Ηταν Ιούλιος. Του 1983. Δεν θα απαριθμήσω τώρα πόσα από αυτά που θεωρούμε σήμερα δεδομένα δεν υπήρχαν τότε ούτε καν ως προοπτική. Να θυμίσω μόνο ότι ο αυτόματος τηλεφωνητής ήταν σχετικός νεωτερισμός, το δε φαξ σούπερ τεχνολογία. Δεν νοσταλγώ εκείνη την εποχή για όσα δεν είχαμε και υποτίθεται έκαναν πιο ανθρώπινη την επικοινωνία μεταξύ μας. Σαχλαμάρες. Αναπολώ μόνο εκείνη την αθωότητα, την άγνοια κινδύνου που, ανεξαρτήτως ηλικίας, είχαμε. Τη βεβαιότητα ότι φτάνει να θελήσουμε κάτι, να το ονειρευτούμε και εκείνο, με κάποιο τρόπο, θα γίνει. Ηταν η εποχή που, όπως λέει ο τίτλος της στήλης, τα πράγματα, απλά, συνέβαιναν. Δεν φτιάχνονταν, δεν οργανώνονταν ως μακροπρόθεσμα πρότζεκτ.

Κάπως έτσι έγινε τότε και το περίφημο πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη. Απρίλιο το πρωτοσκέφτηκε και πριν περάσουν τρεις μήνες, σε εκείνη την πανσέληνο του Ιουλίου, το έκανε πραγματικότητα. Βουτιά σε βαθιά και άγνωστα νερά. Αλλά αυτό ήταν το πνεύμα της εποχής. Πρώτα βουτάμε και μετά μαθαίνουμε κολύμπι. Σκέφτομαι τώρα τι κάναμε (δούλευα σε εκείνη την συναυλία και είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό) και λέω πάλι καλά που δεν είχαμε ατυχήματα. Μια εξέδρα μέσα στη θάλασσα που εκεί θα έπαιζαν οι μουσικοί και θα εμφανίζονταν οι τραγουδιστές ήταν κάτι που δε είχε ξαναγίνει στην Ελλάδα. Σε διπλανή εξέδρα είχε στηθεί ένα ραδιοφωνικό στούντιο απ’ όπου ο Γιάννης Πετρίδης μετέδιδε τη συναυλία. Δεν θυμάμαι να είχαν ληφθεί ιδιαίτερα μέτρα προστασίας ως προς την πρόσβαση και την παραμονή του κόσμου στην παραλία. Διότι δεν περίμενε κανείς να μαζευτεί τόσος κόσμος. Δεν υπήρχαν προπωλήσεις ούτε ηλεκτρονικά εισιτήρια. Το τι θα γινόταν το καταλάβαμε από το μποτιλιάρισμα που, ήδη από το μεσημέρι, ξεκινούσε από τη Γλυφάδα.

Ενα γιούργια, αυτό έγινε. Γιούργια σε μια νέα εποχή, το εναρκτήριο σφύριγμα για τη μεγάλη έξοδο από την εθνική μας εσωστρέφεια. Οπως τώρα συνωστίζονται οι νέοι για να προλάβουν τις ευκαιρίες στην Black Friday, έχω την αίσθηση ότιν συνωστιζόμασταν κι εμείς εκείνο το βράδυ στη Βουλιαγμένη για μια συμβολική ευκαιρία που κι αν δεν ξέραμε ακριβώς περί τίνος επρόκειτο νιώθαμε ότι ήταν το πέρασμα από μία εποχή σε άλλη. Και όταν, πρωί πια, με βρεγμένα ρούχα και χωρίς παπούτσια διότι κάπου τα είχα χάσει, έβαζα το κλειδί στην πόρτα μου, ήταν σαν να έμπαινα όχι στο σπίτι μου αλλά σε μια άλλη χώρα.

Τριάντα πέντε χρόνια μετά η Εταιρεία Ακινήτων του Δημοσίου και ο Δήμος Βούλας, Βάρης και Βουλιαγμένης μετονομάζουν την Πλαζ της Βουλιαγμένης σε Πλαζ Λουκιανού Κηλαηδόνη. Επρεπε! Το ελάχιστο που θα μπορούσε να γίνει για τον «Λούκι», τον μοναχικό καουμπόη της νιότης μας, που μας έμαθε ότι δεν χρειάζονται μεγάλα λόγια για να γίνουν μεγάλα πράγματα.