Mε το Απόψε δεν έχουμε φίλους η από καιρό αναμενόμενη λογοτεχνική ενηλικίωση της Σοφίας Νικολαΐδου είναι επιτέλους γεγονός. Την περιμέναμε με αδημονία κι εντεινόμενη ανησυχία για την καθυστέρησή της, επειδή η Νικολαΐδου είχε δείξει από το ξεκίνημά της ότι είναι μια από τις πιο προικισμένες, τις πιο πολύτροπα ευαίσθητες φωνές στη νεότερη πεζογραφία μας και είχαμε βάλει ψηλά, ίσως υπερβολικά ψηλά, τον πήχη για τις επόμενες προσπάθειές της.

Ας θυμηθούμε εν τάχει. Πρωτοεμφανίστηκε το 1997, 29χρονη, με το Ξανθιά πατημένη, μια συλλογή σύντομων διηγημάτων, που εντυπωσίαζαν με το νεύρο, την αψιά φρεσκάδα και το υπόγειο πάθος του ύφους. Δύο χρόνια αργότερα έδωσε μια παρόμοια συλλογή, με τίτλο Ο φόβος θα σε βρει και θα΄σαι μόνος. ΄Επειτα, το 2002, επιχείρησε το πέρασμα στη μεγάλη φόρμα με το Πλανήτης Πρέσπα, μια φιλόδοξη, αλλά χωρίς ισορροπία και προσανατολισμό σύνθεση πανεπιστημιακού μυθιστορήματος, λαϊκού θρύλου και μεταμοντέρνας παρωδίας. Το 2006 ακολούθησε το μυθιστόρημα Ο μωβ μαέστρος, περισσότερο προσωπικό, αλλά μ΄ εμφανή και πάλι την έλλειψη προσανατολισμού και συνοχής. Ένα αυθεντικό ταλέντο φαινόταν ημιανάπτυκτα στάσιμο, πελαγωμένο, χαμένο, όπως τόσα άλλα στη σύγχρονη λογοτεχνία μας.

Τόσο θεαματικότερη είναι η ανάκαμψη ή, ορθότερα ίσως, η ωριμότητα που κατακτήθηκε χάρη στην επεξεργασία των προηγούμενων αστοχιών. Σ΄ ένα σχετικά μικρής έκτασης μυθιστόρημα, όπως είναι το Απόψε δεν έχουμε φίλους, η Νικολαΐδου, με ζηλευτή οικονομία έκφρασης (κάτι πολύ σπάνιο στα μυθιστορήματα που βγαίνουν σήμερα στη χώρα μας), κατορθώνει μια δύσκολη αφηγηματική σύνθεση, η οποία καλύπτει χρονικά μισόν αιώνα νεότερης ελληνικής Ιστορίας, μοιράζει την προσοχή της σε πολύ διαφορετικούς ανθρώπους διαφορετικών γενεών και συμπλέκει με πειστικό τρόπο τις τύχες τους σ΄ έναν μύθο-σχόλιο για τις σχέσεις Ιστορίας, πολιτικής ταυτότητας και προσωπικού ήθους στην ειδική περίπτωση της σύγχρονης ελληνικής εμπειρίας.

Αναλυτικότερα, η Νικολαΐδου πετυχαίνει σ΄ αυτό το μυθιστόρημα τρία πράγματα: α) να στήσει ζωντανούς, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, με φωτοσκιάσεις, αντιφάσεις και απρόβλεπτη δυναμική της συμπεριφοράς· β) να παρουσιάσει τρεις διαδοχικές γενιές ανθρώπων όχι με τον συνήθη σε τέτοιες περιπτώσεις ιδεοτυπικό τρόπο (όπου κάθε γενιά περιγράφεται ως δέσμια της προηγούμενης, είτε αναλαμβάνοντας να εξοφλήσει τους λογαριασμούς εκείνης είτε μετακινούμενη από οργή ή ενοχές στον αντίποδά της) αλλά αναδεικνύοντας πολύπλοκες και συχνά αναπάντεχες οργανικές σχέσεις ανάμεσα στα μέλη τους, τα οποία (άλλη μια διαφορά από την πεπατημένη) έχουν ολοκληρωμένη ατομικότητα· και γ) να συνοψίσει την ελληνική περιπέτεια (προπαντός την περιπέτεια των συνειδήσεων) από την Κατοχή ώς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 διαλέγοντας ως παραδειγματική περίπτωση τις διεργασίες εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας της Θεσσαλονίκης το ίδιο διάστημα.

Πυρήνας του μύθου στο Απόψε δεν έχουμε φίλους είναι η αναμέτρηση, τα χρόνια του ΄80, ανάμεσα στον καθηγητή της Ιστορίας Αστερίου και τον μεταπτυχιακό φοιτητή του Σουκιούρογλου. Ο πρώτος είναι χαρισματικός, εκρηκτικός, αιχμηρά γοητευτικός, αλλά επίσης ισχυρογνώμων κι εγωπαθής, ο δεύτερος χαμηλών τόνων, συνεσταλμένος, σχεδόν άχρωμος, αλλά με ήρεμο σθένος κι ερευνητικό πάθος. Και οι δύο έχουν πληβειακή καταγωγή, σπούδασαν με στερήσεις, προχώρησαν χάρη στην επιμονή τους (η οποία, στην περίπτωση του Αστερίου, μετέρχεται και το όπλο του τακτικισμού). Αλλά η στάση τους απέναντι στην επιστήμη τους είναι διαφορετική. Ο πρώτος κηρύσσει τη «στρατευμένη» ανάγνωση της Ιστορίας, απορρίπτοντας ως φενάκη την επιστημονική ουδετερότητα, ο δεύτερος πιστεύει στη σημασία των κρυμμένων λεπτομερειών που φέρνει στο φως η ενδελεχής αρχειακή έρευνα. Ο Σουκιούρογλου αναλαμβάνει να εκπονήσει, υπό την εποπτεία του Αστερίου, διδακτορική διατριβή με θέμα (ακανθώδες) τους δωσίλογους της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο της Κατοχής. Το συμπέρασμα όμως στο οποίο θα καταλήξει, ότι η δεξαμενή του δωσιλογισμού είχε πιο ετερόκλιτο περιεχόμενο απ΄ όσο θέλει η ιδεολογικά κυρίαρχη ερμηνεία, δεν θ΄ αρέσει καθόλου στον Αστερίου… Γύρω από αυτά τα δύο πρόσωπα κινούνται άλλοι χαρακτήρες που, χάρη στη ζωηρή απόδοσή τους και την αλληλοσυσχέτισή τους από τη συγγραφέα, μετά βίας θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε δευτερεύοντες: η γιαγιά του Σουκιούρογλου Νίνα, λαϊκή γυναίκα με τραυματικά βιώματα και αστείρευτο ψυχικό πλούτο· ο γηραιός καθηγητής Εξάγγελος, αμετανόητος εθνικοσοσιαλιστής· ο μαυραγορίτης Σκίρπας και ο διαβολικός Ατματσίδης ή «φον Ασμάς», συνεργάτες του στην Κατοχή· ο Ντόκος, προικισμένος φοιτητής εκείνα τα χρόνια, ο οποίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές του εξαιτίας της ηθικά γενναίας, αλλά πολιτικά ακάλυπτης στάσης του, για να καταλήξει ματαιωμένος υπαλληλάκος και δεξιός· η κόρη του Φανή, ανήσυχη φοιτήτρια μ΄ ευαισθησίες αβόλευτες στο αριστερό πολιτικό σχήμα όπου είναι ενταγμένη· ο φίλος της Στράτος, πασόκος συνδικαλιστής φοιτητής, καιροσκόπος, μάστορας της συναλλαγής με τους καθηγητές του με σκοπό την ακαδημαϊκή ανέλιξή του· και άλλοι, και άλλοι. Η αφήγηση παλινδρομεί ανάμεσα στο πριν και το μετά, ανάμεσα στην περίοδο της Κατοχής και τη δεκαετία του 1980, σμιλεύοντας σιγά σι γά την προσωπικότητα των χαρακτήρων και αντιπαραθέτοντας συνεχώς τα δύο άκρα του χρονικού φάσματος, για ν΄ αποτυπώσει ευκρινέστερα την εξέλιξή τους. Η Νικολαΐδου, με το νευρώδες, σπιντάτο ύφος που τη χαρακτήριζε και στα προηγούμενα βιβλία της (αλλά εδώ ωριμότερο, απαλλαγμένο από τους σποραδικούς ακκισμούς), εκθέτει φαινομενικά ουδέτερα τη συμπεριφορά των ηρώων της, σεβόμενη απόλυτα την υποκειμενικότητά τους. Η πραγματική στάση της όμως διακρίνεται όχι μόνον από τους ειρωνικούς τίτλους των επιμέρους ενοτήτων, που χρησιμοποιούν στίχους από το γνωστό εμβατήριο «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», αλλά προπαντός από την τύχη που επιφυλάσσει στους θετικούς ήρωές της. Όπως ο Ντόκος εμποδίστηκε να συνεχίσει τις σπουδές του και αντί για λαμπρός επιστήμονας κατάντησε ασήμαντος δημόσιος υπάλληλος, έτσι και ο Σουκιούρογλου, σαράντα χρόνια αργότερα, υποχρεώνεται ν΄ αποχαιρετήσει τις ακαδημαϊκές φιλοδοξίες του και να γίνει δάσκαλος σε φροντιστήριο, ενώ η Φανή εγκαταλείπει απογοητευμένη τις σπουδές της και γίνεται τραγουδίστρια του έθνικ στην Αθήνα. Τίποτα δεν έχει αλλάξει στην Ελλάδα, μοιάζει να μας λέει η συγγραφέας. Οι άξιοι, οι ακέραιοι εξοβελίζονται από το σύστημα, οι δημαγωγοί σαν τον Αστερίου και οι οπορτουνιστές σαν τον Στράτο σκαρφαλώνουν στην κορυφή. Όπως διερωτάται η ίδια στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «Ποιος μας βεβαίωσε, παρακαλώ, πως αυτή η χώρα ποτέ δεν πεθαίνει;» Μπορούμε τώρα να καταλάβουμε καλύτερα την έμπνευση της Νικολαΐδου να προβάλει ολόκληρη την αφήγηση για την περίοδο 1941- 1989 στις πύρινες ανταύγειες μιας πολύ μεταγενέστερης ιστορικής στιγμής, με την οποία ανοίγει και κλείνει το βιβλίο. Και η στιγμή αυτή δεν είναι άλλη από τον Δεκέμβριο του 2008. Καθώς οι έξαλλοι διαδηλωτές εισβάλλουν στο πανεπιστήμιο σπάζοντας και καίγοντας, ένας από τους ακυρωμένους ήρωες του μυθιστορήματος τους ακολουθεί. Αλλά, ενώ περίμενε να νιώσει ηδονή βλέποντας τα βιβλία να τυλίγονται στις φλόγες, το τσίριγμά τους καθώς καίγονται τού προκαλεί απόγνωση. ΄Επειτα απ΄ όσα έχουν προηγηθεί, η καταστροφική μανία των εισβολέων μάς φαίνεται κατανοητή. Αλλά η αντιφατική στάση του Σουκιούρογλου απέναντι στην πυρπόληση των αλλοτινών ονείρων του αντανακλά το αδιέξοδο μιας Ελλάδας παραδομένης στον καταποντιστικό φαύλο κύκλο της.

Ενα μόνο πράγμα εμποδίζει αυτό το μυθιστόρημα ν΄ αγγίξει τα όρια ενός μικρού αριστουργήματος. Το κρίσιμο πόρισμα της διατριβής του Σουκιούρογλου, ότι η πραγματική γενεαλογία του δωσιλογισμού στη Θεσσαλονίκη διαφέρει από την κυρίαρχη, βολική εκδοχή της, δεν στηρίζεται από το ίδιο το μυθιστόρημα. Απεναντίας μάλιστα, η εικόνα που δίνει η Νικολαΐδου μοιάζει να επιβεβαιώνει αυτή την εκδοχή: οι δωσίλογοι ήταν είτε φασίστες είτε ρεμάλια του υποκόσμου. Αυτό, βέβαια, δεν εκτρέπει το μυθιστόρημα από τον απώτερο στόχο του. Διαταράσσει όμως την εσωτερική λογική του. Αν ο δογματικός Αστερίου έβλεπε πιο σωστά από τον επιμελή, φιλέρευνο, χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες Σουκιούρογλου, δεν θα μπορούσε άραγε να πει κανείς ότι ο τελευταίος ήταν άξιος της τύχης του και ότι η εξουσία της ορθοδοξίας δικαιώθηκε απέναντι στην αιρετική αμφισβήτησή της;

Δεν θα θέλαμε να πιστέψουμε κάτι τέτοιο. Ούτε η Νικολαΐδου, νομίζω, θα το ήθελε. Μάλλον μια απρόσεχτη κοντυλιά χάλασε λίγο το άψογο σχέδιο.