Μια «κλασική», όπως αναµενόταν, παράσταση παρουσίασε ο Σπύρος Ευαγγελάτος στο θέατρο του Πολυκλείτου µε το «Αµφι-Θέατρό» του και µε Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη και Καρυοφυλλιά Καραµπέτη ενώπιον περίπου 7.000 θεατών στην πρεµιέρα.

Μπορεί ο «Οιδίπους τύραννος» του Γιώργου Κιµούλη– ο προτελευταίος «Οιδίπους» στην Επίδαυρο, το 2005, να είχε Γιώργο Νταλάρα – εντός παραστάσεως και µάλιστα τόσο που να έχει καταλήξει σχεδόν «Νταλάρας τύραννος». Ο «Οιδίπους τύραννος», όµως, του Σπύρου Ευαγγελάτου και του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη είχε στην πρεµιέρα του Sakis! Στο κοίλον έστω.

Ιδού, λοιπόν, που επέστη ο χρόνος να δούµε στην Επίδαυρο και Σάκη Ρουβά – µε Κάτια Ζυγούλη, η οποία, το χειµώνα συµπρωταγωνιστούσε µε τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη στην ταινία «Επικίνδυνες µαγειρικές». Οµολογώ, πάντως, πως η διακριτικότητά τους, το βράδυ της Παρασκευής, µε εξέπληξε. Μπήκαν, αποφεύγοντας κάθε ντόρο µε τους φωτορεπόρτερ, από το διάζωµα, κατέβηκαν χαµηλά από τον εντελώς πλαϊνό διάδροµο και κάθησαν εντελώς στην άκρη τη στιγµή που χαµήλωναν τα φώτα.

Αλλά και το κοινό, γενικά, της πρεµιέρας – πολύς κόσµος, γύρω στα 6.500 µε 7.000 άτοµα – είχε ένα άρωµα life style: κυρίες που και πάλι αψήφησαν την τρύπα του όζοντος – ή αφέθηκαν στην αγκαλιά του solarium – σε χρώµατα «αραπίνες λάγνες, ερωτιάρες», εντυπωσιακά µοντελάκια, έντονα χρώµατα, κινητά που είχαν ανάψει, να φωτογραφίζονται µεταξύ τους λες και δεν είχαν ξανάρθει ή δεν θα ξανάρθουν στην Επίδαυρο – πράγµα που µπορεί πιθανότατα να συνέβαινε… –, πιπίνια του fan club Μαρκουλάκης… Στην ορχήστρα ο σκηνογράφος Γιώργος Πάτσας είχε στήσει ένα ροµβοειδές πατάρι που το απάρτιζαν, όπως αποδείχτηκε, πολλά µικρά πατάρια συνδεµένα µεταξύ τους. Σ’ ένα σηµείο, σε ένα όρυγµα, πλαστικά ανάκατα, σε µια γλυπτική, ας πούµε, σύνθεση που φωτίστηκε εκ των ένδον και επείχε θέση βωµού. Στην άκρη του παταριού υψωµένα δύο ασύµβατα τετράπλευρα επίπεδα που σχηµάτιζαν αφαιρετικά την πύλη του ανακτόρου της Θήβας. Γύρω από το πατάρι στηµένες µεγάλες ξύλινες καρέκλες – όλα στο χρώµα του σπασµένου άσπρου, σχεδόν µπεζ που κυριαρχούσε και στα κοστούµια. Και πίσω, γυµνά τα ερείπια της αρχαίας σκηνής. Βέβαια ο ορίζοντας µε τα µουντά χρώµατα του δειλινού ήταν το πιο επιβλητικό σκηνικό…

Ο Χορός εµφανίστηκε κρατώντας ξερά κλαριά τυλιγµένα µε µαύρα, πένθιµα κρέπια – προσφορές ικεσίας, η Θήβα υποφέρει από λοιµό – ζητώντας, µε επικεφαλής τον Ιερέα (Νικόλας Παπαγιάννης) από τον άρχοντά του – η µετάφραση του Κ. Χ. Μύρη –, τον Οιδίποδα, να γλιτώσει την πόλη από την κατάρα. Αδυνατισµένος, µε µούσι που του προσθέτει ηλικία, µαύρο ρούχο κάτω από ένα διακριτικό χρυσό και ένα διάφανο, πλαστικό, σαν αδιάβροχο, από πάνω, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης – σαραντάρης Οιδίπους θα τους διαβεβαιώσει ότι θα κάνει τα πάντα για να σώσει την Θήβα – πρώτη του κίνηση: έστειλε τον γυναικάδελφό του Κρέοντα (Νίκος Αρβανίτης) στους Δελφούς να φέρει χρησµό. Ολοι – µέλη του Χορού, που στην Πάροδο ανέβασαν τις καρέκλες στο πατάρι, και υποκριτές – φορούν πάνω από τα κοστούµια τους αυτά τα διαφανή «αδιάβροχα» µε τα οποία ενδυµατολόγος και σκηνοθέτης θέλησαν να συµβολίσουν το µίασµα που όλοι φέρουν. Ο Κρέων – κρέπι µαύρο γύρω από το λαιµό – φτάνει µε το χρησµό του Απόλλωνα: πρέπει να αποκαλυφθεί και να εξοριστεί ο φονιάς του Λαΐου που πριν από χρόνια τον σκότωσαν ληστές, όπως πίστευαν. Του βασιλιά της Θήβας, δηλαδή, τον οποίο διαδέχτηκε ο Οιδίπους, όταν έλυσε το αίνιγµα της Σφιγγός που δυνάστευε την πόλη για να παντρευτεί και τη χήρα του Ιοκάστη (Καρυοφυλλιά Καραµπέτη) µε την οποία έχουν αποκτήσει τέσσερα παιδιά.

Ο Οιδίπους που θέλει πεισµατικά να αποκαλύψει την αλήθεια καλεί τον Τειρεσία (Μάνος Βακούσης). Ο τυφλός γέροντας µάντης – γυαλάκια ηλίου, στα µαύρα, και χωρίς λευκό διάφανο «αδιάβροχο» πάνω του αλλά µε ένα µαύρο, οδηγούµενος από µια νεαρή κοκκινοµάλλα – που Ξ έρει, θα προσπαθήσει να αποφύγει τον σκόπελο/ Αλλά ο Οιδίπους θα επιµείνει για την αλήθεια: θα του αποκαλύψει πως ο φονιάς του Λαΐου, χωρίς να το ξέρει, είναι ο ίδιος ο Οιδίπους. Θα συγκρουστούν σκληρά. Ο Οιδίπους τον κατηγορεί για συνωµοσία µε τον Κρέοντα εναντίον του.

Εµφανίζεται η Ιοκάστη. Λυµένα κατάµαυρα µαλλιά, ένα ρούχο βυσσινί µεταξωτό, από πάνω το λευκό «αδιάβροχο», πρόσωπο βαµµένο ελαφρά λευκό, όπως και όλοι – µια φιγούρα σαν από το γιαπωνέζικο θέατρο. Προσπαθώντας να συµφιλιώσει Οιδίποδα και Κρέοντα αναφέρει πως τον Λάιο τον σκότωσαν σ’ ένα τρίστρατο της Φωκίδας. Και αψηφά τους χρησµούς: ο Απόλλων είχε προφητεύσει, όταν έκαναν ένα γιο µε τον Λάιο, πως όταν µεγαλώσει θα σκοτώσει τον πατέρα του. Ο Λάιος παρέδωσε το µωρό σε ένα δούλο που το παράτησε να πεθάνει στον Κιθαιρώνα.

Αρα οι χρησµοί είναι άχρηστοι.

Ο Οιδίπους αναστατώνεται. Σε ένα τρίστρατο της Φωκίδας, σε έναν καβγά, είχε σκοτώσει έναν γέροντα.

Το πράγµα αποκτά σασπένς. Οι σκιές των ηρώων που φωτίζονται από προβολείς τοποθετηµένους στον περίγυρο της ορχήστρας αρχίζουν να διαγράφονται – µε µνήµες εξπρεσιονιστικές – πάνω στα λευκά επίπεδα της «πύλης» ενώ οι χορταστικές «κινηµατογραφικές» µουσικές του Γιάννη Αναστασόπουλου γίνονται απειλητικές. Τα µέλη του Χορού αρχίζουν να «διαλύουν» το πατάρι – το έδαφος σκίζεται κάτω από τα πόδια των ηρώων. Ο Οιδίπους αποκαλύπτει στην Ιοκάστη πως έφυγε από την Κόρινθο όπου ζούσε, γιος του βασιλιά Πόλυβου και της Μερόπης, όταν χρησµός του Απόλλωνα προφήτευσε πως θα σκοτώσει τον πατέρα του και θα παντρευτεί τη µάνα του.

Και πως στο δρόµο του σκότωσε ένα γέροντα.

Κορίνθιος βοσκός θα φέρει την είδηση πως ο Πόλυβος πέθανε. Η Ιοκάστη πανηγυρίζει: άλλη µια φορά οι χρησµοί διαψεύδονται. Ο πατέρας του Οιδίποδα πέθανε χωρίς να τον σκοτώσει ο γιος του. Οµως ο βοσκός αποκαλύπτει πως ο Οιδίπους ήταν θετός γιος του Πόλυβου (σούσουρο στο κοινό από την αποκάλυψη…). Ηταν ένα µωρό που το είχαν παρατήσει στον Κιθαιρώνα και ο ίδιος το πήγε στον άτεκνο Πόλυβο, τον αφέντη του που το υιοθέτησε.

Η Ιοκάστη καταλαβαίνει. Προσπαθεί να αποµακρυνθεί παραπατώντας, αφήνοντας το «αδιάβροχο» να κυλήσει από πάνω της, πέφτοντας στα ορύγµατα. Ο Οιδίπους ορµάει πάνω της, τη ρίχνει κάτω, της ανοίγει τα πόδια σαν να χώνεται µέσα της: «Ας εκραγεί το σύµπαν!». Θέλει να µάθει όλη την αλήθεια.

Ο Θεράπων του Λαΐου (Σωτήρης Τσακοµίδης), εκείνος στον οποίο παρέδωσαν το µωρό να το παρατήσει στο βουνό, οµολογεί, καθώς ο Οιδίπους ασκεί πάνω του βία, πως το λυπήθηκε και εκείνος ήταν που το παρέδωσε στον Κορίνθιο.

Η τελευταία ψηφίδα µπήκε στο παζλ: ο Οιδίπους Εµαθε. Μπαίνει στο παλάτι.

Ο Εξάγγελος (Θανάσης Κουρλαµπάς) φέρνει την σκληρή είδηση: Η Ιοκάστη κρεµάστηκε. Και ο Οιδίπους τύφλωσε τον εαυτό του. Ο Χορός έχει διαλύσει εντελώς το πατάρι. Σε λίγο ο βασιλιάς προβάλλει. Σερνάµενος στα τέσσερα, πληµµυρισµένος αίµατα. Και ζητά από τον Κρέοντα, που του φέρεται τρυφερά, να τον εξορίσει. Μια γυναίκα φέρνει τα δυο κοριτσάκια του που κλαίνε και τρέχουν στην αγκαλιά του. Σιγά σιγά όλοι αποσύρονται και µένει µόνος και έρηµος, να σέρνει το ασταθές βήµα του προς το πουθενά.

Το χειροκρότηµα ήταν ιδιαίτερα θερµό, µε «µπράβο» για τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη και την Καρυοφυλλιά Καραµπέτη, και ενώ έσβησε ο επί σκηνής σκηνοθέτης το αναθέρµανε φέρνοντας και πάλι τους ηθοποιούς να υποκλιθούν.

Στον all time classic «Λεωνίδα» του Λυγουριού – θεσµός εξίσου παλαιός και σταθερός µε το Φεστιβάλ Επιδαύρου – βρέθηκαν, µετά τα συγχαρητήρια, οι συντελεστές της παράστασης, ο Σάκης Ρουβάς µε την Κάτια Ζυγούλη, πάντα διακριτικοί, και όσοι από τους θεατές πρόλαβαν και… είδαν τον Κύριο, ήτοι κατάφεραν να κλείσουν τραπέζι – ο «Λεωνίδας» γίνεται sold out πριν από τις παραστάσεις του Φεστιβάλ… Για να κουτσοµπολέψουν και να δοκιµάσουν τις νοστιµιές της κουζίνας – γεύσεις καθαρές και κλασικές, σαν την παράσταση του Σπύρου Ευαγγελάτου. Για την οποία οι γνώµες κυµαίνονταν από αρνητικές έως το «χωρίς τίποτα το καινούργιο», µε το «καλή» να κυριαρχεί.

ΙΝFΟ

Απόψε και αύριο στη Θεσσαλονίκη («Θέατρο της Γης»). 14/7 Αλεξανδρούπολη (Υπαίθριο Θέατρο Πάρκου Εγνατία), 15/7 Σέρρες (ΑµφιΘέατρο ΤΕΙ). 16

και 17/7 στους Φιλίππους (Αρχαίο Θέατρο).

Ηλεκτρονικός Καβάφης ανάµεσα στις πορτοκαλιές

Αποστολή: Χάρη Ποντίδα

Ανάµεσα στα λουλούδια, τις πορτοκαλιές και τις νεραντζιές της Αρχαίας Επιδαύρου, το ηλεκτρονικό σύµπαν της Λένας Πλάτωνος έχει άλλες διαστάσεις: τα κρουστά του Τσίκο µπορεί να σε κάνουν να θες να χορέψεις µε τον ρυθµό, ενώ την επόµενη στιγµή η φωνή της Σαβίνας να µοιάζει σαν άγγιγµα νεράιδας, φέρνοντας τη Ρόζα Ροζαλία της Λιλιπούπολης πιο κοντά από ποτέ. Οι κιθάρες λες και παίρνουν ενέργεια απ’ τα αστέρια και «χορεύουν» κι αυτές µε ένταση και στυλ Woodstock, η φωνή του Γιάννη Παλαµίδα… χαϊδεύει (κατευνάζει, θυµώνει, παίζει µε τις διαθέσεις), αλλά γίνεται και κραυγή όταν ερµηνεύει Καβάφη, ενώ το ηλεκτρονικό µπιτ και οι άµπιεντ ήχοι φτιάχνουν ώρες ώρες το σκηνικό έργου επιστηµονικής φαντασίας (που δεν θα µπορούσες να φανταστείς πώς είναι δυνατόν να βρει σηµείο συνάντησης µε τον κόσµο του Καβάφη). Κι όµως… Η καταραµένη συνθέτρια του ‘80 φαίνεται να είναι και πάλι εδώ, για τα καλά… Σιωπηλή και µε έναν δικό της τρόπο, κλειστή στον έξω κόσµο, βρίσκει διόδους επικοινωνίας µέσα από τους στίχους του καταραµένου ποιητή για να µας πει το νέο της «τραγούδι». Ενα µουσικό / ποιητικό έργο, που ζωντάνεψε µε θεατρικότητα ο παλιός της φίλος και συνεργάτης Γιάννης Παλαµίδας, δίνοντας προτεραιότητα στη µουσική και στο συναίσθηµα των στίχων. Γεµάτο κατά τα τρία τέταρτα το Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου το Σάββατο το βράδυ, είναι σίγουρο ότι θα θυµάται τις εκφράσεις και τις αποχρώσεις της φωνής του Παλαµίδα, καθώς το ρυθµικό µπιτ των οργάνων φτάνει ώρες ώρες σε κρεσέντα ηλεκτρικά.

Ο ήχος, άλλοτε σαν καταρράκτης ενέργειας, άλλοτε πιο υπαινικτικός σε ατµόσφαιρες άµπιεντ, έφτιαχνε (κυριολεκτικά) ένα δικό του σκηνικό, ένα σκηνικό έντασης ή υποφωτισµένης θλίψης, κραυγής ή νοσταλγίας. Ολο το δεύτερο µέρος της παράστασης ήταν ο νέος Καβάφης. Και το κοινό χειροκρότησε και έφερε τον ερµηνευτή ξανά στη σκηνή και εκείνος µε χαρά ερµήνευσε το πιο ροκ και ρυθµικό κοµµάτι, την «Πόλιν», γεµίζοντας το θέατρο µε έναν ηλεκτρισµό που εξέπεµπε και ο ίδιος. Ολο το πρώτο µέρος το είχε (κυρίως) η Σαβίνα Γιαννάτου. Τραγούδια από το «Σαµποτάζ», τη «Λιλιπούπολη», τα «Ηµερολόγια», τα «13 τραγούδια Καρυωτάκη» κ.ά. έδωσαν µια πλήρη γεύση από το έργο της συνθέτριας που καθισµένη στο πιάνο της, άφηνε πού και πού τη σπασµένη φωνή της να απαγγείλει στίχους. Στον Καρυωτάκη ζήτησε τη βοήθεια του Γιάννη Παλαµίδα και ακούστηκαν ξανά οι στίχοι που είχε µελοποιήσει στα πρώτα της βήµατα.

Αν ήθελε να συγκρίνει κανείς Καρυωτάκη και Καβάφη; (την είχα ρωτήσει πριν γίνει η πρεµιέρα της Μικρής Επιδαύρου). «Ο Καρυωτάκης είναι σαν να παίζει µε τη θλίψη του», λέει. «Σαν να εµπνέεται απ’ αυτή. Ο Καβάφης αντίθετα δεν αφήνει κανένα περιθώριο. Είναι πολύ πιο µελαγχολικός στην ουσία του». Και γιατί θεωρούσατε κάποτε ότι δεν µελοποιείται; «Ενδεχοµένως τότε να µε δυσκόλευε ο πεζογραφικός του λόγος. Σήµερα όµως µπορώ να λέω ότι πιάστηκα κυριολεκτικά από το απώτερο νόηµα των ποιηµάτων του».

Ο χρόνος αλλάζει τα πράγµατα γιατί αλλάζει κι εµάς τους ίδιους. Η ψυχή ξεκλειδώνει σιγά σιγά και εκείνο που µας τρόµαζε κάποτε (προφανώς γιατί δεν µπορούσαµε να το νιώσουµε) έρχεται κοντά µας και αισθανόµαστε ένα. Και µε τα δύο είδη της θλίψης πάντως αισθάνεται οικεία. Κοµµάτια από τον εαυτό της.

Πώς έρχεται άραγε η έµπνευση; Και πώς ερµηνεύει τη λέξη; «Κατακλυσµός. Ηλεκτροδιέγερση. Οραµατισµός», απαντάει. Και για να βρει την εσωτερική «µουσική» του Καβάφη, έκανε να σιγήσουν ακόµη και τα ραδιόφωνα. Και όντως τα 13 ποιήµατα που ακούστηκαν για πρώτη φορά στη Μικρή Επίδαυρο έχουν το στίγµα της. Φορτισµένα και λιτά την ίδια στιγµή, επιθετικά σαν ξεσπάσµατα λύπης, ηλεκτρικά, σιωπηλά, απελπισµένα.

Είναι παρεΐστικη (τελικά) ιστορία η µουσική; «Συχνά είναι. Αλλά για µένα ισχύουν και τα δύο, τόσο ο παρεΐστικος όσο και ο µοναχικός τρόπος εργασίας», µας είχε πει. Το λάιβ την αγχώνει, την ευχαριστεί, πώς ακριβώς νιώθει; «Νιώθω ότι έχω επαφή µε τον κόσµο γι’ αυτό και µου αρέσει. Είναι µια πρόκληση».