«Αναζητώντας τον Ερικ» («Looking for Eric»)

Σκηνοθεσία: Κεν Λόουτς. Παίζουν: Στιβ Εβέτς, Ερίκ Καντονά κ.ά. Παραγωγή: Αγγλία, Γαλλία, Βέλγιο, Ισπανία. Διάρκεια: 116′. Είδος: κοινωνική κομεντί.

Ο Κεν Λόουτς και ο companero σεναριογράφος του, o Πολ Λάβερτι, καταπιάνονται εδώ με κάτι πολύ πιο ανάλαφρο και δροσερό, συγκριτικά τουλάχιστον με το κλίμα των «βαριών» ταινιών στις οποίες μας έχουν συνηθίσει («Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι», «Το όνομά μου είναι Τζο», «Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ»). Δεν πρόκειται ακριβώς για κωμωδία, ούτε όμως και για δυσάρεστο δράμα. Η διάθεση εδώ είναι καθαρά ψυχαγωγική, το χιούμορ κοντά στον σουρεαλισμό με την αισιοδοξία στο τιμόνι ενώ παρακολουθούμε τις περιπέτειες ενός άγγλου βιοπαλαιστή (Στιβ Εβέτς), ο οποίος όποτε νιώθει ανάγκη για βοήθεια –κάτι που συμβαίνει συχνά –φαντασιώνεται το ίνδαλμά του, τον διάσημο γάλλο πρώην ποδοσφαιριστή Ερίκ Καντονά (τον υποδύεται και είναι πολύ καλός ο ίδιος ο Καντονά). Ο ποδοσφαιριστής θα γίνει κάτι σαν ένας ζεν πνευματικός καθοδηγητής του φτωχού ταχυδρόμου που μέσα σ’ όλα προσπαθεί να βρει τρόπους προσέγγισης ενός έρωτα που δεν ξεπέρασε ποτέ. Το ποδόσφαιρο υπάρχει μεν στην ιστορία αλλά βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο, όπως εξάλλου θα περίμενε κανείς από έναν πολύ σημαντικό σκηνοθέτη που ό,τι και να έχει κάνει το έχει κάνει καλά, γιατί έδινε πάντοτε προτεραιότητα στην ανθρώπινη κατάσταση.

«Καλοκαιρινές νύχτες» («Hot summer nights»)

Σκηνοθεσία: Ελάιζα Μπάνουμ. Παίζουν: Τιμοτέ Σαλαμέ, Μάικα Μονρό κ.ά. Παραγωγή: ΗΠΑ. Διάρκεια: 107′. Είδος: δράμα.

Οι «Καλοκαιρινές νύχτες» είναι μια ταινία που εκτιμάς κυρίως για τη σκηνοθεσία της. Γιατί το ίδιο το στόρι που έγραψε ο σκηνοθέτης Ελάιζα Μπάινουμ, στην πρώτη του απόπειρα στη μεγάλου μήκους παραγωγή, είναι ένα μάλλον υπερφορτωμένο με επεισόδια δράμα που με φόντο τη Βοστώνη των αρχών της δεκαετίας του 1990 (και εμπνευσμένο εν μέρει από πραγματικά γεγονότα) στοχεύει κυρίως στην απόδοση του κλίματος της εποχής –και όντως αυτό επιτυγχάνεται καλά. Κατά τα άλλα ο Μπάινουμ έχει στα χέρια του μια μάλλον κλασική ιστορία ενηλικίωσης, την οποία γαρνίρει με έρωτα, περιπέτεια, ανδρική φιλία, βία, ύποπτες συναλλαγές με τον υπόκοσμο, διακίνηση ναρκωτικών, μια θύελλα και πολύχρωμους ήρωες σε μικρούς ή μεγάλους ρόλους. Υπάρχει off αφήγηση, υπάρχουν ανατροπές, ο Ντέιβιντ Μπόουι και οι Can σε ξεσηκώνουν με τα τραγούδια τους, αλλά όλα αυτά δεν παύουν να στροβιλίζονται γύρω από την περίπτωση ενός «προβληματικού» νεαρού (Τιμοτέ Σαλαμέ) που αναζητεί τον εαυτό του αφήνοντας πίσω του συντρίμμια. Το έχουμε δει πολλές φορές.

«Θα έρθω κοντά σου σιγά σιγά» («Tout Le Monde Debout»)

Σκηνοθεσία: Φρανκ Ντιμπόσκ. Παίζουν: Φρανκ Ντιμπόσκ, Αλεξάντρα Λαμί, Ελσα Ζιλμπερστάιν κ.ά. Παραγωγή: Γαλλία, Βέλγιο. Διάρκεια: 107′. Είδος: δραματική κομεντί.

Αν και το θέμα αυτής της ταινίας προς στιγμήν «τρομάζει» –μια παραπληγική ερωτεύεται έναν τυχοδιώκτη που παριστάνει τον παραπληγικό –ο Φρανκ Ντιμπόσκ, πρωταγωνιστής, σκηνοθέτης και σεναριογράφος της, βρίσκει τον τρόπο για να αντλήσει πηγαίο χιούμορ και να μη σε στείλει στα αντικαταθλιπτικά χάπια. Με αλαζονικό ύφος και χαρακτηριστικά προσώπου που θυμίζουν λιγάκι Αλέν Ντελόν, ο ίδιος ο Ντιμπόσκ είναι πολύ συμπαθής στον κεντρικό ρόλο και η Αλεξάντρα Λαμί, ένα δυναμικό πλάσμα σε αναπηρική καρέκλα, «δένει» μαζί του ικανοποιητικά. και το σενάριο κρύβει αρκετές εκπλήξεις για να σε κρατήσει κοντά του προσφέροντας, τελικά, ένα ψυχαγωγικό δίωρο.

«Με αγάπη, Τζούλιετ» («The Guernsey Literary and Potato Peel Pie Society»)

Σκηνοθεσία: Μάικ Νιούελ. Παίζουν: Λίλι Τζέιμς, Τομ Κόρτνεϊ, Μάθιου Γκουντ κ.ά. Παραγωγή: Αγγλία, ΗΠΑ. Διάρκεια: 124′. Είδος: δραματική κομεντί.

Παρά το καλών προθέσεων θέμα της, τη δημιουργία ενός γκρουπ αναγνωστών στο υπό γερμανική κατοχή βρετανικό νησί Γκέρνσεϊ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η τελευταία ταινία του Νιούελ περισσότερο σέρνεται αντί να κυλά. Και κρίμα γιατί η ιστορία, με τη Λίλι Τζέιμς («Mamma Mia! Here we go again) στον ρόλο της συγγραφέως που ερευνά την ιστορία αυτής της λέσχης βιβλίου, είχε όλα τα φόντα για να γίνει κάτι ζωντανό και επίκαιρο. Είναι ακριβώς το μοντέλο του παλιομοδίτικου ακαδημαϊκού BBC που σήμερα δεν μπορεί να σταθεί στο σινεμά.

«Σκοτεινές δυνάμεις»(«The darkest minds»)

Σκηνοθεσία: Τζένιφερ Γιου Νέλσον. Παίζουν: Αμάντα Στένμπεργκ, Χάρις Ντίκινσον κ.ά. Παραγωγή: ΗΠΑ. Διάρκεια: 105′. Είδος: φαντασίας.

Μια τετραμελής παρέα πιτσιρικάδων με υπερφυσικές ικανότητες, απόρροια θανατηφόρου ιού που έχει πλήξει τον πλανήτη στο (όχι και τόσο) μακρινό μέλλον, πρωταγωνιστεί σε μια ακόμη χολιγουντιανή φαντασία, που μοιάζει με μακρινό συγγενή των «X Men» και ακολουθεί το μοτίβο που έχουμε εμπεδώσει για τα καλά μέσω παρόμοιων ταινιών που τα τελευταία χρόνια είναι της μόδας («Ο τοίχος», «Maze runner», «Αγώνες πείνας»). Χαμηλού κόστους παραγωγή, χωρίς τη φασαρία που προκύπτει συνήθως αλλά και χωρίς γοητεία.

«Η οικουγένεια»(«La Ch’ tite Famille»)

Σκηνοθεσία: Ντανί Μπουν. Παίζουν: Ντανί Μπουν, Λιν Ρενό, Πιέρ Ρισάρ κ.ά. Παραγωγή: Γαλλία. Διάρκεια: 107′. Είδος: κωμωδία.

Ανυπόφορη κωμωδία του Ντανί Μπουν με τον ίδιο στον ρόλο του σούπερ επιτυχημένου designer εσωτερικών χώρων στο Παρίσι, ο οποίος έρχεται και πάλι σε επαφή με τη βλαχοοικογένειά του, την οποία απέφευγε όπως η γάτα τον σκύλο. Κακή αισθητική, φτηνό χιούμορ και γλωσσολογικά καλαμπούρια με επαρχιώτικες προφορές που είναι αδύνατον να αποδοθούν στους ελληνικούς υπότιτλους, καταλήγουν σε ένα σύνολο που σε κάνει σχεδόν να ντρέπεσαι για όσους ασχολήθηκαν με τη «δημιουργία» του.