«Αν η θρησκεία είναι έμφυτη», έγραφε ο αιρετικός δημοσιογράφος, συγγραφέας και φίλος της Ελλάδας που πέθανε πέρυσι,«το ίδιο έμφυτη είναι και η αμφιβολία μας όπως και η περιφρόνησή μας για [αυτήν] την αδυναμία μας». Ο ίδιος ο Χίτσενς είχε γράψει ένα δοκίμιο με τον τίτλο: «Ο Θεός δεν είναι μεγάλος» (Εκδ. Scripta). Για να υποστηρίξει μάλιστα τον ισχυρισμό του διάλεξε μία σειρά από κείμενα εξαιρετικών στοχαστών, τα οποία καταδεικνύουν αυτό που ο ποιητής Σέλεϊ αποκάλεσε «αναγκαιότητα του αθεϊσμού».

Ο Χίτσενς ανθολόγησε και σχολίασε σκέψεις και επιχειρήματα 45 διακεκριμένων αμφισβητιών των θρησκειών –από τον Χομπς, τον Οργουελ και τον Φρόιντ μέχρι τον Μαρξ, τον Αϊνστάιν και τον Σάλμαν Ρούσντι –συνθέτοντας μια βίβλο του αθεϊσμού από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας. Απέναντι στον «αρχαιότερο εχθρό της ανθρωπότητας», τη θρησκεία, ο Χίτσενς αντιτάσσει την ιδέα ενός «ευρύτερου διαφωτισμού» που αναπτύσσεται -όχι απρόσκοπτα –ανά την υφήλιο. Θεμέλιά του αποτελούν τα κείμενα αυτού το βιβλίου.

Εδώ, ο ατομιστής Λουκρήτιος μιλά «για τη φύση των πραγμάτων» και υπενθυμίζει πώς «από στοιχεία γεννιέται το καθετί και πώς μπορεί όλα να γίνονται χωρίς θεϊκή δράση», ο εμπειριστής Ντέιβιντ Χιουμ εξετάζει τις κακές επιρροές των θρησκειών πάνω στην ηθική και αποδομεί τη «δεισιδαίμονα ευλάβεια και λατρεία», ο νομπελίστας και εχθρός του γαλλικού κληρικαλισμού Ανατόλ Φρανς μάς προτρέπει να μιλάμε όχι για θαύματα αλλά για τα εκπληκτικά φαινόμενα της φύσης, ενώ ο βρετανός μυθιστοριογράφος Ιαν Μακ Γιούαν υπενθυμίζει στους πιστούς ότι ακόμη και αν υπάρχει ο «πανάγαθος και άγρυπνος προσωπικός θεός», είναι απρόθυμος να επέμβει. Μπαρούχ Σπινόζα, Τζον Στιούαρτ Μιλ, Τζόζεφ Κόνραντ, Εμα Γκόλντμαν, Μπέρτραντ Ράσελ, Φίλιπ Λάρκιν, Ρίτσαρντ Ντόκινς, Ντάνιελ Ντένετ, Στίβεν Γουάινμπεργκ και πολλοί ακόμη επιστήμονες και στοχαστές συμπληρώνουν το μωσαϊκό της αθεΐας, με κείμενα που περισσότερο διαφωτίζουν παρά ποδηγετούν και κατευθύνουν.

Ο ίδιος ο Κρίστοφερ Χίτσενς (1945 – 2011) θεωρεί πως η θρησκεία είναι παράλογη και ανήθικη καθώς απαιτεί το μέγιστο της δουλικότητας και της ταπείνωσης –είσαι αμαρτωλός και γι’ αυτό πρέπει να υπακούς σε έναν αυστηρό δημιουργό –αλλά παράλληλα θέτει τον καθένα στο κέντρο του Σύμπαντος καθιστώντας τον μέρος ενός θείου σχεδίου. Αν ο πιστός προβεί στις σωστές «εξιλεωτικές κινήσεις» θα διαπιστώσει ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι το φοβερό, πως μέσω της πίστης του μπορεί να τον ξεπεράσει αναιρώντας τους κανόνες του φυσικού αφανισμού. Η θρησκεία, σχολιάζει ο Χίτσενς, υπήρξε η πρώτη και η χειρότερη απόπειρα της ανθρώπινης φυλής να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα και εξελίχθηκε σε «χειροπέδη του νου», για να καταλήξει να αποτελεί ένα σύνολο απίθανων αξιώσεων, που πλέον «ικανοποιούν την έμφυτη ηλιθιότητά μας και την προθυμία μας να πειστούμε, παρά τις περί του αντιθέτου μαρτυρίες, ότι είμαστε πράγματι το κέντρο του Σύμπαντος και ότι όλα διευθετήθηκαν έχοντας εμάς κατά νου».