Θα μπορούσε να είναι το κοινότοπο δράμα – ή η ιλαροτραγωδία – μιας μεσοαστικής νεοελληνικής οικογένειας: δυο αδέλφια που μαλώνουν «για ντουβάρια», δεσμευμένα από τον «εξ αδιαιρέτου» οικογενειακό δεσμό σε μια συμβατική λογική αξιοποίησης της ιδιοκτησίας. Oταν η κυριότητα της περιουσίας συνυφαίνεται άρρηκτα με τη διαιώνιση του οικογενειακού ονόματος μέσω της ιδιοκτησιακής, επιχειρηματικής αρρενωπότητας, εδώ δεν διακυβεύεται τίποτε λιγότερο από τις απολαύσεις και τα τραύματα του ανήκειν. Οικείες στιχομυθίες, στιχομυθίες οικειότητας: «Να τα νοικιάσουμε ή μήπως να τα πουλήσουμε;». «Κι αν χάσουν την αξία τους;». «Ποια θα ήταν η καλύτερη αξιοποίηση;». «Εσύ φταις. Καλά σου έλεγα εγώ…». Οπως λέει και ο ένας από τους ήρωες του Αντονά: «Δεν είναι λογαριασμοί αυτοί που κάνεις».

Τι γίνεται όμως όταν δεν βγαίνει ο λογαριασμός και τα κτίσματα δεν αποδίδουν; Μπορεί να αποτιμηθεί διαφορετικά ο αδελφικός – κοινωνικός δεσμός, πέραν της κοινότοπης αυταπάτης του αγοραίου; Πώς αξιοποιείται το μη αξιοποιήσιμο; Πώς υπολογίζεται η έλλειψη;

Αυτή η διαπάλη γύρω από το διαφεύγον νόημα του κατέχειν και τη ματαιωμένη επιθυμία της κατοχής του νοήματος φορτίζεται ιδιαίτερα από το γεγονός της αδελφικής αναμέτρησης: δύο αδέλφια – Αργύρης και ο Πορφύρης – μαλώνουν για την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας τους, καθώς μοιράζονται την οικειότητα και τη συνενοχή μιας μάταιης συνεννόησης. Ο καθένας είναι ακλόνητα βέβαιος για την οικονομική και ορθολογική αξία του δικού του σχεδίου για τη διαχείριση της κοινής ιδιοκτησίας. Φιλιώνουν όμως χάριν μιας θεμελιακής απώθησης, χάριν του φετιχισμού της αξιοποίησης. Το θεατρικό κείμενο διατρέχεται από τον αγώνα υπολογισμού μιας ενδεχόμενης αξίας: «- Οχι δύο… Τι ‘πες; / – Λέω: όχι δύο./ – Οχι δύο;/ – Οχι δύο./ – Πόσα έδωσες;». Ωστόσο, ο υπολογισμός της αξίας του κτισίματος και του γκρεμίσματος, των κερδών και των ζημιών, αστοχεί: «- Να υπολογίσουμε. / – Τι να υπολογίσουμε; Πώς να υπολογίσουμε; Αυτό δεν γίνεται, Αργύρη».

Κι έτσι αυτό που δεν έχει μετρηθεί, αυτό που δυσκολεύει τη μοιρασιά, αυτό που ούτε χτίζεται ούτε γκρεμίζεται, στοιχειώνει το σκηνικό. Αυτό είναι που φέρνει τα αδέλφια μπροστά σε ένα δυσεπίλυτο, αλλόκοτο αίνιγμα: ένας παράξενος άνθρωπος νοικιάζει μερικά από τα ετοιμόρροπα κτίσματά τους, υπό τον όρο να έχει το δικαίωμα να τα κατεδαφίσει. Τα δύο αδέλφια προσπαθούν να εξιχνιάσουν το κρυμμένο νόημα: τα σκοτεινά κίνητρα του ξένου που πλουτίζει εις βάρος τους προσθέτοντας δεσμευτικές ρήτρες στο συμβόλαιο. Είναι ο κύριος Φρέρης – αυτός που αξιοποιεί γκρεμίζοντας, ο ευκατάστατος φύλακας της χωματερής όπου εναποτίθενται τα μπάζα. Οπως προδίδει ειρωνικά και το «ξενόφερτο» όνομά του, είναι ο αδελφός, ο ξένος αδελφός, ο μεγάλος άλλος αδελφός. Ο μυστηριώδης ενοικιαστής, ο ξένος, ο αποξενωμένος που επιστρέφει, ο οικείος ξενιστής που καταστρέφει το σώμα – τον οικογενειακό οίκο – που ενοικεί. Και το σημαντικότερο: είναι αυτός που πληρώνει για να καταναλώνει καταστροφικά – να κατεδαφίζει – αυτό τον οίκο.

Παραμένοντας πιστά στη φαντασίωση της κερδοφόρας απόδοσης, τα δύο αδέλφια – συνιδιοκτήτες αναλαμβάνουν δράση. Αναλαμβάνοντας οι ίδιοι πια, οικειοθελώς, τη μάταιη άσκηση του γκρεμίσματος, σε μια εξοντωτική προσπάθεια αποκάλυψης του τεχνάσματος και αποσυναρμολόγησης του μηχανισμού της καταστροφικής εκμετάλλευσης. Κατεβάζουν τους σοβάδες από τα ετοιμόρροπα σπίτια τους, γκρεμίζουν τις ψευδοροφές, σωρεύουν τεράστιους σωρούς μπάζα στο σαλόνι του σπιτιού τους. Αναζητούν απεγνωσμένα κάτι που να αξίζει: κάποιο πολύτιμο μέταλλο, ίσως, που να μπορεί να εξαχθεί από την ευτέλεια των δομικών υλικών. Επενδύουν με κωμική αφοσίωση στα χώματα και τους σοβάδες, μέχρι που φτάνουν τα συνεργεία κατεδάφισης. Το ερώτημα αν κρύβουν κάτι πολύτιμο τα μπάζα παραμένει ανενεργό, αμφίρροπο. Το σχέδιο των αδελφών έχει αποτύχει.

Ο χώρος παύει να χρησιμοποιείται όπως προβλέπει η σκηνογραφία του. Η προσδοκία του απρόσμενου φαίνεται προς στιγμή να αναταράσσει την οικονομική τυπολογία και τη συμβατική λογική της. Δεν υπάρχει όμως τελικά ούτε κάποιο εξωτερικό σχέδιο – κάποιο κόλπο του Φρέρη – ούτε μια λανθάνουσα, υποσχόμενη διαφορά του υλικού -κάποιο κρυμμένο πολύτιμο μέταλλο. Μόνο η πεζότητα και η διαρκής αστοχία μιας φαντασίωσης.

Η Αθηνά Αθανασίου είναι επίκουρη καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο