Λευτέρης Παπαδόπουλος

ποιητής – στιχουργός

«Πνεύμα μοναχικό και δαιμονικό»

Ο Μάνος είναι σημαντικός στιχουργός κι εγώ θα τον έβαζα ανάμεσα στους τέσσερις του αιώνα. Ηταν ένα πνεύμα μοναχικό και δαιμονικό. Ενας υπέροχος διανοούμενος, ειλικρινής άνθρωπος και αφοσιωμένος σ’ αυτό που έκανε, με τις δικές του αγαπημένες μονομανίες. Πάρτε τους στίχους «Αυτά τα δένδρα στη βροχή/ ήταν ανθρώποι μοναχοί»: αυτή είναι μια εικόνα που επαναλαμβάνεται μέσα στο έργο του. Εγραψε χωρίς να τοποθετεί τον εαυτό του σε συγκεκριμένο ύφος. Γι’ αυτό και δεν έχει γράψει μόνο λαϊκά τραγούδια. Αντλούσε βέβαια από τους λαϊκούς και το ρεμπέτικο, αλλά νομίζω πως οι αναφορές του ήταν αυτό που λέμε έντεχνο. Ο Γκάτσος, ακόμη και οι στίχοι του Σεφέρη. Γράφει, για παράδειγμα, τον στίχο «Το σπίτι γέμισε με λύπη» ή «Τώρα που θα φύγεις/ πάρε μαζί σου για φυλαχτό/ μυρτιά και πικροδάφνη…». Μ’ αρέσουν πολλά σκόρπια τραγούδια του, αλλά αγαπώ πολύ τους στίχους «Στους μπαξέδες και στους ταρσανάδες/ ήρθες να μου κόψεις μια ζωή/ κι ο βοριάς που ματώνει στις Κυκλάδες/ μ’ άλλα λόγια φτώχεια και κρασί./ Σε μια θάλασσα μαλαματένια/ στολισμένος μάγκας και νταής…» (σ.σ. από τον δίσκο «Στροφές» του Δήμου Μούτση). Αλλά και τους στίχους της «Μαρκίζας»: «Χρόνια μετά και κάτω απ’ τη μαρκίζα/

σε βρήκα που ‘ρθες για να μη βραχείς,/ ίδια η βροχή, τα μάτια σου τα γκρίζα/ μα τίποτα, όπως πάντα, δε θα πεις».

Φοβερές εικόνες. Δεν ξέρω σε ποιον άλλο στιχουργό μπορώ να βρω τουλάχιστον 50 υπέροχα τραγούδια.

Χάρης Λίθος

εικαστικός

«Ενας ωριμότατος νέος»

Στην επιφάνεια των αντικειμένων που άγγιξε ένας άνθρωπος πριν τον θάνατό του, στα ρούχα του, στο στιλό του, στο κασκέτο του, υπάρχουν τα αποτυπώματα των χεριών του ακόμα και αν αυτά δεν είναι εμφανή, κι όμως υπάρχουν στις άκρες της μοριακής δομής των αντικειμένων. Το άγγιγμα του ανθρώπου λοιπόν στα πράγματα δεν είναι μονάχα μια πράξη στιγμιαία που συμβαίνει και χάνεται όπως ο χρόνος, αλλά εμπεριέχεται από τη στιγμή της αφής και μετά έστω και απειροελάχιστα στην ίδια τη σύσταση των αντικειμένων.

Από την άλλη, στους ανθρώπους που έχει επιδράσει κάποιος πριν τον θάνατό του δημιουργείται το ίδιο οργανικό πάντρεμα. Οι άνθρωποι που μας άγγιξαν, είτε με τα χέρια τους, είτε με τον λόγο τους, άφησαν μέσα μας ένα κομμάτι του εαυτού τους το οποίο πλέον το κουβαλάμε ως δικό μας. Οπως και εκείνοι άλλωστε κουβαλούσαν κάτι από κάπου. Και αυτό που κουβαλούσαν, παντρεμένο με άλλα πολλά πλέον, το παρέδωσαν σε εμάς.

Αυτή η διαδικασία είναι η παράδοση. Να παραδίδεις κάτι δηλαδή, όχι απαραίτητα όπως το παρέλαβες ατόφιο, αλλά όντας όμοιο στη δομή του, να εμπεριέχει και τον γενικότερο χαρακτήρα της εποχής σου αλλά και του ίδιου σου του εαυτού.

Ο Μάνος Ελευθερίου κουβαλούσε μέσα του μια πανέμορφη, πλούσια, ιδιότυπη αλυσίδα παράδοσης που ξεκινάει από τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή τον Σαίξπηρ αργότερα και φτάνει στον Καρυωτάκη, στον Σεφέρη, στον Γκάτσο, στην Ελένη Παπαδάκη, αλλά και στη σοφία απλών ανθρώπων σε κάποια επαρχία –«εκεί που ζουν οι άνθρωποι, μόνο γονατιστοί».

Η αλυσίδα αυτή, όσο μακροσκελής κι αν ήταν, όσα χρόνια κι αν κουβαλούσε, δεν κατάφερε να κουράσει το μυαλό του –κάθε άλλο -, τον καθιστούσε ακόμα πιο δραστήριο και ακόμα πιο επίμονο. Οπως ένας νέος, νεότατος άνθρωπος, διαυγέστατος και ανήσυχος.

Θα έπρεπε να μετράμε τη νεότητα, όχι μετρώντας το πόσα έχει ήδη προσφέρει κάποιος, αλλά μετρώντας το πόσα έχει να προσφέρει ακόμα. Ο Μάνος Ελευθερίου έφυγε νέος. Ενας ωριμότατος νέος που είχε αμέτρητα ποιήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά ακόμα στη φαρέτρα του μυαλού του. Και αυτό τον καθιστά για έναν ακόμα λόγο σπάνιο, διότι αρκετοί σπουδαίοι ποιητές προς το τέλος της ζωής τους λόγω κάποιας ασθένειας του μυαλού ή της ψυχής ήταν πνευματικά αγνώριστοι.

Ο Μάνος Ελευθερίου έφυγε πνευματικά όρθιος. Η συνθήκη του θανάτου όμως είναι τόσο ειρωνικά αμείλικτη που δεν σε ρωτάει πόσα έχεις να δώσεις ακόμα. Σου λέει «ό,τι πρόλαβες πρόλαβες» και σου τραβάει από τα χέρια το μολύβι.

Λίγες μέρες πριν φύγει ο Μάνος συναντήθηκα με τη Μάρω Δούκα στο εργαστήριό μου. Μεταξύ άλλων σωστών πραγμάτων μου είπε το πόσο λάθος είναι όταν οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ρήματα όπως «έφυγε», «ταξίδεψε» κ.τ.λ. αντί του ρήματος «πέθανε». Αυτομάτως και από θέση συναισθηματικής ισχύος ή τουλάχιστον συναισθηματικής αδράνειας –πράγμα σχεδόν ίδιο πολλές φορές –συμφώνησα.

Και πράγματι συμφώνησα. Διότι οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν πεθαίνουν. Ηταν δεδομένο τότε. Σήμερα δεν αντέχει η γλώσσα μου να αρθρώσει τη λέξη εκείνη.

Μπορώ να πω πως έφυγε. Μπορώ να πω, ίσως λίγο πιο θαρραλέα, πως έφυγε και δεν θα ξαναγυρίσει. Μπορώ να πω ίσως λίγο πιο σωστά και ολοκληρωμένα πως έφυγε, δεν θα ξαναγυρίσει αλλά άφησε όλα του τα «πράγματα» εδώ. Σε εμάς. Να τα κάνουμε ό,τι θέλουμε. Είναι δικά μας τώρα. Σ’ ευχαριστούμε.

Δημήτρης Κουτσούμπας

γενικός γραμματέας της ΚΚΕ του

«Τα μικρά και μεγάλα γεγονότα»

Η ποίηση και το τραγούδι, η λογοτεχνία γενικότερα ορφάνεψαν. Ο Μάνος Ελευθερίου δεν ήταν μόνο ένας εμπνευσμένος δημιουργός, αλλά ένα σύνθετο κι αστείρευτο ταλέντο. Ποιητής, στιχουργός και πεζογράφος μαζί, αντλούσε τη δύναμη του λόγου του από την ίδια τη ζωή, τα καθημερινά μικρά και μεγάλα γεγονότα. Στο έργο του αποτυπώνεται η ιστορία αυτού του τόπου. Οι στίχοι του, αυτοί που ντύθηκαν με τις μελωδίες όλων σχεδόν των σπουδαίων ελλήνων συνθετών, και εκείνοι που βρίσκονται αποτυπωμένοι στις ποιητικές του συλλογές, αλλά και τα πεζά και τα θεατρικά του, ζυμώθηκαν με το χτυποκάρδι, το πάθος και τα πάθη των λαϊκών ανθρώπων για τον έρωτα, την αγωνία της βιοπάλης και τον αγώνα για μια καλύτερη ζωή, εκεί που οι συνθήκες μετατρέπουν τον άνθρωπο του μόχθου πραγματικά σε ήρωα και εντέλει σε Ανθρωπο.

Θα τον θυμόμαστε στους σταθμούς περιμένοντας το τρένο στις οκτώ, όσο θα ζούμε το άδικο από την κούνια μας, όσο η μια γενιά αφήνει μαλαματένια λόγια για την επόμενη. Ο Μάνος Ελευθερίου ζει όχι μόνο για τις σημερινές γενιές που τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε τραγουδώντας τους στίχους του, αλλά θα ζει και για τις ερχόμενες γενιές, αφήνοντας έργο – παρακαταθήκη.

Τον αποχαιρετούμε με βαθύ σεβασμό και με μερικούς δικούς του στίχους από τη συλλογή «Στα όρια του μύθου» γραμμένους τη δεκαετία του ’70, τραγικά όμως προφητικούς σήμερα, στις μέρες του πύρινου ολέθρου, τραγικά επίκαιρους την Τρίτη 24 του Ιούλη, τη μέρα που αποχαιρετούσαμε για στερνή φορά τον Μάνο με ποίηση – «χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου»:

«Την ώρα που έγραφα το μαύρο όνειρο της νύχτας/ το λευκό χαρτί σιγά σιγά καιγότανε στην άκρη/ Σιγά σιγά κι από την άκρη γίνηκαν κι όλα τ’ άλλα/ Ωσπου με πνίξαν οι καπνοί/ κι έμεινα δίχως σπίτι».

Ο ΣΤΙΧΟΣ ΠΟΥ ΘΥΜΑΜΑΙ

Κώστας Καράλης

ερμηνευτής

Ο στίχος που θυμάμαι από τον Μάνο είναι από το ποίημά του «Οι μαρμαρωμένοι» (1977) που τραγούδησα. Ο στίχος λέει «Βλέπουμε απ’ τη φυλακή μας / στα ξένα χέρια τη ζωή μας / σαν να μην ήταν καμιά μέρα δική μας». Σαν να ήξερε ότι αυτόν τον λένε οι δύο φυλακισμένοι στρατιωτικοί ή όλοι εκείνοι οι Ελληνες που αισθάνονται φυλακισμένοι διανοητικά ή και πολιτιστικά.

Λαυρέντης Μαχαιρίτσας

τραγουδοποιός

Τα «Μαλαματένια λόγια» είναι ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί στο ελληνικό τραγούδι τα τελευταία 30 χρόνια. Είναι ολόκληρη η ιστορία της Ελλάδας όπως κι αυτή υπάρχει μέσα στην Ευρώπη που ζούμε. Ηταν βέβαια και καταπληκτική και η μουσική του Μαρκόπουλου, ασύλληπτη.

ΘανάσηςΠολυκανδριώτης

συνθέτης

Με τον Μάνο έχουμε γράψει αρκετά τραγούδια. Αυτό που μας χαρακτήρισε τόσο εκείνον όσο κι εμένα είναι «Τα κουρέλια» που τραγούδησε η Γλυκερία. Θα σας πω όμως έναν στίχο που δεν έχει κυκλοφορήσει και είναι του συρταριού, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Είναι από ένα τραγούδι που είχαμε γράψει για τον Καζαντζίδη αλλά δεν πρόλαβε τελικά να πει. Ο στίχος λέει «Τα δικά μου πάθη / άνθρωπος μην πάθει / με τις στεναχώριες / να περνάει τις ώρες / Τα δικά μου πάθη / χώμα και χρυσάφι / ήταν τα φτωχά μου / περιουσιακά μου». Θεωρώ πως θα ήταν ένας χαρακτηριστικός στίχος για τον Καζαντζίδη αλλά και για τον Μάνο.

ΛίναΝικολακοπούλου

στιχουργός

Τους στίχους από το τραγούδι «Του κάτω κόσμου τα πουλιά» του Ελευθερίου και του Κουγιουμτζή: «Σε καρτερούν μαστιγωτές και συμπληγάδες/ μες στα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά/ κι έχει στ’ αφτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες/ κι είν’ το κρεβάτι της λημέρι του φονιά».

ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥ ΛΟΓΙΑ

«Οι σκιές παλαιών ειδώλων…»

«Είναι λοιπόν κάποιοι άνθρωποι που ήρθαν από τις παγωμένες επαρχίες τους –Δημοτικόν Σχολείον Ανω Χρυσοπηγής, Δημοτικόν Σχολείον Σούγελου Σερρών, χωριών της Μακεδονίας και της Θράκης, Αγρινίου, Καλαμάτας, Μάνης, Κρήτης και νησιών του Αιγαίου –και σέρνουν μαζί τους αγαπημένες φωνές και ήχους που έχουν χαθεί για πάντα. Και μυρωδιές. Και χειρονομίες. Και προπάντων αναμνήσεις θαυμάτων. Γιατί στα μέρη τους αλλιώς χτυπούν οι καμπάνες και αλλιώς αντιλαλούν. Είναι καμπάνες που μόνο ο λυσσασμένος αέρας χτυπά. Και οι μόνοι πιστοί είναι η ερημιά και η θλίψη. Και μια φορά το χρόνο που εμφανίζονται οι σκιές άλλων παλαιών ειδώλων, χαμένων σε πολέμους του σώματος και των αναμνήσεων. Που δεν τόλμησαν ποτέ να ξεράσουν τι τους συνέβη κάποτε και πού και πώς και σε ποιον δόθηκαν και παραδόθηκαν.

Είναι κάποιοι που περπατούν ξαφνικά στους δικούς μας δρόμους και σκορπούν τριγύρω τους την παγωνιά της επαρχίας τους, δέκα και είκοσι υπό το μηδέν, και σέρνουν βελάσματα και νερά και σπίτια μεταναστών που τα πήραν άλλοι, και που γίνονται για μια ώρα μόνο ή για μια μέρα είδωλα και ομοιώματα ανθρώπων που δεν είναι άξιοι ούτε να τους κοιτάξουν.

Είναι κάποιοι με το αγριεμένο μάτι της στέρησης, που κοιτούν τις αφίσες των λαϊκών τραγουδιστών στους δρόμους ή στήνουν προσεκτικά το αφτί στο ραδιόφωνο και εκστασιάζονται και λογαριάζουν πότε θα ‘ρθει κι η δική τους σειρά για να λάμψουν και να λάμψει η μέσα τους ομορφιά, να γίνουν κι εκείνοι είδωλα. Και καθώς οι προβολείς θα κόβουν τη νύχτα στα τέσσερα, εκείνοι θα ‘ναι ανεβασμένοι στο χρυσό τους άρμα και θα σκορπούν την εύνοιά τους και την αγάπη τους σ’ ένα κοινό εξίσου πεινασμένο, αντίγραφο της ψυχής και της ζωής τους, αφού ξεκίνησε κι αυτό από την παγωμένη επαρχία του με τα ίδια όνειρα. Να γίνει δηλαδή κι εκείνο ένα είδωλο κι ένα ίνδαλμα.

Πολλοί απ’ αυτούς άγγιξαν για λίγο την ευτυχία, καθώς τους βλέπεις να διασχίζουν την οθόνη στα έργα κυρίως του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Και αναγνωρίζονται εύκολα τέτοια πλάσματα με το πρώτο πέρασμα, μια και η φοβερή και τρομερή τους κόψη και όψη, «που με βια μετράει τη γη», δεν είναι μόνο δείγμα αισθητικής εκείνων των χρόνων. Που φυσικά κάνουν σμπαράλια τον όποιο «αρρενωπό» πρωταγωνιστή οσάκις συναντώνται. Μόνο οι πανούργες πρωταγωνίστριες αποφεύγανε φρονίμως τέτοιες συγκρίσεις και συναπαντήματα με τις πανέμορφες κομπάρσες…

Την ίδια τακτική ακολούθησαν (και ακολουθούν με σύνεση) και οι κρατούντες τα σκήπτρα τραγουδιστές. Ιδίως αν το εκκολαπτόμενο είδωλο τυχαίνει να ‘χει και καλή φωνή, μαύρο φίδι που το έφαγε. Οσοι ζήσανε και ζουν στις «κουζίνες» μιλούν πάντα για τα πείσματα, τις απειλές και τις υστερίες τέτοιων ανθρώπων. Δεν σας κάνει εντύπωση ότι κανείς, ακόμη και σήμερα, με καλή εμφάνιση και καλή φωνή δεν μπορεί να στεριώσει ή τουλάχιστον να σταθεί δίπλα στην ξεχειλωμένη φίρμα; Μόνο αν περάσουν πολλά χρόνια κι αρχίσουν να εξατμίζονται τα δηλητήρια γίνονται οι μοιραίες υποχωρήσεις. Στις άλλες τέχνες, που δεν παίζει ρόλο η ομορφιά αλλά μόνο το δαιμονικό ταλέντο, τα πράγματα είναι κάπως πιο ομαλά αλλά η εκδίκηση εκδίκηση. Φαίνεται ότι κανείς σ’ αυτό τον κόσμο δεν συγχωρεί σ’ έναν ομότεχνο ότι μπόρεσε και άγγιξε το φόρεμα της Θεοτόκου…».

(Απόσπασμα από το κείμενο «Περί μύθων και προσωπικής μυθολογίας», που περιέχεται στο βιβλίο «Είναι αρρώστια τα τραγούδια», εκδόσεις Καστανιώτη, 2002)

Οι Απόκριες και τα ζεμπέκια

Αυτοβιογραφία: «Τις Απόκριες στη Σύρα εγινόντουσαν τα ζεμπέκια. Μαζευόντουσαν μέχρι σαράντα νομάτοι. Διατηρούσαν χοροδιδασκαλείο. Μαθαίναν χασάπικο, σέρβικο, χασαποσέρβικο, ζεμπέκικο»

Στον Οδηγό του 1914 ο Νικόλαος Ιγγλέσης καταγράφει ότι η Σύρα διέθετε και δύο χοροδιδασκάλους. Ο Βαμβακάρης ήταν τότε εννέα χρόνων. Την πρώτη πενταετία όμως του 20ού αιώνα, όταν ο Βαμβακάρης ήταν ακόμη αγέννητος, υπήρχαν τέσσερις χοροδιδάσκαλοι, οι οποίοι δεν θα δίδασκαν μόνο τα βήματα των «σοβαρών» χορών αλλά και τους χορούς που αναφέρει ο Βαμβακάρης. Η λέξη «ζεμπέκια», την οποία καταθέτει με αγάπη και συγκίνηση, ελάχιστες φορές αναφέρθηκε στις εφημερίδες. Με άλλα είχαν να ασχοληθούν. Ηταν οι χοροί της Λέσχης και οι χοροί των πλούσιων κατοίκων στα μέγαρά τους ή των πλούσιων Συριανών στην Αθήνα, όπου παρευρίσκονταν οι πρίγκιπες και το διπλωματικό Σώμα, και το γεγονός γραφόταν στις αθηναϊκές εφημερίδες.

Το 1838 εκδόθηκε στην Ερμούπολη το εξαντλημένο από το 1803 βιβλίο του Νικοδήμου του Αγιορείτου «Χρηστοήθεια των χριστιανών». Ανάμεσα σε πολλά διδακτικά και δηκτικά κείμενα προς τους παρεκτρεπόμενους χριστιανούς, ανάμεσα σε πλήθος αποσπασμάτων λόγων προφητών, αποστόλων, ευαγγελίων και πατριαρχών υπάρχουν κι ετούτα τα φαιδρά για το «τι κακά ποιούσιν οι χριστιανοί εις τας Αποκρέας». Ανάμεσα σε άλλα γράφει:

«Τις να διηγηθή τας αταξίας οπού οι Χριστιανοί κάμνουσιν εν τω καιρώ των αποκρεών, και μάλιστα εις τα Νησία… Τότε οι Χριστιανοί δαιμονίζονται όλοι. Διά τι παίζουν, χορεύουν, τραγωδούν ασυνειδήτως, έως και αυτοί οι πλέον γέροντες; Διά τι φορούν οι άνδρες γυναικεία φορέματα και αι γυναίκες ανδρίκεια; Διά τι ενδύονται έκαστος ιμάτια αλλοιώτικα και προσωπεία, τα κοινώς καλούμενα μουτσούνας; Διά τι επίσης με την ημέραν και όλη την νύκτα εξοδεύετε εις χορούς, και παίγνια, και αταξίας και μασκαριλίκια; Πανηγυρίζει η ασέλγεια, εορτάζει η ακολασία, ευφραίνεται η μέθη, αγάλλεται η τρυφή και ασωτία, χορεύει ο διάβολος με δέκα μανδύλια, διότι όσον κέρδος κάμνουν εις μόνας τας αποκρέας, δεν ημπορούν να το κάμουν εις όλον τον χρόνον. Λυπείται η αρετή, κατηφιά η σωφροσύνη, οδύρεται η χριστιανική σεμνότης και ευταξία, πενθεί ο Χριστός και θρηνούσιν οι Αγγελοι και Αγιοι και δίκαιοι».

Ας αφήσουμε όμως τις παραινέσεις του αγιορείτη μοναχού –την ευχή του να ‘χουμε -, δεδομένου ότι εκατό χρόνια από το 1803 έως τις αρχές της δεκαετίας του 20ού αιώνα, όπου έζησε ο Βαμβακάρης στη Σύρα, και άλλα εκατό μέχρι σήμερα όλα ήρθαν τα πάνω κάτω και όλα άλλαξαν. Ας ελπίσουμε μόνο να μην πάνε χαμένες και οι δικές του προσευχές και των δικαίων για τις νεότερες τουλάχιστον γενιές των Ελλήνων.

(Από την έκδοση «Μαύρα μάτια – Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905 – 1920», εκδ. Μεταίχμιο, 2013)