Στα εθνικά θέματα υπάρχουν δύο αλήθειες: η δική μας και του «άλλου». Η κάθε πλευρά αγαλλιάζει εκφράζοντας ή διαβάζοντας αυτό που πιστεύει. Αλλά μια τέτοια «εθνική» προσέγγιση δεν βοηθά να επιλυθούν, αλλά ούτε καν να κατανοηθούν τα προβλήματα. Συμβάλλει μόνο στη διαιώνιση του διαλόγου κωφών και της αρνητικής εικόνας της χώρας. Ο Αλέξης Ηρακλείδης ακολουθεί διαφορετικό δρόμο
Κάποτε είχα υποστηρίξει ότι μου αρκεί να διαβάσω μια παράγραφο σχετικά με τα ελληνοτουρκικά, σε μια ουδέτερη γλώσσα, για να καταλάβω αν ο γράφων είναι Ελληνας ή Τούρκος. Βέβαια αυτό ήταν μομφή κατά της μονόπλευρης παρουσίασης των θεμάτων. Τα παραδοσιακά αυτά κείμενα δεν έχουν καμία εγκυρότητα διεθνώς και μακροπρόθεσμα μόνο βλάπτουν.

Στον ακαδημαϊκό χώρο τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια υπέρβαση της στείρας πρακτικής. Το Ελλάδα και Τουρκία, Πολίτης και Εθνος Κράτος των Θ. Δραγώνα και F. Βirtek (επιμέλεια) (Αλεξάνδρεια 2006) και Το Βάσανο της Ιστορίας, Ο εθνικισμός στην Ελλάδα και στην Τουρκία, των U. zkirimli και Σπ. Σοφού (Καστανιώτης, 2008), τα οποία κυκλοφόρησαν και στα ελληνικά, είναι δύο δείγματα αυτής της πρωτοπορίας. Το αγγλόφωνο βιβλίο του Α. Ηρακλείδη- που δεν αποτελεί μετάφραση του βιβλίου του Ασπονδοι Γείτονες, Ελλάδα- Τουρκία :Η διένεξη του Αιγαίου(Σιδέρης, 2007)- πραγματεύεται διεξοδικά όλα τα θέματα της διένεξης του Αιγαίου: υφαλοκρηπίδα, αιγιαλίτιδα ζώνη, εθνικός εναέριος χώρος, αποστρατικοποίηση των νησιών, «γκρίζες ζώνες», έλεγχος του διεθνούς εναέριου χώρου, επιχειρησιακός έλεγχος ΝΑΤΟ.

Ο συγγραφέας προσεγγίζει όλα τα θέματα- ιστορικά, τεχνικά και νομικά. Αλλά το σημαντικό είναι, όπως γράφει στον πρόλογό του, ότι ελπίζει ο «αναγνώστης που δεν θα ξέρει το όνομά μου να μην καταλάβει με την πρώτη ανάγνωση ότι γράφει ένας Ελληνας». Πρόκειται για την συνειδητή παραδοχή ότι η εθνική μας ταυτότητα περιορίζει την αντικειμενικότητά μας. Πιστεύω ότι η επιτυχία του βιβλίου οφείλεται σε αυτήν την αυτογνωσία που εξασφαλίζει την εγρήγορση και τελικά την αντικειμενικότητα, σε αυτήν τη «σοφία» που τόσο σπανίζει.

Με αυτή τη μελέτη ο Ηρακλείδης προσπαθεί- και το επιτυγχάνει – να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν βαθύτερα αίτια, πέρα από τα ιστορικά, οικονομικά και νομικά, που συμβάλλουν στη διαιώνιση της διένεξης μεταξύ των δύο χωρών στο Αιγαίο.

Οι δύο λαοί ή για την ακρίβεια τα δύο έθνη, που λόγω πολλών παραμέτρων τελικά διαμορφώνουν δύο εχθρικά στρατόπεδα «ταυτοτήτων», αδυνατούν να αναπτύξουν μια ορθολογική πορεία επίλυσης των διαφορών.

Φόβοι και φοβίες, καχυποψία και προκαταλήψεις, αλλά και έλλειψη γνώσης σχετικά με τον «άλλο» αποτελούν εμπόδια στα ήδη περίπλοκα θέματα.

Λόγω αυτής της διάστασης της μελέτης γίνονται έμμεσα κατανοητά και άλλα αδιέξοδα των ελληνοτουρκικών διαφορών όπως π.χ. τα μειονοτικά και το Κυπριακό. Γιατί αυτή η δυστοκία για τόσες δεκαετίες; Επίσης ο «ανθρώπινος» παράγοντας, που εντυπωσιακά αγνοείται σε άλλες παρεμφερείς εργασίες, έρχεται εδώ στο προσκήνιο. Τα προβλήματα δεν πηγάζουν από τα θέματα, αλλά τα προβληματικά θέματα πηγάζουν από τους ανθρώπους. Ποιοι και με ποιες αντιλήψεις χειρίζονται τα ελληνοτουρκικά στις δύο χώρες; Είναι μόνο τεχνικές και νομικές οι διαφορές που τόσο μας κόστισαν και μας κοστίζουν; Ο Ηρακλείδης αναφέρεται στους παράγοντες, Ελληνες και Τούρκους, που χειρίστηκαν τις σχετικές διαπραγματεύσεις, και με σαφήνεια και με θάρρος (που δεν χαρακτηρίζει όλους τους μελετητές) κρίνει.

Το βιβλίο τουχωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Πρώτα παρουσιάζεται το πώς τα δύο έθνη απέκτησαν μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο τις εθνικές τους αφηγήσεις και τους μύθους σχετικά με τον «άλλο». Βλέπουμε πώς διαμορφώθηκαν οι σχετικές πεποιθήσεις για τους σκοπούς του «άλλου», εκατέρωθεν. Στο δεύτερο μέρος γνωρίζουμε το ιστορικό της διένεξης του Αιγαίου και των διπλωματικών πρωτοβουλιών των τελευταίων δεκαετιών. Το τρίτο μέρος αναφέρεται στη νομική πλευρά όλων των διενέξεων του Αιγαίου. Το τι θα μπορούσε να αποτελέσει μια λύση το διαβάζουμε στο τέταρτο μέρος.

Η μελέτη δεν περιορίζεται στο να καταγράψει, ερμηνεύσει και κρίνει, αλλά προτείνει και λύσεις. Ρεαλιστικές και αντικειμενικές που η «άλλη» πλευρά θα ενδιαφερόταν να τις συζητήσει. Θα πρέπει να γίνει αντικείμενο μελέτης και συζήτησης και στην Ελλάδα.