«Κακά τα ψέματα δεν μπορούμε να συναγωνιστούμε τους ξένους σε υψηλές ποιότητες…». Ο Γιάννης Τσεκλένης κάνει τη δική του εκτίμηση για την ελληνική μόδα το 1984 ως ένας από τους συμμετέχοντες στη σχετική έρευνα με τίτλο «Παρδαλή ανυπαρξία» του Γιώργου Λιάνη, τότε ρεπόρτερ των «ΝΕΩΝ».

«Η κατάσταση της ελληνικής μόδας –λέει ο Γιάννης Τσεκλένης –θα ‘λεγα πως είναι μία κατάσταση βαθιάς σύγχυσης. Υπάρχει μία θολή εικόνα για το τι είναι μόδα στο μυαλό του καταναλωτή αλλά παρόμοια σύγχυση υπάρχει και σε αυτούς που ασχολούνται με τη μόδα. Και τι παράξενο, στην Ελλάδα υπάρχουν διάσπαρτα ταλέντα παιδιών που θα μπορούσαν να προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες αλλά αυτό δεν γίνεται γιατί το κύκλωμα της μόδας είναι ανεκπαίδευτο. Υπάρχει μία σύγχυση επίσης ανάμεσα στους σχεδιαστές μόδας και σε αυτούς που ράβουν ή πουλάνε ωραία ρούχα.

Μόδα των νησιών. Κακά τα ψέματα δεν μπορούμε να συναγωνιστούμε τους ξένους σε υψηλές ποιότητες. Θα μπορούσαμε όμως θαυμάσια να λανσάρουμε μια «Μόδα των Νησιών» με τα εξαίσια άσπρα βαμβακερά μας, αφού είμαστε η κατεξοχήν χώρα που τα παράγει. Θα μπορούσαμε ακόμη να κατασκευάζουμε πολύ ωραία ρούχα μεταξένια, όχι σπάνιας ποιότητας αλλά από αυτά που ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κόσμου. Είναι «οι έρποντες» της ελληνικής κοινωνίας, αδαείς κατά κανόνα που βραχυκυκλώνουν τους δημιουργούς και που βρίσκουν τρόπο να επιπλέουν στην Ελλάδα.

Η αλήθεια είναι ότι οι Ελληνες είμαστε τελείως ανεκπαίδευτοι στα ζητήματα της μόδας. Εχει την ευθύνη του ο Τύπος, έχει τις τεράστιες ευθύνες της και η τηλεόραση που φρίττει κανένας με τα «τέρατα και σημεία που εκπέμπει».

Και όμως. Γύρω στα 1970 μας δόθηκε η μεγάλη ευκαιρία. Ηρθε στην Ελλάδα η υπεργολαβία. Ερχόντουσαν οι έξυπνοι της ΕΟΚ να αναθέσουν στην Ελλάδα να φασονάρει ρούχα είτε σε πρώτες ύλες ελληνικές, όπως το θαυμάσιο ελληνικό μπαμπάκι για μακό και ζέρσεϊ, ερχόντουσαν λοιπόν αυτοί οι αληθινοί έξυπνοι να τα αγοράσουν όλα αυτά με φτηνό εργατικό και να τα πουλήσουν δίχως να βάλουν την ετικέτα MADE IN GREECE. Ο Τύπος και οι… ειδικοί δυσφόρησαν και τορπίλισαν τη μεγάλη ευκαιρία.

Σχεδιαστής-καταναλωτής. Ο σχεδιαστής μόδας είναι ο ίδιος ο καταναλωτής. Με την πληροφόρηση που έδωσε δημιούργησε τις προτάσεις.

Από τέτοια ερεθίσματα οι σεδιαστές μόδας πια δημιουργούν ανάλογα με την πελατεία τους. Δεν πρόκειται περί υψηλής τέχνης αλλά περί βιοπάλης θα ‘λεγα. Η μόδα είναι μορφολογία και είναι από τις δυσκολότερες εφαρμοσμένες τέχνες.

Το πιο σπουδαίο για εμάς που ζούμε μέσα σε αυτόν τον χώρο είναι το άδικο και άχαρο γεγονός τα δημιουργήματά σου, οι κόποι του μυαλού και της φαντασίας σου να ζούνε μόνο για έξι μήνες. Μετά βρίσκονται σε ισόβια νάρκη στο αρχείο σου ίσως…

Γράφουν άσχετοι. Τι τα θέλετε, ο έλληνας δημοσιογράφος που ασχολείται με αυτά είναι ανεκπαίδευτος. Γράφουν άσχετοι κατά κανόνα που τους πείθουν οι ευγενικοί άνθρωποι που τους υποδέχονται με αβρότητα και τους πλασάρουν τα φαντασμαγορικά τους ρούχα μέσα σε μία ματαιόσπουδη επίδειξη.

Θυμάμαι ότι στα 1982 με τη συνεργασία της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης, επί σοσιαλιστικής κυβέρνησης, διαπνεόμενοι από νέο πνεύμα κάναμε τις Ελληνικές Συλλογές όπου μετείχαν μόνο 9 σχεδιαστές. Η ελληνική τηλεόραση δεν παρουσίασε τίποτε. Ανταγωνίστηκε τελικά τη ΔΕΘ, τον ΕΟΤ και την Ολυμπιακή που ξόδεψαν πολλά εκατομμύρια!..

Πού σκοντάφτουμε. Στην αρχή της δεκαετίας του ’70, που μυριστήκαμε την υπεργολαβία και λέγαμε να βγάλουμε ονόματα δικά μας μπας και κολλήσουν στο εξωτερικό, θέλαμε να κάνουμε μονάδες παραγωγής αλλά σημασία κανείς δεν μας έδινε. Μόλις ακριβύναμε ένα σεντς, μας πέταξαν οι Ευρωπαίοι σαν στυμμένες λεμονόκουπες. Αυτό είναι το μυστικό της κατάπτωσης της κλωστοϋφαντουργίας μας. Ζητάγαμε βοήθεια από το κράτος και σκοντάφταμε στον ανεκπαίδευτο τραπεζικό, τον ειδικό για τις επιχορηγήσεις ή τον ανεκπαίδευτο υπάλληλο του Οργανισμού Προωθήσεως Εξαγωγών που δεν είχε ιδέα»…