«Το ρεμπέτικο ανθεί στα κρυφά»


«Από νταλγκά τραγουδάω ρεμπέτικα», λέει ο ποιητής της Θεσσαλονίκης Ντίνος Χριστιανόπουλος, που θεωρεί πως το είδος αυτό ανθεί πλέον μόνο… στα κρυφά
O ποιητής του «Καημένε Μακρυγιάννη νά ΄ξερες γιατί το τζάκισες το χέρι σου/ για να χορεύουν σέικ τα κωλόπαιδα το τζάκισες» δεν χορεύει σέικ στα γεράματα…

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δεν χορεύει ζεϊμπέκικο ούτε χασάπικο, γράφει όμως στίχους που έγιναν τραγούδια, μελετά τα τραγούδια, τα παλιά, τα ρεμπέτικα, έχει εμμονή με τον Τσιτσάνη (η μελέτη του για 187 τραγούδια του Τσιτσάνη θα κυκλοφορήσει έως τα τέλη του χρόνου) κι εδώ και δέκα χρόνια είναι μέλος μιας κομπανίας – «Η παρέα του Τσιτσάνη» την ονόμασαν.

«Το ρεμπέτικο», εξηγεί, «είναι η πολιτιστική αξία του Ελληνισμού. Σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν υπάρχει σύγχρονο λαϊκό τραγούδι. Μόνο στην Πορτογαλία τα φάντος και στην Ελλάδα το ρεμπέτικο είναι οι τελευταίες εστίες του».

Ο φιλόλογος Κωνσταντίνος Δημητριάδης (το πραγματικό όνομα του ποιητή), ο συλλέκτης έργων τέχνης, ο πρώην ιδιοκτήτης της πινακοθήκης της «Διαγωνίου», ο μελετητής, ο μεταφραστής, ο δοκιμιογράφος, ο σχολιαστής (ενίοτε ιδιαίτερα δηκτικός) παρά τα 76 του βαριά αλλά απόλυτα δημιουργικά χρόνια, κάθεται συχνά πυκνά στο πάλκο, σταυρώνει τα πόδια, σταυρώνει τα χέρια, ακούει το μπουζούκι και τραγουδά.

Σε νοσοκομεία, γηροκομεία, πλατείες της επαρχίας, οινοποιεία, εκδηλώσεις δήμων, αλλά μόνο αμισθί. Χωρίς αντίτιμο. «Όπου μας καλέσουν πάμε, αρκεί να είναι δωρεάν για τον λαό», δηλώνει, «όχι για ψυχαγωγία των κουλτουριάρηδων αλλά για φιλανθρωπία… Είτε ζάπλουτος είναι ο διοργανωτής είτε φτωχαδάκι, δεν δεχόμαστε λεφτά».

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δεν είδε ποτέ τον Βασίλη Τσιτσάνη στο πάλκο. Δεν τον άκουσε ποτέ να τραγουδά «ζωντανά», παρά μόνο σε δίσκους. Τον γνώρισε στην Αθήνα. Από την «περίοδο της Θεσσαλονίκης» θυμάται μονάχα ένα πέρασμά του έξω από τα «Κούτσουρα» όταν τραγουδούσε εκεί ο Τσιτσάνης το 1942 (ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ήταν τότε μόλις 11 χρόνων). Έχει τέσσερις δημοσιευμένες εργασίες του. Το 1961 αφιέρωσε «Στον αγέραστο Βασίλη Τσιτσάνη» τη μελέτη του «Ιστορική και αισθητική διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού» (κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Διαγωνίου). Η άποψή του πως «ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν ο μόνος, οι άλλοι ήταν δευτερεύοντα πρόσωπα, τον θεωρώ ισότιμο με τον Μακρυγιάννη στη λογοτεχνία και τον Θεόφιλο στη ζωγραφική» ήρθε τα τελευταία χρόνια, μετά τον θάνατο του δημιουργού, «τώρα που η στιλπνότητα του έργου του λαμπικάρεται» όπως γράφει.

Πάντως «χαράμισε» δέκα χρόνια (1998-2008) ποιητικής σιωπής για να μελετήσει, να σχολιάσει, να ενημερωθεί και να γράψει την «εγκυκλοπαίδεια- ανθολογία» των 187 ωραιότερων, όπως λέει, τραγουδιών του Τσιτσάνη που θα κυκλοφορήσει έως τα τέλη του χρόνου από τον «Ιανό».

«Αυτός ο Τσιτσάνης με κατέστρεψε. Γιατί μόνο με μια εμμονή μπορεί να αποδώσεις, αν είναι λίγο από όλα δεν θα γίνει τίποτε. Για κάθε τραγούδι έγραψα ένα μικρό δοκίμιο… Τι να κάνεις, οι άλλοι πηγαίνουν στα μπανάκια, λούζονται, κατουρούνε κι εγώ είμαι κλεισμένος εδώ στο δωματιάκι μου και γράφω. Έχω γράψει έως τώρα τρία βιβλία για το ρεμπέτικο και τέσσερα βιβλία για τον Τσιτσάνη. Σύνολο επτά. Και δεν είμαι ικανοποιημένος από κανένα», λέει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. «Είμαι απογοητευμένος, διότι θεωρώ ότι δεν πέτυχα ούτε τον εαυτό μου να εκφράσω ούτε το ρεμπέτικο να εξηγήσω και να το αφιερώσω. Είχα κάποιες εσωτερικές αδυναμίες. Τώρα αυτό το βιβλίο που ετοιμάζω είμαι σίγουρος πως θα είναι το καλύτερο – το πληρέστερο- που έχω γράψει για τον Τσιτσάνη. Πρώτα πρώτα, αφιέρωσα έξι χρόνια, για να μη σου πω επτά. Επτά χρόνια για να γράψω αυτό το κωλοβιβλίο. Δεύτερο, αυτά τα χρόνια που αφιέρωσα για τον Τσιτσάνη δεν έγραψα τίποτε για τον εαυτό μου. Μαράθηκα, ξεράθηκα εντελώς. Αδίκησα τον εαυτό μου».

«Ο Στέλιος Καζαντζίδης;

Μεγάλη φωνή αλλά ταυτίστηκε με την ινδοκρατία»

Όχι στα ποιήματα που γίνονται τραγούδια

«Εγώ από νταλγκά τραγουδάω, από μικρός τραγουδούσα. Δεν είμαι τραγουδιστής, το μεράκι μου κάνω. Δεν μ΄ αρέσει όμως τα ποιήματά μου να γίνονται τραγούδια. Είναι υποβιβασμός.

Το ποίημα είναι σοβαρή υπόθεση, είναι δύσκολη ιστορία. Άλλο τα στιχάκια. Αυτά που έγιναν- των άλλων ποιητών δεν αξίζουν μία. Ο Αναγνωστάκης, λ.χ., είναι μεγάλος ποιητής. Σοβαρός. Κάποιοι στίχοι του έγιναν κλαψιάρικα ελεγεία και εμβατήρια. Αν και ο Θεοδωράκης είναι σοβαρή περίπτωση συνθέτη… Όσο για τον Τσιτσάνη; Του είχα στείλει παλιά, στα τελευταία του, το «Μικρό Καραμπουρνάκι» να το μελοποιήσει, αλλά μου το επέστρεψε. Δεν του άρεσε».

Πάντως επιμένει: «Χάρη στον Χατζιδάκι κι εμένα άρχισαν να ενδιαφέρονται για το ρεμπέτικο τραγούδι. Απ΄ το 1950 αυτά…».

Τα καλύτερα του Τσιτσάνη


«Συννεφιασμένη Κυριακή»: «Γιατί έτσι λένε όλοι. Αλλά εγώ έχω επιφυλάξεις. Είναι μαγειρεμένο αυτό το τραγούδι».

«Αρχόντισσα»: «Την προτιμώ. Έρχεται από άλλο δρόμο, δεν έχει σχέση με χασίσια. Έχει μια φινέτσα που δεν την περιμένεις».

«Αθηναίισα»: «Δεν είναι ούτε χασάπικο ούτε ζεϊμπέκικο αλλά οριεντάλ».

«Μ΄ έναν πικρό αναστεναγμό» («Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ»), γραμμένο το 1939, την πρώτη περίοδο της Θεσσαλονίκης: γιατί «το αγαπώ πολύ, όπως και την «Αχάριστη»».

Κ αι το χειρότερο «Το ξεφάντωμα» («Καθώς ο μπάτης θα χαϊδεύει τα μαλλάκια σου»): γιατί «είναι νερόβραστα ελαφρό, ανάξιο του Τσιτσάνη».