Οι Πόντιοι απασχολούν ξανά τη δημόσια συζήτηση- αυτή τη φορά όχι με τα παρωχημένα «ποντιακά ανέκδοτα». Οι συγκεντρώσεις «μνήμης» των ποντιακών συλλόγων, η λειτουργία στην Παναγία Σουμελά και οι αντιπαραθέσεις γύρω από την «ποντιακή γενοκτονία», τον «συνωστισμό στη Σμύρνη», την αναψηλάφηση της Δίκης των Εξι, υπενθυμίζουν τα ανοιχτά ζητήματα που έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική κοινωνία. Πώς λ.χ. από τη σιωπή για τις «σταλινικές διώξεις» φτάσαμε στις κορόνες για 300.000 εκτοπισμένους και δεκάδες χιλιάδες εκτελεσμένους;


Οι μαθητές και μαθήτριες, ντυμένοι με τις φουστανέλες τους και τα καλά τους, κοιτούν τον φωτογραφικό φακό με τη σοβαρότητα που συνηθίζεται στις εορταστικές περιστάσεις. Μία τυπική φωτογραφία ενός ελληνικού σχολείου. Ο τόπος, η περίσταση και ο διάκοσμος ανατρέπουν τις βεβαιότητες. Στον τοίχο μία φωτογραφία του γενικού γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης, του Στάλιν, το ημερολόγιο γυρισμένο στην 1η Μαΐου. Το ελληνικό τμήμα του Παιδικού Σταθμού στο Σοχούμι της ΕΣΣΔ εορτάζει, τη δεκαετία του 1930, την «Κόκκινη Πρωτομαγιά». Σήμερα, στην πρωτεύουσα της Αμπχαζίας μερικοί ηλικιωμένοι έχουν μείνει να θυμίζουν τη μακρά παρουσία του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή. Από το 1989 οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Σοβιετικής Ενωσης έχουν γίνει κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, ύστερα από την έλευση χιλιάδων προσφύγων από τη Γεωργία, την Αμπχαζία, το Ουζμπεκιστάν και την Αρμενία. Η εγκατάστασή τους παρήγαγε εντάσεις και αντιδράσεις, που θυμίζουν την υποδοχή των προσφύγων του 1922, όταν ο φόβος των «τουρκόσπορων» εξέφραζε την καχυποψία των ελλαδικών πληθυσμών σε μία εποχή κρίσης και ανασφάλειας. Στη δεκαετία του 1990 οι μειωτικές αναφορές στους «ρωσοπόντιους», η περιθωριοποίηση στις παρυφές των αστικών κέντρων, ο ρατσισμός, τα προβλήματα της καθημερινότητας καθόρισαν τις κοινωνικές και οικονομικές διακρίσεις που υφίσταται ακόμα και σήμερα σημαντικό τμήμα των προσφυγικών πληθυσμών. Συχνά η συζήτηση για τους πόντιους πρόσφυγες εξελίσσεται δίχως τους ίδιους. Τα αστικά κόμματα αλληλοκατηγορούνται για αθρόες «ελληνοποιήσεις», ερίζουν για τα θέματα της υπηκοότητας, ενώ πολιτευτές και οργανώσεις διεκδικούν τις επιχορηγήσεις που δόθηκαν για την προσφυγική αποκατάσταση. Οι προσπάθειες πατερναλιστικής διαχείρισης, πολιτικής και οικονομικής, ενός δυναμικού- ηλικιακά και κοινωνικά- πληθυσμού, σχετίζονται με τις ρητορικές εξάρσεις γύρω από την ιστορία του ποντιακού ελληνισμού. Οι περιπέτειες των Ποντίων γεννούν πάθη και συναισθηματικές ταυτίσεις- πράγμα κατανοητό, όταν αναλογιστούμε τις εμπειρίες της προσφυγιάς αλλά και τις συνθήκες εγκατάστασης στην Ελλάδα.

Ταυτόχρονα όμως είμαστε μάρτυρες μίας ανησυχητικής τάσης, όπου τα ζητήματα της ιστορικής μνήμης διαπλέκονται με εθνικιστικά αιτήματα και συντηρητικές πολιτικές. Ενα σύμπαν ιστοσελίδων, εκδόσεων και συλλόγων αντιμετωπίζει την ιστορία του ποντιακού ελληνισμού αποκλειστικά ως μία ιστορία διώξεων και κατατρεγμών, παράγοντας ποικίλες στρεβλώσεις και υπερβολές. Η ρητορική αυτή εγκλωβίζει τους Ποντίους σε μια λογική θυματοποίησης και εσωστρέφειας. Και υποτιμά τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες εντός των οποίων διαμορφώθηκαν και πορεύθηκαν οι ποντιακοί πληθυσμοί στις δημοκρατίες της Σοβιετικής Ενωσης.

Οι ελληνόφωνοι της νεαρής Σοβιετικής Ενωσης συμμετείχαν στις κοινωνικές διεργασίες στα χρόνια της Επανάστασης του 1917. Αλλοι στο πλευρό των μπολσεβίκων, άλλοι αδιαφορώντας για την πολιτική και ενδιαφερόμενοι για τις εμπορικές τους δραστηριότητες, άλλοι στο πλευρό μικρότερων σοσιαλιστικών ομαδοποιήσεων. Η κινητικότητα αυτή αποτυπώνεται στην πλούσια εκδοτική παραγωγή, στις δραστήριες κομματικές οργανώσεις, στις αναζητήσεις για το μέλλον μίας εθνοτικής ομάδας στο πλαίσιο της πολυεθνοτικής κρατικής οντότητας, η συγκρότηση της οποίας βασίστηκε στην προσδοκία μίας τομής στην έως τότε ανθρώπινη ιστορία. Η πολιτική των μπολσεβίκων έναντι των εθνοτήτων παρείχε τις προϋποθέσεις για την κυκλοφορία ελληνόφωνων εφημερίδων, τη λειτουργία ελληνικών σχολικών μονάδων, την έκφραση της καλλιτεχνικής δημιουργίας με έργα στα ελληνικά. Η δραστηριότητα αυτή σταμάτησε στα τέλη της δεκαετίας του 1930, όταν ελληνόφωνα κομματικά στελέχη δικάστηκαν, ανεστάλη η έκδοση των εφημερίδων και έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία. Τμήμα των ελληνόφωνων πληθυσμών εκτοπίστηκε από τις εστίες του προς τα βάθη της ΕΣΣΔ, ενώ ανάλογες πληθυσμιακές μετακινήσεις καταγράφηκαν το 1942 και το 1949. Αυτά ακριβώς τα ζητήματα αναδεικνύουν δύο πρόσφατες ιστορικές μελέτες: το βιβλίο του Βλάση Αγτζίδη και το έργο του Αναστάση Γκίκα που προσεγγίζουν το θέμα με διαφορετική οπτική, αλλά κοινές αδυναμίες. Και όμως, η δύσκολη μοίρα των μειονοτικών πληθυσμών τις παραμονές του παγκοσμίου πολέμου, μία εμπειρία ιδιαίτερα σύνθετη εντός και εκτός Σοβιετικής Ενωσης θα μπορούσε να συμβάλει στην κατανόηση των μετασχηματισμών μίας κοινωνίας με έντονες αντιπαραθέσεις και κλυδωνισμούς. Αντί αυτού, η συζήτηση μένει στα όρια της αναζήτησης μιας ελληνικής ή ποντιακής ιδιαιτερότητας.