Ο Σελίν ήταν μεγάλος συγγραφέας, αλλά και μεγάλο κάθαρμα: υστερικός αντισημίτης και ρατσιστής, θλιβερός δωσίλογος, «γερμανοντυμένος», για να δανειστούμε έναν όρο από τη δική μας ιστορική εμπειρία. Ανάλογα σχόλια μπορεί να γίνουν για τον Πάουντ: κολοσσιαίος ποιητής, αλλά με εγκληματικά νηπιακή πολιτική σκέψη και έξαλλες θέσεις, τις οποίες διατύπωνε με έναν λόγο γεμάτο μοχθηρία.

Θα πει κανείς ότι δεν είναι ασυνήθιστο ένας μεγάλος λογοτέχνης να είναι αντιπαθητικός άνθρωπος. Τον Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα τον θέλαμε για φίλο μας. Ούτε είναι ασυνήθιστο ένας σπουδαίος, αισθαντικότατος κατά τα άλλα καλλιτέχνης, ποιητής ή συγγραφέας να ξεπέφτει σε πρωτόγονα, ακόμη και γελοία σχήματα, όταν προσπαθεί να υπερασπίσει τις ιδεολογικές επιλογές του. Ας θυμηθούμε την ωδή του Ρίτσου στα σοβιετικά τανκς που χορεύουν στην Κόκκινη Πλατεία. ΄Η τις φανατισμένες ανοησίες που έχει γράψει ο Παπαδιαμάντης εναντίον της θεωρίας του Δαρβίνου. Τέτοιες αντινομίες είναι παράδοξες, απογοητευτικές, σοκαριστικές, αλλά νά που υπάρχουν. Η ύπαρξή τους ενέπνευσε στον Δημήτρη Χατζή ένα καταπληκτικό διήγημα, με τίτλο «Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ».

Εκείνο που κάνει περιπτώσεις όπως του Σελίν και του Πάουντ ιδιαίτερα σοκαριστικές είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με αληθινά καθάρματα. Ο Πάουντ ήταν ένας γενναιόδωρος άνθρωπος, που βοήθησε ανυστερόβουλα πολλούς άλλους ποιητές να διακριθούν. Ο Σελίν, ο οποίος ήταν γιατρός, δεν δεχόταν χρήματα από τους φτωχούς ασθενείς του. Πώς μπόρεσαν τέτοιοι άνθρωποι να συμπορευθούν με τόσο θηριώδη, απάνθρωπα καθεστώτα; Ειδικά ο Σελίν δεν αφήνει καν υποψίες για ρατσιστικές ή ολοκληρωτικές πεποιθήσεις στο κορυφαίο έργο του, το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας». Εντελώς το αντίθετο: το μυθιστόρημα αυτό είναι μια σπαρακτική καταγγελία του μιλιταρισμού, της αποικιοκρατίας και της ωμότητας του εικοστού αιώνα.

Οπότε, τουλάχιστον στη συγκεκριμένη περίπτωση του Σελίν, η αντίθεση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον άνθρωπο παρουσιάζεται ακόμη πιο αινιγματική και προκλητική, γιατί παράγεται μόνο από μία «λεπτομέρεια»: μια αποκρουστική ιδεοληπτική εμμονή.

Ακόμη και άνθρωποι που χαμογελούν με την απλοϊκή αντίληψη ότι ένας μεγαλοφυής καλλιτέχνης δεν μπορεί παρά να είναι ηθικά ανώτερος- δίκαιος, ανιδιοτελής, πονόψυχος, μεγαλόψυχος κ.λπ.- και να έχει τις «σωστές» ιδέες δυσκολεύονται να απαλλαγούν τελείως από μια βαθιά ριζωμένη δοξασία, εγγεγραμμένη ίσως στη φυλετική μνήμη της ανθρωπότητας: ότι ο μεγάλος καλλιτέχνης, ο μεγάλος ποιητής επικοινωνεί άμεσα με το θείο ή με την ψυχή του Σύμπαντος, είναι σε θέση επομένως να αποκαλύψει την Αλήθεια, την απροσπέλαστη για τους κοινούς θνητούς. Είναι μια πρόληψη που έρχεται από τα βάθη της προϊστορίας, από την εποχή που ο μάγος, ο προφήτης, ο θεραπευτής και ο βάρδος ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο.

Αναμφίβολα ο μεγάλος καλλιτέχνης ή λογοτέχνης είναι ένα άτομο με ξεχωριστή ευαισθησία, χάρη στην οποία μπορεί να συλλάβει και να φανερώσει αλήθειες (ασφαλώς όχι την Αλήθεια) δυσδιάκριτες για τους άλλους. Το πώς αξιολογεί και θεωρητικοποιεί αυτές τις αλήθειες είναι όμως άλλο ζήτημα. Είπε ποτέ κανείς ότι ένας ασυνήθιστα ευαίσθητος άνθρωπος πρέπει οπωσδήποτε να έχει και υπέρτερη ικανότητα θεωρητικής σκέψης, ώστε να στοχαστεί σε βάθος αυτό που τον συγκλονίζει και να το εκλογικεύσει με πιο λεπτό, πιο περίτεχνο τρόπο από ό,τι οι άλλοι; Αν η λογοτεχνία είναι αισθαντικότερη από τη φιλοσοφία, σημαίνει τάχα αυτό απαραίτητα ότι έχει και εξυπνότερες ή πιο αξιόπιστες απαντήσεις στα προβλήματα της συνείδησης και της ζωής;

Ο Μπαλζάκ εξέθεσε στα μυθιστορήματά του με άφθαστη διεισδυτικότητα και ζωντάνια την παρακμή της τάξης των ευγενών και τον θρίαμβο των αστών στη γαλλική κοινωνία των αρχών του 19ου αιώνα. Ο Ένγκελς αναγνώριζε ότι καμία κοινωνιο λογική ή οικονομολογική μελέτη για την εποχή δεν θα μπορούσε να είναι τόσο αποκαλυπτική. Αλλά ο Μπαλζάκ ερμήνευε και αξιολογούσε τα φαινόμενα που τόσο λεπτά περιέγραφε από τη σκοπιά του αντιδραστικού: θλιβόταν για τον ξεπεσμό μιας τάξης με την οποία ήταν συναισθηματικά, πολιτικά και αισθητικά δεμένος, ταραζόταν για την άνοδο μιας άλλης τάξης, την οποία θαύμαζε από μερικές απόψεις και απεχθανόταν από πολύ περισσότερες. Και αυτή ακριβώς η συναισθηματική αναστάτωση ήταν η κινητήρια δύναμη που τον ώθησε να μελετήσει τόσο λεπτομερειακά τους ανθρώπινους τύπους της κοινωνίας του και τις μεταξύ τους σχέσεις, να εξιστορήσει τα δράματά τους με τόση ψυχογραφική διορατικότητα.

Ευαισθησία στην τέχνη σημαίνει να διακρίνεις σχήματα, αποχρώσεις, λεπτομέρειες απαρατήρητες για το κοινό βλέμμα, πλέγματα σχέσεων και συναφειών που ο κοινός άνθρωπος δεν υποψιάζεται ή αρνείται να κοιτάξει κατάματα. Όταν μιλάμε ειδικά για τη λογοτεχνία, αυτό μπορούμε να το πούμε και αλλιώς: σημαίνει να διαπιστώνεις στη ζωή βαθιές, εγγενείς αντιφάσεις, που ταράζουν τη συνείδηση, γιατί συγκρούονται με τις ανθρώπινες επιθυμίες και δεν διευθετούνται καθόλου εύκολα από τις ανθρώπινες αξίες και πεποιθήσεις, όποιες και αν είναι αυτές. Τις αντιφάσεις αυτές ο μεγάλος λογοτέχνης τις ιχνηλατεί και τις αναδεικνύει, αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τις αντιμετωπίζει στωικότερα ή πιο φιλοσοφημένα από ό,τι άλλοι άνθρωποι. Απεναντίας, μπορεί η ίδια η οξυμμένη ευαισθησία του να τον οδηγήσει ευκολότερα στην απόγνωση. Και τότε, αν δεν θέλει να βουλιάξει στην τρέλα, γαντζώνεται από την πρώτη σανίδα σωτηρίας που βρίσκει γύρω του (ή μέσα του): μια οσοδήποτε απλοϊκή πίστη, μια οσοδήποτε παράλογη έμμονη ιδέα.

Ο Σελίν συγκλονίστηκε από την πλήρη απογύμνωση του δυτικού πολιτισμού στο ξεκίνημα του «σύντομου εικοστού αιώνα», από την εκβαρβάρωση του ανθρώπου, την αναγωγή του σε μια μάζα σάρκας χωρίς αξία, με τυφλά ένστικτα και μηχανική συμπεριφορά. Το αποτέλεσμα ήταν πρώτα να μισήσει αυτό το πλάσμα και κατόπιν, επειδή κανένας δεν μπορεί να ζήσει μόνον από το μίσος του (όσο και αν ο παραλογισμένος, τελικά, Σελίν ισχυριζόταν το αντίθετο για τον εαυτό του), να ψάξει για μια δραστική απάντηση στο ερώτημα τι έφταιγε γι΄ αυτό το αβάσταχτο κατάντημα. Και τη βρήκε: οι Εβραίοι. Ήταν πράγματι η ανακουφιστικότερη απάντηση. Εκτός από αυτό, ήταν και έτοιμη- ακόμη και σήμερα είναι έτοιμη, όπως ξέρουμε.

Την περασμένη δεκαετία, θυμάμαι, η εθνική ομάδα μπάσκετ των ΗΠΑ, η λεγόμενη Dream Τeam, είχε στη σύνθεσή της έναν παίκτη (κατ΄ εξαίρεσιν λευκό) που λεγόταν Λάρι Μπερντ. Αυτός ο Μπερντ δεν διακρινόταν μόνο για την τεχνική του, αλλά προπαντός για τις πανέξυπνες κινήσεις και τοποθετήσεις του στο παρκέ. Όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν ο πιο έξυπνος Αμερικανός καλαθοσφαιριστής. Όλοι όμως όσοι τον γνώριζαν συμφωνούσαν, επίσης, ότι έξω από το παρκέ ήταν ένας κουφιοκεφαλάκης.

Δεν υπάρχουν μόνο στο μπάσκετ ιδιοφυΐες που έξω από το παρκέ της ειδικότητάς τους είναι πιο κουτοί από τον μέσο άνθρωπο, και πάντως όχι εξυπνότεροι. Μόνο που η κουταμάρα μερικών από αυτούς μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνη, γιατί η ιδιοφυΐα τους στον τομέα τους περιβάλλεται από μια μυθική αίγλη.