Από το 2013, όταν κυκλοφόρησε το «More» κερδίζοντας επαίνους από τους «Νιου Γιορκ Τάιμς» και τον «Γκάρντιαν», ο ελληνικής καταγωγής Alexis Georgopoulos (που υπογράφει και ως Arp) συνεχίζει να απολαμβάνει τους ρυθμούς της Νέας Υόρκης όπου επέλεξε να ζει. Το μεσοδιάστημα αποδείχθηκε πάντως γόνιμο για να του δώσει το απαραίτητο υλικό της επόμενης δουλειάς του. Οπερ και εγένετο.

Πριν από λίγες μέρες κατέθεσε το άλμπουμ «Zebra», για το οποίο ο ίδιος δηλώνει σε συνέντευξή του στη «Λιμπερασιόν» ότι το δημιούργησε από ενδιαφέρον για τον μινιμαλισμό, τη σιωπή, την ηρεμία και την ειρήνη. Και αυτό το στοιχείο διαποτίζει όλο τον δίσκο του. Ομως για τον Georgopoulos το άλμπουμ αυτό είναι κάτι περισσότερο. «Στο «Zebra» χρησιμοποίησα, ή αν θέλετε διοχέτευσα όλες τις επιρροές μου από καλλιτέχνες που θαυμάζω. Τα κομμάτια που συμπεριέλαβα είναι σαν ερωτικές επιστολές προς τους «δημιουργούς» τους». Οι αναφορές κάθε καλλιτέχνη είναι η δύναμή του και το δημιουργικό του περίγραμμα. Ενα τέτοιο δείγμα είναι για παράδειγμα το κομμάτι «Ozu» .

O ελληνικής καταγωγής καλλιτέχνης –που όμως η σχέση του με την Ελλάδα και τη γλώσσα είναι περιορισμένη –το έγραψε ως φόρο τιμής και δήλωσης αέναου θαυμασμού για τον ιάπωνα σκηνοθέτη Γιασουτζίρο Οζου και την επίδραση που έχει στη δική του τέχνη. Οπως λέει στην ίδια συνέντευξη: «Οι ταινίες του έχουν ένα απολύτως μοναδικό συναίσθημα.

Τα φιλμ του συνθέτουν ένα σκηνικό που απλώνεται, έναν τοπίο σιωπής όπου αξιολογούνται οι επιλογές της ζωής. Αφηγούνται με πολύ σαφή και ταυτοχρόνως υπαινικτικό τρόπο ότι είμαστε όλοι θύματα του πολιτισμού που ζούμε. Οταν συνέθετα αυτό το κομμάτι αισθανόμουν σαν να βρίσκομαι στην άκρη ενός ποταμού μια ανοιξιάτικη μέρα παρατηρώντας πώς έλιωναν οι σταλακτίτες κάτω από έναν θολό ουρανό». Αυτή η ποιητικότητα διαποτίζει την ινστρουμένταλ δημιουργία του στο «Zebra», η οποία είχε αρχικό τίτλο «Late spring » («Το τέλος της άνοιξης», ταινία του ιάπωνα σκηνοθέτη Γιασουτζίρο Οζου).

ΑΝΕΝΤΑΧΤΟΣ. Ο Alexis Georgopoulos γεννήθηκε από γαλλίδα μητέρα και έλληνα πατέρα ο οποίος μετακόμισε στο Βερμόντ και εργάστηκε ως καθηγητής Φιλοσοφίας σε πανεπιστήμιο.

Στο σπίτι μιλούσαν γαλλικά και για κάποιον ανεξήγητο λόγο που ποτέ δεν έψαξε ο πατέρας του δεν έδωσε έμφαση στην ελληνική γλώσσα. Μιλάει ελάχιστα τη γλώσσα, αγάπησε όμως την Ελλάδα από τις συχνές επισκέψεις του στη Χαλκιδική και στα νησιά. Απολαμβάνει τη φυσική και αβίαστη ροή των πραγμάτων και βρίσκει ασφυκτικά τα κουτιά της κατηγοριοποίησης. Η μουσική για εκείνον είναι κατ’ αρχάς ανταλλαγή καλλιτεχνικών ιδεών και θεωρεί ότι μόνο έτσι μπορεί να προχωρήσει: «Είναι ένας τόπος σεβασμού, θαυμασμού και αποδοχής. Σήμερα η λέξη «είδος» μπορεί άνετα να αντικατασταθεί με τη λέξη «κλισέ».

Η διαφήμιση δεν αξιώνει τίποτε χρήσιμο και λειτουργικό. Και φυσικά δεν δημιουργεί το ιδανικό πλαίσιο για την καλλιτεχνική ελευθερία –απαραίτητη για την έκφραση. Η δημιουργική διαδικασία είναι θέμα μιας αφήγησης χωρίς έλεγχο. Αν κάποιος μου πει ότι το «Zebra» δεν μπορεί να ενταχθεί πουθενά, τότε θα είμαι σίγουρος ότι πέτυχε».