Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω με μια υπενθύμιση για τη δική μου περίπτωση: ότι η ποιητική ιδιότητα είναι αυτή που προτάσσεται και δίνει ερεθίσματα στις άλλες ιδιότητες, τη δοκιμιακή και τη μεταφραστική. Εν σχέσει με τον ποιητή, λοιπόν, ο μεταφραστής είναι κι αυτός δημιουργός, αλλά δευτερογενής. Ενας μεταφραστής και μάλιστα μιας μακρινής εποχής, όπως η αρχαία ποίηση, πρέπει να δώσει την αίσθηση των αντιδράσεων προς το περιβάλλον του πρώτου ποιητή. Παράλληλα, όμως, να καλύψει τον χρόνο που έχει περάσει ώς τη δική του εποχή, ενσωματώνοντας τις συνεπακόλουθες αντιδράσεις. Π.χ. ο Αρχίλοχος ως πρωτογενής δημιουργός έχει απέναντί του την πραγματικότητα της εποχής του και επείγεται τα ερεθίσματά της και τις εμπειρίες του από αυτήν με μια φωνή προσωπική, μάλιστα την πιο προχωρημένη από των άλλων, να την αναπλάσει· ενώ ο σύγχρονος μεταφραστής, ακολουθώντας την πρωταρχική αυτή μετάπλαση, καλείται από την απομακρυσμένη του σκοπιά με μια καινούρια γλώσσα να την αναμεταδώσει. Γλώσσα και υπόκρουση εμπειριών της δικής τους εποχής. Πώς θα το επιτύχει; Μπορεί, όπου χωρεί, με μια άμεση επαφή, ποντάροντας ευθέως στην ανάδειξη ενός κόσμου όχι εξωτικών παρά απόξενων και μόνον έτσι αποκαλυπτικών σημασιών. Μα πιο συχνά –και εδώ έγκειται η δυσκολία που θα κρίνει και τη δύναμη ή την αδυναμία ενός μεταφραστή –επιχειρώντας διαρκώς να βρει διαύλους μέσω των οποίων θα καλύψει την απόσταση που είναι πολλαπλή, της εποχής του και της γλώσσας του από τη γλώσσα και την εποχή του πρωτοτύπου. Μία προσέγγιση με τρόπους αναλογικούς ή μεταφορικούς, όπως είναι αυτοί [αυτούς] που εκμεταλλεύεται η ποίηση.

Κατά μία έννοια, καλείται να ακολουθήσει το παράδειγμα των μεγάλων ποιητών, όπως του Καβάφη, ο οποίος βάζει τον εαυτό του στο περιβάλλον όπου κινείται η ποίησή του: η αλεξανδρινή και εν γένει η ελληνιστική εποχή. Με τον τρόπο του Καβάφη μπορεί κανείς, λοιπόν, να αποφύγει την τυπική μετάφραση και να φτάσει στη δημιουργική. Να πιάσει το ύφος μιας αλλοτινής εποχής και να το συνδέσει με το ύφος της δικής του. Κι αυτό επιτυγχάνεται όχι μόνο με την επιλογή των λέξεων, αλλά με την ειδολογική δομή. Στα επιγράμματα της αλεξανδρινής εποχής, για παράδειγμα, η δομή αυτή –το ύφος, αν προτιμάτε –είναι η λακωνικότητα: να δώσεις με συντομία τη σημασία των πραγμάτων.

Η μετάφραση της λυρικής ποίησης παρουσιάζει μια ξεχωριστή δυσκολία, επειδή αφορά στα συναισθήματα και τις εσωτερικές διεργασίες των ηρώων. Πρόκειται για εξατομικευμένη κατάθεση του ποιητή, πρώτη φορά σε αρχαίο πολιτισμό. Νομίζω ότι ως μεταφραστής ανταποκρίθηκα όχι σχολαστικά, αλλά με άμεσο τρόπο για να ξεπεράσω τα εμπόδια. Τα συναισθήματα χαρακτηρίζονται από ρευστότητα. Αυτό που οφείλει να έχει κατά νου ο μεταφραστής είναι ότι «κολυμπάνε», βαπτίζονται και αναβαθμίζονται μέσα στην πραγματικότητα. Επομένως, πρέπει και εδώ να πάρει κάτι απ’ την εποχή του. Ξεχωριστή δυσκολία, όμως, παρουσιάζει και η αρχαϊκή ποίηση –της «Ιλιάδας» και της «Οδύσσειας» -, καθώς εκεί ο μεταφραστής έρχεται αντιμέτωπος με μια μεγάλη χρονική γέφυρα: η ποίηση αυτή γράφεται τον 8ο αιώνα π.Χ., αλλά αναφέρεται στην εποχή των ηρώων, που είναι ο 12ος αι. π.Χ.

Γι’ αυτό είναι σημαντικό ο μεταφραστής να κατέχει την αρχαία γραμματεία με ευρεία εποπτεία, εφόσον ειδικά είναι φιλόλογος. Η γνώση αυτή ξεκινάει ήδη από την πρώτη ποίηση της αρχαϊκής περιόδου, τη λεγόμενη Ιαμβογραφική (Αρχίλογος, Σημωνίδης ο Αμοργίνος, Ιππώνακτας). Εκεί συναντάμε τη σάτιρα, την καυστικότητα και τον «διάλογο» των ποιητών με την πραγματικότητα –με την έννοια της αντιπαλότητας. Οι πιο δύσκολοι ίσως είναι ο Ιππώνακτας και ο Τιμόθεος, ο οποίος χρησιμοποιεί κατά κόρον τη μεταφορά. Από αυτή την τριβή πήρα κι εγώ εφόδια για τη δική μου ποίηση, γι’ αυτό κάποτε δήλωσα «ελληνιστής», όχι νεοελληνιστής. Οι δύο πυλώνες που με εκφράζουν είναι η αρχαία ως ελληνική παράδοση και, από την άλλη, ο μοντερνισμός.

Επιμένω, λοιπόν, ότι δραστικό και ζωοποιό θα γίνει το κείμενο όταν ο μεταφραστής ασπάζεται και τη δική του εποχή. Οταν ξεκινάει από την αρχαιότητα, αλλά ενσωματώνει τα διακριτά στοιχεία της εποχής του. Διαφορετικά η μετάφραση θα είναι άστοχη –θα καταλήξει «επιστημονική» και σχολαστική. Δεν θα δίνει στον αναγνώστη τις ανάσες που χρειάζεται. Οταν έχεις μπροστά σου τη λακωνικότητα του αρχαίου ποιητή δεν μπορεί να πέφτεις σε πολυλογία για να τον αποδώσεις. Πρέπει να ανακαλύψεις κι εσύ έναν στίχο «βραχύβιο» και σφιχτό.

Μια τελευταία υπόμνηση: ο μεταφραστής ανήκει στην εποχή του. Αλλη η μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη στην «Οδύσσεια» και άλλη του Μαρωνίτη ή του Χατζηγιακουμή. Η μετάφραση του έπους, ωστόσο, κατά την άποψή μου, οφείλει να διατηρεί το βαρδικό στοιχείο: την επικότητα του ραψωδού. Ο Μαρωνίτης, για παράδειγμα, έκανε το άλμα μεταφέροντας το έπος σε πεζή μετάφραση χωρίς να διατηρήσει τη βαρδικότητα.

Η μετάφραση του αρχαίου δράματος, από την άλλη, οφείλει να διατηρεί τη θεατρικότητα και να επιτρέπει την επαφή με τα άλλα είδη τέχνης. Ο Ευριπίδης, λόγου χάρη, μεταφέρει κάτι από την τραγικότητα που έχει στα εικαστικά ή τη ζωγραφική ο Απελλής και στη γλυπτική ο Σκόπας. Αυτό το παίρνει υπόψη του ο μεταφραστής χωρίς να δεσμεύεται απ’ τη θεατρικότητα και τα μέτρα της. Δεν μπορεί να μεταγράφει σαν να ακούγεται μια ραπτομηχανή. Η λυρική ποίηση, τέλος, έχει φτερά, «ανοίγεται» στον κόσμο.

Ο κύριος μεταφραστικός άξονας του ποιητή Γιάννη Δάλλα (1924) είναι η λυρική ποίηση. Εκτός άλλων, έχει μεταφράσει «Αρχαίους λυρικούς» (Νεφέλη, 1993), «Εις τα άγια νήπια» του Ρωμανού του Μελωδού (Απόστροφος, 1999), «Τα δημώδη των Αρχαίων. Αττικά – συμποτικά» (Γαβριηλίδης 2001), «Τα επιγράμματα – Στους Τελχίνες» του Καλλίμαχου του Κυρηναίου (Γαβριηλίδης, 2001), «Χορικολυρικούς» (Αγρα, 2003), «Μελικούς» (Αγρα 2004), «Ιαμβογράφους» (Αγρα, 2007), «Ελεγειακούς» (Αγρα, 2007)»∙ «Ο Ελληνιστικός μικρόκοσμος, απάνθισμα από την Παλατινή Ανθολογία» (Ηριδανός 2008), Ρουφίνου «Ερωτικά επιγράμματα» (Ηριδανός, 2007), Πλάτωνος Τα αποδιδόμενα Επιγράμματα, «Ηριδανός 2009). Εχει επίσης μόλις ολοκληρώσει τη μετάφραση των ερωτικών επιγραμμάτων του Ασκληπιάδη