Οι «φιγιέρες» της Αθήνας του ’30 δεν ήταν διαμερίσματα που τα «έχουν τίποτα κοκοτάρες ή τίποτα πλούσιες παντρεμένες», εξηγούν οι αθηναιογράφοι της εποχής, «που δεν αρκούνται μόνο απ’ τον άντρα τους και που θέλουν να βρίσκουν κάπου κάπου κανένα παλικάρι, απ’ αυτά που αντέχουν να ικανοποιήσουν και δέκα ακόμα γυναικάρες μέσα σε μία νύχτα». Αλλά επρόκειτο για διαμερίσματα που τα είχαν «γνωστές «δεσποινίδες» της αριστοκρατίας με τα πιο παράξενα γούστα».

Μια τέτοια υπήρχε σε μια πάροδο στα Πατήσια. Την είχε μια έκφυλη δεσποινίς που της άρεσε να την παιδεύουν. Η «φιγιέρα» της ήταν στολισμένη περίεργα – με δυο-τρεις σκελετούς και μερικές αράχνες και μ’ έναν μονάχα προβολέα, το φως του οποίου έπεφτε ακριβώς στη μέση του δωματίου. Κάθε βράδυ η «αξιότιμη» στους κοσμικούς κύκλους κυρία καλούσε φτωχούς νεαρούς που τους πλήρωνε αδρά για να τη χτυπάνε αρχικά μ’ ένα «καμτσίκι», ώσπου σχεδόν να λιποθυμήσει. Τότε ένας ένας με τη σειρά έπεφταν δίπλα της και «άρχιζαν τα χάδια» ώσπου να «αποκάνει» ο πρώτος για ν’ ακολουθήσει μετά ο δεύτερος και ύστερα ο τρίτος.

ΚΕΝΤΡΟ ΣΑΔΙΣΤΩΝ. Την ίδια περίοδο, στην άλλη μεριά της πόλης, «σ’ ένα από τα καλλιμάρμαρα μέγαρα» της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, υπήρχε ένα «ιδιαίτερο κέντρο σαδιστών οργίων» όπου πήγαινε μονάχα καλός κόσμος. «Η αίθουσα ήταν ντυμένη με χαρτί ταπετσαρίας βυσσινί κι εφωτιζόταν από ηλεκτρικά κόκκινα λαμπιόνια σε σχήμα πυρσού», ενώ το πάτωμα ήταν σπαρμένο με άφθονα μεγάλα πουπουλένια μαξιλάρια πάνω στα οποία «κυλιόντουσαν τα γυμνά κορμιά ωραίων κοριτσιών, μεθυσμένων από κοκαΐνη…», εκμυστηρεύτηκε στον δαιμόνιο ρεπόρτερ του περιοδικού «Φλερτ» μια κυρία.

Ανθρωποι δεμένοι «με αθλητικά κορμιά και τα πρόσωπα σκεπασμένα με κόκκινες μάσκες» και άνθρωποι που «εδέρνονταν», άντρες με μαστίγια και γυναίκες με «μάτια χαύνα και χείλη μισάνοιχτα», ένα «έκφυλο πλήθος» που συμμετείχε «σε φρικτά συμπλέγματα κτηνώδους έρωτος…», ανάγκασαν στο τέλος την κυρία να κλείσει «τα μάτια από φρίκη».