Ενας αμερικανός ποιητής, ο Φροστ έγραψε κάτι πραγματικά σημαντικό: «Ολα μπορούν να μεταφραστούν στην ποίηση από τη μια γλώσσα στην άλλη. Ολα, πλην της ίδιας της ποίησης». Δεν είναι παραδοξολόγημα, είναι η μαύρη αλήθεια. Διότι βέβαια η ποίηση δεν είναι ούτε οι ιδέες ούτε οι εικόνες. Ιδέες και εικόνες είναι συστατικά στοιχεία και της πεζογραφίας και της κριτικής και της δοκιμιογραφίας. Οταν ο Βερλέν έγραφε τον στίχο «Πάνω απ’ όλα η μουσική» μιλώντας για τη συμβολιστική του ποίηση, εννοούσε βέβαια πως την ποιητική εντύπωση την εξασφάλιζε η αλχημεία των λεκτικών ήχων, ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής χρησιμοποιεί το λεξιλόγιο ως εναλλαγή, συμφυρμό, συνήχηση συμφώνων και φωνηέντων ώστε να δώσει μια μουσική συμφωνία που να λειτουργεί στο συναίσθημα (και στη λογική) τονώνοντας τον βαθμό έντασης του νοήματος.

Ας αναφερθώ άλλη μία φορά σε ελληνικούς στίχους που εκφράζουν αυτή τη διάθεση και είναι κυριολεκτικά αμετάφραστοι σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Ο Διονύσιος Σολωμός στα χειρόγραφα που διαθέτουμε έχει χαράξει επανειλημμένα τον στίχο «ανάκουστος κελαϊδισμός και λιποθυμισμένος» στο τρίτο σχεδίασμα των «Ελεύθερων πολιορκημένων». Κι όμως, όταν το έστειλε για δημοσίευση στον Τύπο (μία από τις σπάνιες φορές που ξεπέρασε το σύνδρομο της τελειοθηρίας του) γράφει «ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος». Περνώντας από μια λέξη κοινόχρηστη στο πανελλήνιο σε μια ιδιωματική των Επτανήσων δεν λαϊκίζει ως λαογράφος ούτε, βέβαια, θέλει να αιφνιδιάσει το αφτί των αναγνωστών του. Από τη συλλαβή -κε- στη συλλαβή -κι- αλλάζει τη συναισθηματική κλίμακα του νοήματος. Θέλει να υποβάλει την οργασμική κορύφωση μιας ερωτικής κραυγής μέσα στη φύση με υποκείμενα δύο ερωτευμένα πουλιά και διαπίστωσε πως ο ήχος -κε- του ερωτικού τερετίσματος δεν εξέφραζε την υπέρτατη ερωτική απόλαυση, χρειαζόταν οξύτερο ήχο και άλλαξε τη συλλαβή, άρα και την κλίμακα του οργασμικού τόξου.

Ο Κωστής Παλαμάς μας παρέδωσε τον έξοχο στίχο «Δεν σ’ αγαπώ, σ’ αγαπάω». Αντε να το μεταφράσει ο άγγλος, ο γάλλος, ο ιταλός, ο ρώσος μεταφραστής του. Η ιστορικότητα της ελληνικής γλώσσας, η δομή της και η περιπέτεια της γραμματικής μέσα στους αιώνες μας προίκισαν, εκτός των άλλων, και με συνηρημένα ή ασυναίρετα λεκτικά μορφώματα. Ο μεγάλος ποιητής διαπίστωσε πως ο ασυναίρετος τύπος «αγαπάω» ηχούσε στο αφτί του με μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση από το συνηρημένο «αγαπώ». Και εκεί που ο μέτριος ποιητής τραγουδάει «δεν σ’ αγαπώ, σε λατρεύω», ο μεγάλος χρησιμοποιεί την ιστορική περιπέτεια της γλώσσας του για να φορτίσει διαφορετικά τους δύο τύπους του ίδιου ρήματος.

Τελείως διαφορετικά λειτουργεί ο Νίκος Εγγονόπουλος παίζοντας με δύο διαφορετικές μορφές του ίδιου ρήματος, μία λόγια και μία λαϊκή, δημώδη. Βρίσκει πως οι δύο μορφές του ίδιου ρήματος του επιτρέπουν να διαπιστώσει διαφορετική συναισθηματική λειτουργία στον νου του αναγνώστη. Γράφει: «Το πρόβλημα δεν είναι αν οι θεοί ζηλεύουν ή οι θεοί δεν ζηλεύουν, αλλά αν οι θεοί ζηλεύουν ή οι θεοί ζουλεύουν». Αντε ο άγγλος, ο γάλλος, ο σκανδιναβός μεταφραστής να μην τολμήσει να βρει ανάλογα. Πιθανόν το ίδιο θα συνέβαινε αν ένας έλληνας μεταφραστής προσπαθούσε να βρει αντίστοιχες μουσικές λεκτικές λύσεις σε ένα ποίημα του Λόρκα, του Πούσκιν, του Λεοπάρντι.

Κάντε μια απόπειρα να μεταφράσετε ή δείτε πώς μεταφράζουν αξιόλογοι ποιητές και φιλόλογοι τον περίφημο στίχο που εκφωνεί ο Τειρεσίας εναντίον του Οιδίποδα, «Τυφλός τα τ’ ώτα, τα τ’ όμματα, τον τε νουν». Το νόημα μεταφράζεται: τυφλός στ’ αφτιά, στα μάτια και στον νου. Η μουσική, η παρήχηση του ταυ, επτά ταυ έχει ο στίχος. Ο Σολωμός στον «Κρητικό» γράφει τον στίχο «Εκοίταα κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι», οκτώ άλφα. Τυχαίο; Οχι βέβαια. Ο κρητικός κολυμβητής που παλεύει με τα κύματα για να φτάσει από τη Ζάκυνθο στην Κρήτη, έχοντας να αντιμετωπίσει ένα φουρτουνιασμένο πέλαγος, μια χάνει τη στεριά, μια την αντικρίζει αφού κάθε τόσο του κρύβει τη θέα ένα θεόρατο κύμα. Το άλφα, το πιο παρατεταμένο ελληνικό φωνήεν, ηχητικά μεγεθύνει την απόσταση.

Ο Γεώργιος Βιζυηνός, τρελός στο φρενοκομείο γράφει το τραγικό, εντός ποιήματος, δίστιχο «Μετεβλήθη εντός μου κι ο ρυθμός του κόσμου». Αυτοί οι στίχοι μπορούν πιθανόν να διασώσουν την ταραχή του ποιητή σε μια μετάφραση, αλλά δεν θα διασώσουν την ευρηματική ομοιοκαταληξία: εντός μου –κόσμου, το μέσα και το έξω, το εγώ και οι άλλοι. Πώς, αλήθεια, θα μπορούσε να μεταφραστεί η γραμματική παράβαση του Καβάφη στο ποίημα: «Επέστρεφε»; Δεν είναι τα τέσσερα έψιλον του τίτλου αυτού του ποιήματος, είναι μια προστακτική που στην ορθή ελληνική δεν έχει αύξηση. Επίστρεφε, είναι το σωστό. Αλλά ο Καβάφης ποιεί μουσική μέσω της επανάληψης του έψιλον έτσι ώστε να ακούγεται μια κυκλικότητα που ηχοποιεί την επανάληψη, την επιστροφή, την έννοια του κύκλου, όπου το σημείο επί της περιφερείας που ορίζεται ως αρχή είναι συνάμα και το τέλος, όπως λειτουργεί η μνήμη.

Ο Εμπειρίκος στο εξαίσιο ποίημά του «Εις την οδόν των Φιλελλήνων» γράφει έναν στίχο για ένα ελληνικό καλοκαίρι, όπου αντιπαραθέτει τον καύσωνα στη ζέστη δίνοντας στη ζέστη ανώτερη βαθμίδα επίδρασης. Πάλι η μουσική αντιπαράθεση λόγιου και λαϊκού γλωσσικού τύπου. Πώς άραγε θα μεταφραστεί αυτή η ποιοτική αντιπαράθεση της ίδια έννοιας με άλλο ήχο; Από την αρχαιότητα μας έρχεται ένα γλωσσικό παιχνίδι που στον καιρό μου αποτελούσε συχνά και υποχρεωτικό τίτλο σχολικής έκθεσης: «Ζει χύτρα, ζη φιλία». Ορθογράφησα με παλαιά γραμματική αίσθηση γιατί όντως στην αντιπαράθεση υπάρχουν το ρήμα ζέω και το ρήμα ζήω, βράζω και ζω. Οσο βράζει η χύτρα ζει και η φιλία, έλεγε η απαισιόδοξη εκείνη απόφανση. Πώς άραγε θα μεταφραστεί σε άλλη γλώσσα αυτό το παιχνίδι;

Ο,τι ισχύει, θα έγινε ελπίζω κατανοητό, για την ελληνική ποιητική αντοχή, αντίσταση σε κάθε μετάφραση σε άλλη γλώσσα, ισχύει και για τη μετάφραση στην ελληνική ποιητικών λύσεων, παιχνιδιών, ηχητικών συμπλεγμάτων, άλλων ποιητικών επιτευγμάτων σε ξένες γλώσσες. Η προσωπική μου πείρα από την ενδογλωσσική μετάφραση από τα αρχαία ελληνικά στα νέα δεν διαφέρει από τα προβλήματα μετάφρασης σε ξένη γλώσσα ή από ξένη γλώσσα.

Εχω αναφερθεί κι άλλες φορές στη δυσάρεστη θέση που βρέθηκα όταν μεταφράζοντας τις «Ικέτιδες» του Αισχύλου έπρεπε να αποδώσω όχι μόνο το νόημα αλλά και τον ήχο του στίχου ενός χορικού. Μιλάει για τον τρόπο που οι θεοί ή η μοίρα ή και η Ιστορία επιλέγουν να τυφλώσουν τη συνείδηση ενός φιλόδοξου επηρμένου προσώπου παραπλανώντας τον ώστε να τον οδηγήσουν στην καταστροφή, εκδικούμενες οι ανώτερες δυνάμεις τους επιόρκους, αλαζόνες και ενόχους. Ο στίχος που έπρεπε να μεταφραστεί γραμμένος, όπως όλα τα χορικά των τραγικών, στη δωρική διάλεκτο ήταν «Ατας απάτα». Πέντε συνεχή άλφα. Στην αττική διάλεκτο θα μεταγραφόταν «της Ατης η απάτη». Και θα μπορούσε να περάσει απευθείας στα νέα ελληνικά, διότι η Ατη (που ο Γρυπάρης π.χ. τη μετέφραζε «Τύφλα») ήταν οντότητα του αρχαίου δικαίου. Αλλά λειτουργεί το ίδιο στο αφτί και εν συνεχεία στο συναίσθημα; Ρυθμικά, η φράση «της Ατης η απάτη» είναι συρτός, καλαματιανός, μπάλος. «Ατας απάτα» είναι ελέφαντας που τσαλαπατάει και ισοπεδώνει.

Μετέφρασα: της Ατης η απάτη. Και νικήθηκα κατά κράτος. Απέφυγα βέβαια το εννοιολογικά ορθότερο «Η Τύφλα που παραπλανά», όπως όμως θα έλεγε ο Φροστ, μετέφρασα τα πάντα αλλά όχι την ποίηση.

Αλήθεια, πώς θα μεταφραστεί ο στίχος του Ελύτη («Αξιον εστί»): «Τα κορίτσια η πόα της ουτοπίας»;