ΣΤΙΣ «ΛΕΞΕΙΣ», ΤΟ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟ, ΝΟΜΙΖΩ, Ο ΖΑΝΠΟΛ
ΣΑΡΤΡ ΓΡΑΦΕΙ ΤΗ ΦΟΒΕΡΗ
ΦΡΑΣΗ: «ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ…»
ΚΑΙ ΕΝΝΟΕΙ ΠΡΟΦΑΝΩΣ
ΟΤΑΝ ΟΡΓΙΑΖΕ Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΙΑ
ΚΑΙ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΑΝΑ ΠΑΣΑ
ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΤΑΥΤΙΣΤΕΙ ΜΕ ΚΑΘΕΤΙ
ΠΟΥ ΠΡΟΒΑΛΕ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΝΑ
ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΘΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΤΑΥΤΙΣΤΕΙ
ΜΑΖΙ ΤΟΥ
Πού πήγε, αγαπητοί μου αναγνώστες, αυτή η γόνιμη, τολμηρή, υπερρεαλιστική παιδική εποχή; Προχθές έτυχε να ανοίξω την τηλεόραση, μια και είμαι υποχρεωμένος να είμαι καρφωμένος σε μια καρέκλα Σάββατο πρωί και για πολλές ώρες σε μια σειρά από κανάλια κάνοντας άλματα. Παντού παιδικά προγράμματα, προφανέστατα γιατί γνωρίζουν οι προγραμματιστές πως είναι μέρα σχόλης για τα παιδιά, τα μικρά παιδιά έως τα δέκα- δώδεκα. Και ανάμεσα στα κινούμενα σχέδια, στα ηλίθια τάχα μου επιστημονικής φαντασίας εφιαλτικά τερατίδια, και κάποια ενδιαφέροντα παιδαγωγικά επικοινωνιακά παιχνίδια γνώσεων, δεκάδες διαφημίσεις που απευθύνονται σε παιδιά με πάσης φύσεως παιδικά αξεσουάρ και κυρίως παιχνίδια, και από τα τελευταία η μεγάλη μερίδα σε παιχνίδια ψηφιακά, ηλεκτρονικά και τα ρέστα.

Τρόμαξα με την ποικιλία τους, αλλά και με το περιεχόμενό τους. Παιχνίδια με συγκρουσιακές, συχνά βίαιες στρατηγικές, με ρατσιστικό περιεχόμενο (κι όταν λέω ρατσιστικό, αναφέρομαι και στο αβυσσαλέο μίσος εναντίον στόχων που ανήκουν σε φανταστικές, διαπλανητικές ή άγνωστες γήινες φυλές) και τακτικές εκ μέρους του παίκτη, που χωρίς αμφιβολία κινητοποιούν τις ακαριαίες αντιδράσεις του, απαιτούν γοργούς ελιγμούς και πανούργες παγιδεύσεις, αλλά συνάμα και ανελέητη από τη μεριά του συμπεριφορά, απάνθρωπη και τυφλή, συναισθηματικά νεκρή, αφού η ψύχραιμη και μεθοδική καταστροφή τού «αντιπάλου» αξιολογείται με πόντους, βαθμολογείται και οι κατά κράτος νίκες του τον αναδεικνύουν στη συνείδησή του (παρατηρητής του «αγώνα» δεν υπάρχει, μόνος του «παίζει» και κατά μόνας απολαμβάνει τον ηλεκτρονικό έπαινο, δίκην κάποιων φωτεινών σημάτων και ποσοστών επιτυχίας). Αφήνω τα κοριτσίστικα παιχνίδια. Δεκάδες επώνυμες πλαστικές κούκλες, μύριες μεταμορφώσεις της εφτάψυχης Μπάρμπι, αλλά κυρίως πριγκίπισσες, μαρκησίες, βασίλισσες, μάγισσες και γυναικείες δαιμονικές πεντάσχημες μέγαιρες.

Παλεύει χρόνια η έρμη η Παιδαγωγική να απαλλάξει τα σχολικά βιβλία και τους συγγραφείς παιδικών βιβλίων και εικονογράφους από τα

Πώς να καταλάβεις ένα παιδί που παίζει μόνο του στο σκοτάδι, στο Ίντερνετ καφέ και ακούει προσωπική μουσική ενώ είναι παρέα με άλλους, με mp3

στερεότυπα της άθλιας παράδοσης που ήθελε τη Θυμιώ να βοηθάει πάντα τη μαμά της, φορώντας μπροστέλλα στην ετοιμασία των φαγητών ή σκουπίζοντας ή πλένοντας πιάτα και από την άλλη τον Λουκά να περιφέρεται στους δρόμους, να παλεύει με τα αγόρια, να κυνηγάει με ένα ενδεικτικό του ανδρισμού του τσιρότο στο μέτωπο.

Η βιομηχανία της κοριτσίστικης παιγνιώδους σκευής επιμένει: κούκλες και αξεσουάρ, πλήρη γκαρνταρόμπα φορεμάτων, σχολικών, παιχνιδιού, απογευματινών, επίσημων, για το πάρτι, ακόμη και για την τελετή αποφοίτησης.

Είδα κάπου και σετάκι με τα συνοδά σύμβολα (τον γνωστό πίλο και την τήβεννο) ανακήρυξης της Μπάρμπι σε οξφορδιανή πτυχιούχο! Πληθώρα παπουτσιών (σπορ, περιπάτου, με τακούνια, τουαλέτας ή ακόμη και τα γνωστά της Σταχτοπούτας).

Η βιομηχανία των παιχνιδιών επιμένει στο μοντέλο του νοικοκυροκόριτσου, της κοκέτας, της προσεχούς νυφούλας, της βαμμένης και καλοχτενισμένης ντεμπιτάντ και από την άλλη στο αγόρι κατακτητή, μαχητή, κτητικό, επιθετικό, ψύχραιμο και συναισθηματικά αναίσθητο.

Πέρα όμως από αυτά, εκείνο που σε κάνει να απελπίζεσαι και να οργίζεσαι είναι η μοναξιά των παικτών. Όλα τα ηλεκτρονικά παιχνίδια για τα παιδιά απαιτούν έναν παίκτη, μονήρη, απομονωμένο, συχνά μέσα σε σκοτεινό χώρο (ώστε να λάμπουν στο σκοτάδι τα φωτεινά σήματα των αεικίνητων στόχων και να εντυπωσιάζουν οι εκρήξεις ναρκών, οι φωτιές των μυδραλίων, τα ατομικά μανιτάρια και πολύ συχνά τα βομβαρδισμένα έρημα τοπία στο αχανές των πλανητικών εκτάσεων). Από την άλλη, το μοναχικό κοριτσάκι, με ένα φιγουρίνι που συνοδεύει την «προίκα» της κούκλας, δοκιμάζει αμφιέσεις, αλλάζει παπούτσια, κόμμωση, καπέλα, ομπρελίνα, τσάντες και πολλές φορές πολυτελείς μάρκες αυτοκινήτων με τις οποίες η «πριγκίπισσα» περιφέρει τη γοητεία της και την πλαστική και πλασματική της ύπαρξη. Έτσι, ακούμε και ζούμε συχνά δίπλα μας κοριτσάκια να ενδύονται την κούκλα, να προσέρχονται στα παιδικά πάρτι με οργαντίνες, ψηλά τακούνια, βαμμένα και χτενισμένα πανομοιότυπα (με κομμώτρια κατ΄ οίκον) με το μοντέλο τους.

Πού είναι η εποχή που ήμασταν αυτοκίνητα, αεροπλάνα επιστρατεύοντας τα σεντόνια, τα μαξιλάρια, τις σκούπες, τα φαράσια, ακόμη και το τηγάνι της μητέρας για ασπίδα, την κατσαρόλα για περικεφαλαία αλλά όχι μόνοι, με τον αδελφό, τον γείτονα, τον φίλο. Πού είναι η εποχή που μια μοναδική ψωριάρικη συκιά στο γειτονικό οικόπεδο γινόταν το δέντρο του Ταρζάν, όπου καλοκαιριάτικα με μοναδικό ρουχαλάκι το μπλε παντελονάκι της γυμναστικής παριστάναμε τον Ταρζάν, ξεσηκώνοντας τη γειτονιά με τις κραυγές μας καλώντας σε βοήθεια τους ελέφαντες;

Πού είναι η εποχή που ολόκληρη η παλιοπαρέα της γειτονιάς καταφεύγαμε σε ένα γούπατο μέσα στην πόλη, όπου λίμναζε ολοχρονίς βρώμικο νερό με σμήνη από κουνούπια, και με αυτοσχέδιες «λιμναίες» χωρίς καρίνα βάρκες αναπαριστάναμε τα «Μυστικά του Βάλτου» κατατροπώνοντας τους κομιτατζήδες; Πού είναι εκείνα τα ζεστά καλοκαιριάτικα βράδια, αλλά πιο συχνά τα πρώτα φθινοπωρινά, όταν γύριζαν όλοι από τις γιαγιάδες (ποιες διακοπές, ποια θάλασσα;) και τους συγγενείς στα χωριά λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία, όταν μαζευόμασταν σε σκοτεινές γωνιές της γειτονιάς, στριμωχνόμασταν όσο γινόταν πιο πολύ πάνω στα κορίτσια, που ανακαλύπταμε πόσο σε δύο μήνες είχαν αλλάξει και άρχιζαν να σχηματίζονται οι καμπύλες τους και μας φαντασίωναν οι «βαθείς κυαμώνες» τους, που λέει ο Ελύτης.