Η ασεβής Εκκλησία

Του Θανάση Θ. Νιάρχου


Σαφέστατα δεν εννοούµε την Εκκλησία ως Σώµα Χριστού, αλλά το κοµµάτι της που ονοµάζεται ιερείς, µητροπολίτες, ιεράρχες. Μεγάλη Πέµπτη βράδυ, στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής της οδού Ακαδηµίας, στις εννέα παρά δέκα ακριβώς, µετά το «Ο εν ύδασι την γην κρεµάσας». Ενας ιερέας στην Ωραία Πύλη µιλάει µε ήρεµο στόµφο και λέει πως θα περιέλθει δίσκος ώστε µε τα χρήµατα που θα συγκεντρωθούν να ενισχυθεί η Εκκλησία των Ιεροσολύµων. Προσθέτει µάλιστα πως ο Χριστός δεν µας κατέλιπεν οτιδήποτε το υλικό, παρά µόνον τον Σταυρό του Μαρτυρίου του, ώστε χρειάζεται το σχετικό κενό να το γεµίσουν οι σηµερινοί πιστοί. Θα ήθελε να ρωτήσει κάποιος τον ιερέα ή, ακριβέστερα, την Ιεραρχία που µε δική της αναµ φισβήτητα απόφαση ακούστηκε µετά το «Ο εν ύδασι την γην κρεµάσας» ο δεκάρικος για τη συγκέντρωση των χρηµάτων: Ποιος µπορεί πια να λογαριάζεται τόσο αφελής ώστε να αδυνατεί να σκεφθεί το στοιχειώδες, ότι δηλαδή για να µη µας έχει κληροδοτήσει τίποτε το υλικόν ο Χριστός σηµαίνει πως δεν αναγνώριζε την ελαχιστότερη αξία σε οτιδήποτε υλικόν. Με συνέπεια οι επίσηµοι απολογητές του, αντί να τον τιµούν, να τον παραµορφώνουν, αν δεν τον εξευτελίζουν κιόλας. Στον βαθµό βέβαια που µπορεί να εξευτελιστεί ένα σύµβολο που παραµένει αναλλοίω το και απρόσβλητο, αιώνες τώρα, παρά τις προσβολές και τις επιθέσεις που έχει δεχτεί και εξακολουθεί να δέχεται. Επειτα κάθε αγωνιών χριστιανός δεν γίνεται να µη ρωτήσει κάθε ιερωµένο που θα συναντούσε στον δρόµο του: Πόσο, επιτέλους, πιο ακριβά θα µπορούσε να έχει πουληθεί µέσα στους αιώνες ένα κοµµάτι ξύλου που αντιγράφει τον Σταυρό του Μαρτυρίου και που αν γίνεται να αποκτήσει αξία, δεν θα έπρεπε να είναι γιατί ασίγαστος παραµένει σε όλους ο φόβος του θανάτου, ώστε να προστρέχουν σ’ αυτόν ως έσχατη ελπίδα σωτηρίας, αλλά γιατί η Εκκλησία µε τα έργα της κάνει πιθανή την ύπαρξη του θαύµατος.

Οποιοσδήποτε προσέρχεται σε µιαν εκκλησία, περιστασιακά ή κατ’ εξακολούθηση, το κάνει µε το αίσθηµα πως ο συγκεκριµένος χώρος τού χρειάζεται για να ακουµπήσει και να εκφράσει ό,τι πολυτιµότερο νιώθει να υπάρχει µέσα του.

Δεν έχει κανείς το δικαίωµα (αντίθετα θα έπρεπε να λογαριάζεται απεχθέστατος) να τον κάνει να αισθάνεται πως χρειάζεται να πληρώσει προκειµένου να εκφραστεί ή έστω να συγκεντρωθεί στον εαυτό του. Αν η Εκκλησία υποβιβάζει την ανάγκη της επαφής µαζί της σε µια δοσοληψία αντίστοιχη µε κείνη της Εφορίας, που αν δεν πληρώσει κάποιος κινδυνεύει να πάει φυλακή, τότε δεν συντρέχει λόγος να υφίσταται η Εκκλησία. Ή, µάλλον, φαίνεται πως για τη συνείδηση ενός µεγάλου µέρους του κόσµου έχει καταργηθεί, αφού στην ίδια εκκλησία, το βράδυ της Μεγάλης Πέµπτης, ακούστηκαν µέσα σε µιάµιση ώρα δέκα το λιγότερο κινητά, ενώ οι κάτο χοί τους, σαν να βρίσκονταν σε χώρο εµποροπανήγυρης, χαµηλόφωνα ή µεγαλόφωνα, µίλησαν κανονικότατα. Αν οι ίδιοι οι λειτουργοί δεν είχαν απαξιώσει τον χώρο της Εκκλησίας, κατά έναν µυστηριώδη αλλά και ευεξήγητο ταυτόχρονα τρόπο κανένα κινητό δεν θα είχε ακουστεί.

Εχουµε κατ’ επανάληψη οµολογήσει πόσο σπουδαίοι είναι οι στίχοι της Κικής Δηµουλά που γράφει, καθώς το αδιαχώρητο στις εκκλησίες το βράδυ της Μεγάλης Πέµπτης δεν της επιτρέπει να πλησιάσει τον Εσταυρωµένο: «Δεν πειράζει.

/ Θα µάθω το τετέλεσται / από άλλη πηγή. / Πιο θετική». Δεν θα ‘πρεπε όµως να λογαριάζονται οι στίχοι αυτοί περισσότερο ως υπονόµευση ενός θρησκευτικού αισθήµατος παρά ως η µοναδική οδός σωτηρίας που µας έχει αποµείνει;

§ Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκ δότης του περιοδικού «Η Λέξη».