Αν υπήρξε μια εποχή κατά την οποία η μουσική για τούτο τον λαό ήταν κάτι σαν το νερό και το ψωμί, υπήρξαν και κύκλοι τραγουδιών που ενσωματώθηκαν στη ροή της νεότερης ιστορίας. Ο «Επιτάφιος» (με τις τρεις ηχογραφήσεις των Μούσχουρη, Μπιθικώτση, Λίντα), ας πούμε, δεν ήταν απλώς η ιδρυτική πράξη του έντεχνου, αλλά και ένα πεδίο αντιπαράθεσης για τα όρια της μελοποίησης του λόγιου θρήνου του αριστερού ποιητή Ρίτσου. Αργότερα, το 1964, το «Αξιον Εστί» των Μίκη – Ελύτη επίσης υπήρξε τομή. Από τότε και μετά τις αξεπέραστες ερμηνείες των Γρηγόρη Μπιθικώτση και Θεόδωρου Δημήτριεφ κάθε φορά η επανεκτέλεση του έργου πυροδοτεί διάλογο.

Τώρα, η επιλογή να ερμηνευθεί το εν λόγω λαϊκό ορατόριο από τον Σάκη Ρουβά σε συναυλία στη Νέα Σμύρνη μοιραία δημιούργησε νέα στρατόπεδα γύρω από τους συμφωνούντες και τους διαφωνούντες. Σημάδι αν θέλετε της διαχρονίας του έργου που φορτισμένο με μνήμες και συγκίνηση αποτελεί για πολλούς ένα εκ των «τοτέμ» του νεότερου πολιτισμού.

«Τοτέμ» που όμως δεν είχε ανώδυνη διαδρομή από εκείνο το μεσημέρι του 1960 όταν ο Οδυσσέας Ελύτης πλησίασε τον Μίκη στον Λουμίδη και τον ρώτησε πού θα μπορούσε να του στείλει ένα αντίτυπο μιας ποιητικής συλλογής. Ας πάμε λοιπόν πίσω.

Ο Μίκης τότε διέμενε στο Παρίσι. Στο μικροσκοπικό του διαμέρισμα ύστερα από έναν μήνα έφθασε, άνοιξη του 1961, ένα αντίτυπο της ποιητικής σύνθεσης «Αξιον Εστί». Σχεδόν αμέσως ο Μίκης άρχισε να μελοποιεί τους στίχους. Και εξαρχής με δύο πρότυπα στο μυαλό του: τα ορατόρια του Μπαχ και τη λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η διάδραση του συνθέτη με τον ποιητή ήταν εξαρχής δεδομένη (ο ένας έστελνε στον άλλο την υλοποιούμενη ιδέα βήμα βήμα), το έργο γραφόταν για καιρό.

ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ. Ο Μίκης δεν ήταν ένας δημιουργός αποκλεισμένος στον γυάλινο πύργο του. Από την πρώτη ενορχήστρωση του «Αξιον Εστί» μέχρι την πρώτη εκτέλεσή του τον Μάρτιο του 1964 είχαν μεσολαβήσει μια σειρά από πολιτιστικά και πολιτικά γεγονότα με τον ίδιο τον δημιουργό πρωταγωνιστή. Ηταν μόλις Φεβρουάριος του ίδιου έτους όταν ο Μίκης κατέβηκε υποψήφιος με την ΕΔΑ στη Β’ Πειραιώς στην έδρα του δολοφονηθέντος Γρηγόρη Λαμπράκη. Και ήταν μόλις λίγες ημέρες αργότερα που ο Γεώργιος Παπανδρέου ορκιζόταν πρωθυπουργός.

Ταυτόχρονα ο Μίκης είχε εξοικειώσει το κοινό του με σπέρματα ή δομές της συμφωνικής μουσικής, το προηγούμενο διάστημα με την ίδρυση της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών και έτσι το «Αξιον Εστί» βρήκε εύφορο έδαφος.

Ηταν όμως όλα εύκολα; Οχι βέβαια. Ο άρχων της Columbia Τάκης Β. Λαμπρόπουλος είχε τις επιφυλάξεις του καθώς ο δίσκος θα άνοιγε έναν επικίνδυνο δρόμο επειδή θα υποχρεωνόταν και στους επομένους να πληρώνει δεκαπλάσιους μουσικούς και ώρες για ηχογράφηση. Και αυτό γιατί στο «Αξιον Εστί», πέραν του Μπιθικώτση και του Δημήτριεφ ως ερμηνευτές, ο αριθμός των συντελεστών ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Υπήρχε όμως η συμφωνία ότι ο δημιουργός θα έγραφε ένα συμφωνικό έργο τον χρόνο και έτσι ο δίσκος δρομολογήθηκε στο στούντιο Alpha –για την ακρίβεια ήταν πλατό για ταινίες –όπου για το εγχείρημα παρέστησαν: οι μουσικοί της ΜΟΑ, η Χορωδία της Θάλειας Βυζαντίου και οι ηθοποιοί του Εθνικού Θεάτρου. Προσθέστε την παρουσία του Κατράκη.
Τα τραγούδια του δίσκου αμέσως αγαπήθηκαν από μια κοινωνία που ακόμη λειτουργούσε συλλογικά και στη βάση μιας προφορικότητας. Το φθινόπωρο του ’64 πια, στις Σέρρες, ο Μίκης είδε μια τεράστια ουρά σε ένα δισκάδικο. Ανάμεσά τους ένας χωριάτης με το μουλάρι του. «Πατριώτη, του λέω, γιατί κάθεσαι στην ουρά;» περιγράφει ο Μίκης. «Μάθαμε στο χωριό ότι σήμερα θα ‘ρθει στις Σέρρες το «Αξιον Εστί» και το χωριό μ’ έστειλε ν’ αγοράσω τον δίσκο». Τα υπόλοιπα τα ξέρετε.

Ποιοι έχουν ερμηνεύσει το έργο

«Αξιον Εστί», βέβαια, σημαίνει Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Τα λαϊκά τραγούδια του δίσκου γράφτηκαν στο στούντιο της Columbia με μπουζούκια το δίδυμο των Λάκη Καρνέζη και Κώστα Παπαδόπουλου και τον λαϊκό βάρδο στην κορυφή της καριέρας του. Το έργο όμως – που μέχρι σήμερα έχει σημειώσει τεράστιες πωλήσεις – έχει κυκλοφορήσει σε ακόμη δύο δισκογραφικές εκδοχές: αυτή με τον Γιώργο Νταλάρα το 1988 και με τον Γιάννη Κότσιρα το 2002. Επίσης, το έχουν ερμηνεύσει ζωντανά, μεταξύ των άλλων, οι Μανώλης Μητσιάς, Δημήτρης Μπάσης, Μάριος Φραγκούλης και Γεράσιμος Ανδρεάτος.

Η ηχογράφηση και οι μουσικοί που δεν πληρώνονταν

Τίποτε δεν ήταν εύκολο για τον Μίκη στην ηχογράφηση του δίσκου. Η Columbia δεν πλήρωνε τους μουσικούς και τους χορωδούς της ΜΟΑ και αυτοί συχνά αποχωρούσαν και επέστρεφαν κατά την ηχογράφηση. Επίσης, δεν υπήρχαν ατομικά ακουστικά, άρα οι χορωδοί έπρεπε να τραγουδήσουν ακούγοντας από τα μεγάφωνα επάνω στην ηχογράφηση. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή της εγγραφής στο “Ναοί στο σχήμα τ’ ουρανού”: ο φαγκοτίστας σηκώθηκε να φύγει και όταν τον ρώτησα με νοήματα, αυτός έδειχνε με τα δάχτυλά του χρήματα» σημειώνει ο ίδιος ο Μίκης σε κείμενο για το έργο.