τις εγκαταλείπει για να μην τις πάρει ο αντίπαλος.

Εδώ είχαν εισέλθει οι Τούρκοι στη Σμύρνη, ημέρα Σάββατο, και την Τετάρτη που ο άνεμος ήταν νότιος και δεν κινδύνευε η τουρκική συνοικία, έκαψαν τη Σμύρνη και άρχισε το απόγευμα η φωτιά.Το είδα με τα μάτια μου. Και τελείωσε το πρωί την επομένη. Στρατιώτες με δοχεία βενζίνης έριχναν και προχωρούσε η φωτιά. Τα περισσότερα σπίτια ήταν εύπορων και κάηκαν όλα. Δεν κάηκε η τουρκική συνοικία, η εβραϊκή και η λεβαντίνικη, όπου ήταν Γάλλοι, Αγγλοι, Ιταλοί, αυτοί ήταν λίγοι σε ένα άκρο της Σμύρνης.

Κάηκαν οι ελληνικές συνοικίες και η αρμενική, μάλιστα η φωτιά άρχισε από την αρμενική συνοικία. Λοιπόν έζησα τα παιδικά μου χρόνια με την ανάμνηση της Σμύρνης, το μεγαλείο της Σμύρνης και με ενέπνεε. Στο σχολείο, όταν πρωτοπήγα, μας έλεγαν: Σμύρνη, πρωτεύουσα του Νομού Αϊδινίου, του ευφορότερου στον κόσμο, και έτσι ως παιδιά είχαμε έναν φρονηματισμό ότι ζούμε σ’ αυτή την ωραία πόλη. Και ήταν βέβαια πάρα πολύ ωραία πόλη, η προκυμαία της εθεωρείτο η ωραιότερη στον κόσμο. Εκεί έζησα τα παιδικά μου χρόνια, έως εννέα ετών. Μετά ήρθε η Καταστροφή και η προσφυγιά».

Με την οικογένειά του, πρόσφυγες, εγκαταστάθηκαν στον Βύρωνα. Τελείωσε το Πρώτο Γυμνάσιο Αθηνών και ήταν ο μόνος –μαζί με τον Χαρίλαο Τρικούπη, παλιότερα –στον οποίο το σχολείο είχε απονείμει βαθμό ακέραιο άριστα. Μετά ήρθαν οι σπουδές, το διδακτορικό στη Φιλοσοφία του Δικαίου, η υφηγεσία, η πείνα της Κατοχής, η Μακρόνησος. Επί δικτατορίας έφυγε από την Ελλάδα και δίδαξε στη Γαλλία, στο Πανεπιστήμιο του Νανσί. Επιστρέφοντας εντάχθηκε στο δυναμικό της Παντείου Σχολής της οποίας υπήρξε και πρύτανης, ενώ το 1984 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας διετέλεσε και πρόεδρος το 1993.
Εχει πολύ σημαντικό σε εύρος και ποιότητα συγγραφικό έργο –τριάντα δύο βιβλία συνολικά, κυρίως για θέματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, ιστορίας και πολιτικής. Ανάμεσά τους η «Φιλοσοφία του Δικαίου», έργα του για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη στους οποίους είχε εντρυφήσει από νωρίς.

Τη δεκαετία του 2000 εξέδωσε σταδιακά και τις «Αναπολήσεις» του, αυτοβιογραφικά βιβλία στα οποία περιγράφει και τις γενικότερες κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις τις οποίες έζησε. Ο μεγαλύτερος όγκος των βιβλίων του έχει εκδοθεί από τις Εκδόσεις Παπαζήση. Εζησε με τη σύζυγό του Ολγα Τσακατίκα, ενώ πολύ στενή ήταν η σχέση του με τον δίδυμο αδελφό του Αλέξανδρο, επίσης διακεκριμένο πανεπιστημιακό, με τον οποίο έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό.

Η κηδεία του θα γίνει αύριο 9 Φεβρουαρίου στις 13.00 στο Κοιμητήριο του Κόκκινου Μύλου, στη Νέα Φιλαδέλφεια