Aφού ο Αλέξης Σταμάτης είχε την ευγένεια να ευχαριστήσει, στις πίσω σελίδες του βιβλίου του, για τη βοήθειά τους καμιά δεκαπενταριά πρόσωπα, ανάμεσά τους γνωστούς συγγραφείς μας, κυρίως από τις νεότερες γενιές (πράγμα που, όσο να΄ ναι, δημιουργεί κάποια αίσθηση «συνενοχής» και προεξοφλημένης αλληλεγγύης), θα μπορούσε να επιδείξει ανάλογη αβρότητα και προς ορισμένους άλλους συγγραφείς, κάτι Σαίξπηρ, Ντίκενς, Κόνραντ, Κούτσι, που του επέτρεψαν να «συνομιλήσει δημιουργικά» μαζί τους, σύμφωνα με μια έκφραση του συρμού, η οποία φαίνεται πως αρέσει και στον ίδιο τον Σταμάτη, αν κρίνουμε από τις συνεντεύξεις του, αλλά έχει γίνει τόσο ύποπτη όσο και η δημιουργική λογιστική. Δεν το έκανε αυτό ο καλός συγγραφέας κι έτσι εξέθεσε τον εαυτό του σε μομφές για θρασεία δανειοληψία (ας το πούμε έτσι) από μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Εγώ πάντως, για να αποφύγω τέτοιες μομφές, σπεύδω να δηλώσω ότι δανείστηκα τον τίτλο αυτής της κριτικής από τον Σταμάτη, συγκεκριμένα χρησιμοποίησα αυτούσια μια φράση από τη σελίδα 415 του βιβλίου του!

Kατά τη γνώμη μου, δεν θα βγει τίποτα από την ανταλλαγή ηθικών επιχειρημάτων γύρω από τη νομιμότητα ή μη των «δανείων» της Βίλας Κομπρέ. Τέτοιου είδους προβληματισμοί είναι μάλλον ακατανόητοι για πολλούς συγγραφείς της γενιάς του Σταμάτη ή νεότερους, άλλωστε η διακειμενικότητα έχει γίνει μια μαγική λέξη, που νομιμοποιεί (ή συγκαλύπτει) σχεδόν κάθε συγγραφική λαθροχειρία, μαζί και τη συγγραφική οκνηρία. Η μόνη δυνατότητα να συνεννοηθούμε είναι να συζητήσουμε γύρω από τη λογοτεχνική σκοπιμότητα και λειτουργικότητα που έχουν ή δεν έχουν τα συγκεκριμένα τσιμπολογήματα. Με απλά λόγια, το θέμα είναι αν τα κλεμμένα ή δανεικά ρούχα υποστηρίζουν την εικόνα που θέλει να προβάλει ο καινούργιος χρήστης τους ή την αντιμάχονται, αν δεν τη διαψεύδουν κιόλας.

Ενας συγγραφέας μπορεί να χρησιμοποιήσει ως αρχέτυπο ένα γνωστό, αναγνωρίσιμο κείμενο της παγκόσμιας λογοτεχνίας και να το αναπτύξει με διαφορετικό τρόπο, να του δώσει καινούργιο περιεχόμενο. Κανένας δεν κατηγόρησε τον Τζόυς ότι έκλεψε τον ΄Ομηρο ή τον Τόμας Μαν ότι αντέγραψε τον Γκαίτε. Βέβαια, όταν το αρχέτυπο δεν είναι ένα, αλλά τρία (τουλάχιστον) έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, και μάλιστα τόσο ανόμοια όσο ο ΄Αμλετ, οι Μεγάλες προσδοκίες και η Καρδιά του σκότους, δύσκολα αποφεύγουμε την υποψία ότι δεν έχουμε να κάνουμε με προθέσεις «δημιουργικής συνομιλίας» αλλά με μια συρραφή που υπηρετεί προπαντός τον ναρκισσισμό του συγγραφέα. Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη περίπτωση: να συγκροτήσει ο συγγραφέας ένα κείμενό του, εν μέρει ή και εξ ολοκλήρου, σαν patchwork από φράσεις, μυθοπλαστικά σχήματα, φιγούρες που απηχούν ολοφάνερα άλλα κείμενα, θέλοντας να επισημάνει με παιγνιώδη τρόπο τον χαρακτήρα της λογοτεχνίας ως πελώριου διακείμενου και την ανυπαρξία λογοτεχνικής παρθενογένεσης (ένα ακραίο παράδειγμα στην ελληνική, πιθανώς και στην παγκόσμια λογοτεχνία ήταν το Μηνολόγιο ενός απόντος του Σταύρου Κρητιώτη, πριν από τρία χρόνια). Και αυτό επίσης, οσοδήποτε συζητήσιμο, είναι λογοτεχνικά θεμιτό. Δεν νομίζω, όμως, πως θα βρεθεί κάποιος να υποστηρίξει στα σοβαρά ότι το θέμα της Βίλας Κομπρέ είναι η διακειμενική φύση της λογοτεχνίας…

Αλέξης Σταμάτης

ΒΙΛΑ ΚΟΜΠΡΕ

ΕΚΔ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, 2008, ΣΕΛ 441, ΤΙΜΗ.

17 ΕΥΡΩ

Όποιος έχει διαβάσει τα έξι μυθιστορήματα του Αλέξη Σταμάτη από το Μπαρ Φλωμπέρ (2000) κι έπειτα μπορεί να διακρίνει ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο κοινό σε όλα, με μερική εξαίρεση το Μητέρα Στάχτη . Τρεις είναι οι βασικές παράμετροί του: α) μια ιλιγγιώδης περιπλάνηση από τόπο σε τόπο (και συνήθως από χώρα σε χώρα)· β) μια σειρά από στροβιλισμούς του κεντρικού ήρωα, κατά τη διάρκεια αυτής της περιπλάνησης, σε περίκλειστους χώρους, τρομακτικούς, ασφυκτικούς, συγχρόνως όμως εξωτικά γοητευτικούς (παλιά σπίτια, υπόγειοι λαβύρινθοι, ζούγκλες κ.λπ.)· γ) η αναζήτηση της λύσης ενός μυστήριου, που πάντοτε αφορά την «πραγματική» ταυτότητα του ήρωα και το κλειδί της είναι συνήθως η μορφή του πατέραΑν το ζητούμενο είναι μόνο το συνεχές κέντρισμα της αναγνωστικής περιέργειας για την εξέλιξη της ιστορίας, ο Σταμάτης πετυχαίνει σχεδόν πάντα τον σκοπό του, χάρη στην ευφάνταστη, θριλερική πλοκή των μυθιστορημάτων του και την πολυμορφία των σκηνικών τους. Ωστόσο, έχουμε όλο και περισσότερο την αίσθηση μιας συνταγής από τα ίδια συστατικά, που μπαίνουν κάθε φορά στο μίξερ με ελαφρά παραλλαγμένη δοσολογία και με την προσθήκη μερικών επικουρικών «ιχνοστοιχείων». Οι περιπέτειες του ήρωα δεν είναι μια διαδικασία μύησης και αυτογνωσίας, όπως θέλει να πιστέψουμε ο συγγραφέας, αλλά μάλλον ένα σαφάρι στον κόσμο, που διεγείρει πιο πολύ τις αισθήσεις παρά τη συνείδηση του πρωταγωνιστή της ιστορίας. Η τελική ανακάλυψη του πραγματικού εαυτού του (αν δεχτούμε ότι αυτό είναι που ανακαλύπτεται) δεν τον αλλάζει καθόλου, άλλωστε ο ίδιος μοιάζει αρκετά ικανοποιημένος με αυτό που είναι ή φαίνεται πως είναι ώστε να μην αισθάνεται την ανάγκη κάποιας σημαντικής αλλαγής στη σχέση του με τη ζωή.

Στη Βίλα Κομπρέ όλα αρχίζουν όταν ο Θάνος, ένας 28χρονος φωτογράφος που ζει περίπου λαθρόβια στα Εξάρχεια, επιστρέφει στη γενέτειρά του, ένα χωριό της Θεσσαλίας, για την κηδεία του πατέρα του και ανακαλύπτει ανάμεσα στα πατρικά κατάλοιπα τη φωτογραφία μιας νεκρής κοπέλας μαζί με κάτι κοσμήματα που, όπως δεν αργεί να διαπιστώσει, ανήκαν σ΄ εκείνη. Οι προσπάθειές του να μάθει ποια ήταν η πεθαμένη και τι σχέση είχε με τον πατέρα του θα τον οδηγήσουν σε μια παράξενη, μισοερειπωμένη έπαυλη στα Μελίσσια, με ενοίκους μια εκκεντρική γηραιά κυρία και τη νεαρή Αλβανή προστατευομένη της (ή αιχμάλωτή της), και κατόπιν γραμμή στο Καμερούν, όπου θα αρχίσει να χώνεται ολοένα βαθύτερα στη ζούγκλα, αναζητώντας τον άνθρωπο για τον οποίο πιστεύει πως είναι ο πραγματικός πατέρας του.

Τώρα, αν κάποιος ρωτήσει γιατί ένας νεαρός περιθωριακός των Εξαρχείων πρέπει να γυρεύει την αληθινή ταυτότητά του σε βικτωριανές βίλες και στην αφρικανική ζούγκλα, η απάντηση είναι η ακλόνητη απόφαση του Σταμάτη να «συνομιλήσει δημιουργικά» με τον Ντίκενς και τον Κόνραντ: το σκηνικό της Βίλας Κομπρέ δεν είναι παρά το περιβάλλον της κυρίας Χάβισαμ στις Μεγάλες προσδοκίες, η ίδια η κυρία Χάβισαμ έχει αλλάξει όνομα κι έχει γίνει κυρία ΄Αλμα, όπως η νεαρή προστατευομένη της, η Εστέλα, έχει γίνει Μιρέλα· και η πορεία προς το εσωτερικό της ζούγκλας σε αναζήτηση του Κουρτς, συγγνώμη, του Κωστή είναι- ε, μας ξέφυγε και το αποκαλύψαμε ήδη!

Αν αυτά τα δάνεια, έστω εξεζητημένα, υπηρετούν τέλος πάντων την πολυχρωμία και το σασπένς της ιστορίας, (με τίποτα όμως το θέμα τους), ορισμένες μυθοπλαστικές λεπτομέρειες ξεσηκωμένες από τον ΄Αμλετ δεν υπηρετούν τίποτε άλλο από ένα υπερτροφικό συγγραφικό εγώ. ΄Οπως το ότι ο Κωστής (δίκην ΄Αμλετ) σκοτώνει κατά λάθος, αντί για τον δολοφόνο του πατέρα του και σφετεριστή των δικαιωμάτων του Αλέξανδρο (Κλαύδιο), τον φίλο και συνεργάτη του Αλέξανδρου Παύλο (Πολώνιο), πατέρα της αγαπημένης του Κωστή Ιωάννας (Οφηλίας)! ΄Η η απίθανη θεατρική παράσταση που στήνει στην καρδιά της ζούγκλας ο Κωστής (όμοια με εκείνη του ΄Αμλετ στο παλάτι) για να δείξει στον Θάνο πώς πέθανε ο πατέρας του, ενέργεια τελείως άτοπη, όχι μόνον επειδή δεν είχε κανένα λόγο να το κάνει με τέτοιον τρόπο, αλλά προπαντός επειδή οι ιθαγενείς θεατές και ο «βασιλιάς» τους παρεξηγούν αναπόφευκτα τα δρώμενα, θεωρώντας ότι υπαινίσσονται κάτι σχετικό με τη δική τους πρόσφατη αλλαγή ηγεμόνα, και το αποτέλεσμα είναι να απειληθεί το χωριό στα καλά καθούμενα με σύρρζαξη!

Καμία αμφιβολία: ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται απλώς να περάσει ευχάριστα διαβάζοντας το βιβλίο δεν θα κολλήσει σε τέτοιες λεπτομέρειες και, γενικά, δεν θα απογοητευτεί. Και πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το μέρος του μυθιστορήματος που διαδραματίζεται στην Αφρική (ακριβέστερα, το σκέλος πριν από την άφιξη στην «καρδιά του σκότους») περιέχει πολύ ωραίες περιγραφές, ζωντανές και πειστικές. Αλλά οι ουσιαστικότερες επαγγελίες του συγγραφέα δεν εκπληρώνονται και, το χειρότερο, δεν γίνεται καμιά ιδιαίτερα σοβαρή προσπάθεια να εκπληρωθούν. Η «αναζήτηση ταυτότητας», με την τυποποίηση του μοτίβου από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα, εκφυλίζεται σε κάτι σαν σλόγκαν χωρίς ξεκάθαρο περιεχόμενο. Και την αδυναμία ή αδιαφορία για εμβάθυνσή του υπογραμμίζουν οι κύριοι χαρακτήρες του Σταμάτη, που σε όλα τα μυθιστορήματά του είναι παράδοξα επίπεδοι και άχρωμοι- παράδοξα, επειδή οι περιπέτειές τους και οι χώροι όπου κινούνται έχουν κάτι το φαντασμαγορικό. Μια (σχετική) εξαίρεση στη Βίλα Κομπρέ είναι η ΄Αλμα, αλλά αυτή, είπαμε, είναι η κυρία Χάβισαμ του Ντίκενς!

Μια τελευταία παρατήρηση: οι αφηγήσεις του Σταμάτη φαίνονται εξαιρετικά εξωστρεφείς, με τη διάχυση του μύθου τους στους πιο ασυνήθιστους χώρους και στις πιο διαφορετικές περιοχές του κόσμου· αλλά στον πυρήνα τους βρίσκεται σταθερά ο ελληνικός οικογενειακός μικρόκοσμος, και οι κεντρομόλες δυνάμεις του είναι αυτές που καθορίζουν την πορεία και την έκβασή τους. Από αυτή την άποψη ο Σταμάτης, παρά τα φαινόμενα, είναι ενταγμένος στο mainstream της πεζογραφίας μας.

«Περιπλάνηση, παραπλάνηση»: η εμβληματική φράση του Σταμάτη που έκανα τίτλο αυτού του κειμένου. Στο βιβλίο, αφορά τον κεντρικό ήρωα, τον Θάνο. Θα μπορούσε να αφορά και τον αναγνώστη. Μικρό το κακό. Η χειρότερη εκδοχή είναι να αφορά και τον ίδιο τον συγγραφέα.