Ακόμη χειρότερα, το βιβλίο του καθηγητή που συνοδεύει το νέο αυτό εγχειρίδιο είναι πιθανότατα το μόνο παγκόσμια σχολικό βιβλίο που αναφέρει επιδοκιμαστικά τον Χίτλερ, προβάλλοντάς τον με τέτοιον τρόπο ώστε να γίνεται συμπαθής. Αυτό συμβαίνει στο σημείο (σ. 134) όπου, για ακατανόητους λόγους, ζητείται να δοθεί στους μαθητές ένα εδάφιο που παρουσιάζει τον αρχηγό του ναζισμού σαν οξυδερκή θαυμαστή των εθνικών μας αρετών:

Ο στρατάρχης φον Λιστ,στην ημερήσια διαταγή του δήλωσε ότι «οι Έλληνες υπερασπίσθησαν την πατρίδα των γενναίως».Και τέλος,στις 4 Μαΐου,σε λόγο του προς το Ράιχσταγ,ο Χίτλερ θα πει:“« ιστορική δικαιοσύνη όμως με υποχρεώνει να διαπιστώσω,ότι από όλους τους αντιπάλους που αντιμετωπίσαμεν,ο Έλλην στρατιώτης ιδίως επολέμησε με ύψιστον ηρωισμόν και αυτοθυσίαν.Εσυνθηκολόγησε μόνον όταν η εξακολούθησις της αντιστάσεως δεν ήτο πλέον δυνατή και δεν είχε κανένα λόγο» (Άγγελος Τερζάκης, Ελληνική Εποποιία 1940-1941, Αθήνα 1964, σ.204). Αποσπώντας τον λόγο του Χίτλερ από το ιστορικό του πλαίσιο, αναπαράγοντάς τον από τρίτο χέρι και αφήνοντάς τον ανερμήνευτο, οι συγγραφείς κατορθώνουν να δώσουν την εντύπωση ότι ο ρατσιστής ηγέτης του ναζισμού διερμήνευε αυθεντικά την «ιστορική δικαιοσύνη» και ήταν μάλιστα φιλέλληνας. Όσον αφορά το δεύτερο, βέβαια, οι πραγματικές του αντιλήψεις φάνηκαν από τη σχεδόν γενοκτονική στάση των αρχών κατοχής και δεν χρειάζεται να συσκοτίζονται με τέτοια παραθέματα. Όσον αφορά το πρώτο, οι Έλληνες εκείνης της εποχής, με εξαίρεση βέβαια τους φιλοφασίστες, που η ύπαρξη και η δράση τους αποσιωπούνται στο βιβλίο, δεν έπαιρναν τις δηλώσεις του τόσο τοις μετρητοίς. Άλλοι, ακόμη και πολύ συντηρητικοί, αντέδρασαν αλλιώς στον συγκεκριμένο λόγο:

Στο λόγο αφθονούσαν τα ψέματα και οι ύβρεις. […] Στον λόγο του εκείνον ο Χίτλερ […] για την Ελλάδα,ανέφερε ότι η Ιταλία,τον Οκτώβριο του 1940,είχε διαπιστώσει σειρά παραβιάσεων της ουδετερότητάς της εις βάρος της […] Έτσι,συνέχιζε ο Χίτλερ,είχε τερματιστεί η ειρήνη στα Βαλκάνια.Προχωρώντας πρόσθετε ότι η Ελλάδα δεν είχε καμιά ανάγκη από τις βρετανικές εγγυήσεις,συνέδεε όμως την τύχη της «με την τύχη των χρηματοδοτών και εντολοδόχων του βασιλικού της αυθέντου»,και έκανε διάκριση ανάμεσα στην κλίκα που κυβερνούσε την Ελλάδα και στον ελληνικό λαό,του οποίου εξήρε τις αρετές.Κατηγορούσε τους Άγγλους γιατί ήθελαν να δημιουργήσουν προγεφύρωμα στη Θεσσαλονίκη και αυτό τάχα είχε αναγκάσει τη Γερμανία να επιτεθεί εναντίον της Ελλάδος,πράγμα που γι΄ αυτόν ήταν πολύ θλιβερό και πικρό,γιατί ενώ ως Γερμανός έτρεφε- λόγω της μορφώσεώς του- μεγάλο σεβασμό για τον ελληνικό πολιτισμό και τις ελληνικές τέχνες,έβλεπε αυτή την εξέλιξη και δεν μπορούσε να τη μεταβάλει.Όταν έφτασα στην παράγραφοόπου ο Χίτλερ διαβεβαίωνε πόσο επιθυμούσε την ειρήνη,επικαλούμενος ως μάρτυρά του το Θεό,πέταξα την εφημερίδα.

Ο νεαρός που, διαβάζοντας τον ίδιο λόγο στην εφημερίδα, αποκρυπτογραφεί αβίαστα τον στόχο των χιτλερικών κολακειών, δεν είναι κανένας κομμουνιστής αλλά ο μελλοντικός πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης (Γεώργιος Ι. Ράλλης, Κοιτάζοντας πίσω, Ερμείας, Αθήνα 1993, σ. 264). Και αντέδρασε σωστά στα χιτλερικά φληναφήματα, πετώντας την εφημερίδα οργισμένος, ενώ αντίθετα οι συγγραφείς ζητούν σήμερα από τα παιδιά μας να καταπιούν άκριτα τους ανέξοδους επαίνους του Φύρερ, χωρίς δεύτερη προσέγγιση, χωρίς στοχασμό.

Ο Σπύρος Μαρκέτος είναι επ. καθηγητής Ιστορίας των Ιδεών στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Υπουργείο Ελληνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΤΕΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

(ΑΠΟ ΤΟ 1815 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ)

Γ΄ ΤΑΞΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΑΙ Δ΄ ΤΑΞΗ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΚΔ. ΟΕΔΒ, ΣΕΛ. 256