Οταν ένα βράδυ ο ηλικιωμένος και μοναχικός κύριος Λαζαρέσκου αρχίζει να αισθάνεται έντονους πόνους στο στομάχι και την κοιλιά, θα ζητήσει βοήθεια. Αρχικά, από τους γείτονες του: Παρότι δυσφορούν όταν μπαίνουν στο βρώμικο διαμέρισμά του και μυρίζουν το αλκοόλ στην ανάσα του, καλούν βοήθεια η οποία καταφθάνει στο πρόσωπο της νοσοκόμας Μιοάρα και του Λέο, οδηγού του ασθενοφόρου. Μετά κόπων το ασθενοφόρο θα τον οδηγήσει στο νοσοκομείο –δυστυχώς! Γιατί εκεί θα ξεκινήσει η οδύσσειά του: μέσα σε μια νύχτα θα επισκεφτεί τέσσερα νοσοκομεία, θα έρθει σε επαφή με πολλούς γιατρούς και θα γίνει αποδέκτης αντιφατικών διαγνώσεων και ταλαιπωρίας, ενώ η κατάστασή του θα χειροτερεύει συνεχώς.

«Η ζωή είναι μια βασανιστική πορεία προς τον θάνατο, άσε που στο δρόμο μπορεί και να πεθάνεις», έλεγε σοφά κάποιος. Η απουσία της υγείας όμως μονάχα στη συνειδητοποίηση της αξίας της οδηγεί. Ισως γι’ αυτό στο «Στην Εντατική» οι γιατροί λειτουργούν με τέτοιο φρενήρη ρυθμό. Αυτά βέβαια, μονάχα στην τηλεόραση. Γιατί, να σας πω την αλήθεια, δεν ξέρω πόσοι από εσάς είχατε την ατυχία να περάσετε ένα βράδυ σε εφημερεύον νοσοκομείο: το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι, ενώ ο Πουίου κάνει μια καυστική κριτική του ρουμανικού συστήματος υγείας, αυτό που βλέπουμε στην οθόνη πλησιάζει κατά πολύ το δικό μας.

Ολα όμως ξεκινούν από κάτι βαθύτερο: την έλλειψη του οποιουδήποτε ίχνους αγάπης και συλλογικότητας, έλλειψη που καταγράφεται με κασσαβετική αιχμηρότητα (η κάμερα στο χέρι και το έντονο κοντράστ ευνοούν τη σύγκριση) και ειρωνικούς συμβολισμούς (το πλήρες όνομα του ήρωα είναι Λαζαρέσκου Ντάντε Ρέμους!).

Και τι διαβρωτική ειρωνεία είναι αυτή! Πόση μελαγχολία κρύβει αυτός ο υπόκωφος καγχασμός απέναντι σε τόση μαυρίλα. Επιλέγοντας, να φιλμογραφήσει την οδύσσεια του ήρωά του σε πραγματικό χρόνο –που, όπως σημειώνεται και στον αυθεντικό τίτλο, κλείνει με τον θάνατό του, θάνατο που δεν αλλοιώνει διόλου την καθημερινότητα της ζωής των άλλων –ο Πουίου ολοκληρώνει με σατιρική διάθεση μια πραγματική ιλαροτραγωδία, κλινικής όμως αισθητικής, όπως υπαγορεύουν οι καιροί.

Η σπουδαία αυτή ταινία υπήρξε ουσιαστικά εκείνη που σηματοδότησε την έλευση του Νέου Ρουμάνικου Σινεμά, που πλέον αποτελεί σχολή. Και έχει σημασία να δώσουμε βάση στην ιδιαίτερη ματιά αυτών των δημιουργών, έτσι όπως κοιτάζουν τα σημάδια ενός άγριου, αδυσώπητου καθεστώτος, με πίκρα, θλίψη αλλά και μια παράξενη, σχεδόν αυτοσαρκαστική νοσταλγία.

Η ταινία απέσπασε τελικά 27 βραβεία, μεταξύ αυτών και το πρώτο βραβείο στο τμήμα Un Certain Regard στις Κάννες, (το ίδιο βραβείο που κέρδισε λίγα χρόνια μετά και ο «Κυνόδοντας» –ταινία που αποτέλεσε με τη σειρά της την πρώτη του λεγόμενου Greek Weird Wave.

Σκηνοθεσία: Κρίστι Πουίου

Σενάριο: Κρίστι Πουίου και Ράζβαν Ραντουλέσκου

Διεύθυνση φωτογραφίας: Ολεγκ Μούτου και Αντρέι Μπούτικα

Μουσική: Αντρέα Ποντουράρου

Ηθοποιοί: Ιον Φισκουτεάνου, Μόνικα Μπαρλαντεάνου, Ντράγκος Μπουγκούρ

Διάρκεια: 153’