Προσωπικές μαρτυρίες με εθνικές διαστάσεις: αυτό καταθέτουν οι ήρωες του Καμπανέλλη και της Αναγνωστάκη μέσα από τα δύο μονόπρακτα που συγκατοικούν στην παράσταση του Μάνου Καρατζογιάννη. Και γι’ αυτό μας αφορούν.

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης (1921-2011) έγραψε τον μονόλογο «Αυτός και το παντελόνι του» που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1957 από το Θέατρο Τέχνης με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο –μαζί με άλλα τρία μονόπρακτα. Κεντρικό πρόσωπο είναι «Αυτός…», χωρίς άλλο όνομα. Ενας οποιοσδήποτε μόνος – μοναχικός άντρας που ήθελε αλλά δεν μπόρεσε. Ενας ηττημένος, χωρίς ελπίδες, υπάλληλος, που στα χέρια του Καμπανέλλη παίρνει καθολικές διαστάσεις και γίνεται σύμβολο –τότε και τώρα. Ο μονόλογος γίνεται διάλογος, καθώς «Αυτός» συνομιλεί με την κοινωνία που τον κράτησε μακριά από τα όνειρά του.

Η Λούλα Αναγνωστάκη (1932-2017) έγραψε τον «Ουρανό κατακόκκινο» το 1997 και ο μονόλογος πρωτοανέβηκε στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου έναν χρόνο μετά (1998) από τον Βίκτωρα Αρδίττη με τη Βέρα Ζαβιτσιάνου, μέσα στο πλαίσιο ενός αφιερώματος για τη «σύγχρονη διάλυση». Κεντρική ηρωίδα είναι η Σοφία Αποστόλου, πρώην καθηγήτρια γαλλικών, αλκοολική και μητέρα φυλακισμένου. Μένει απέναντι από τις φυλακές για να μπορεί να επισκέπτεται τον γιο της. Η ζωή της έχει τα χαρακτηριστικά μιας προσωπικής περιπέτειας.

Σαν συγκάτοικοι στην ίδια ταράτσα «Αυτός» και η Σοφία Αποστόλου δεν συναντιούνται ποτέ επί σκηνής. Οταν εκείνος αποχωρεί, εκείνη έρχεται. Κι όμως υπάρχει κάτι αδιόρατο, υπόγειο και βαθύ που τους ενώνει. Κι αυτό είναι που οδήγησε τον σκηνοθέτη Μάνο Καρατζογιάννη να «παντρέψει» στο θέατρο Σταθμός τον «πατέρα» του νεοελληνικού θεάτρου με τη «μητέρα», και μοναδική, ίσως, σύγχρονη γυναικεία γραφή του καιρού μας, με τρόπο διακριτικό και βαθιά συναισθηματικό. Με γλώσσα υπαινικτική, άμεση και ευαίσθητη, που αφήνει το χιούμορ να βγει από τις χαραμάδες των τοίχων και τις ψυχές των ηρώων, Καμπανέλλης και Αναγνωστάκη, Αναγνωστάκη και Καμπανέλλης, αφηγούνται ζωές και ξυπνούν μνήμες. Το σκηνικό, μια ταράτσα ή το εσωτερικό ενός δωματίου με παράθυρο προς τον ακάλυπτο και «πρόσβαση» στη ζωή των γειτόνων, λειτουργεί διπλά γι’ «Αυτόν» και τη Σοφία Αποστόλου.

Με το σκισμένο παντελόνι να του προκαλεί τόση αναστάτωση, ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης κινείται πάνω στη σκηνή με το βάρος της κρυμμένης θλίψης και της μοναξιάς του. Η κλωστή που δεν περνά από τη βελόνα, η ανάγκη του «να έχει έναν άνθρωπο», η διαρκής αναζήτηση της μάνας μαζί με τα αναπάντητα ερωτήματα που συνοδεύουν την απουσία της, όλα και όλοι συμμετέχουν στη δημιουργία ενός κόσμου που Αυτός θα ήθελε να είναι αλλιώς. Ο Χατζηπαναγιώτης αναμετριέται με έναν δύσκολο ρόλο, γιατί πραγματεύεται το τίποτε που είναι το όλο. Πορεύεται βήμα-βήμα, μέσα από μια εσωτερική διαδικασία και φτάνει ως το τέλος.

Η «ροπή προς το κακό» της Σοφίας Αποστόλου, που λέει και ξαναλέει ότι «εγώ δεν βολεύομαι, δεν είμαι μέσος όρος» και η αγωνία για τον γιο της είναι το σήμα κατατεθέν μιας γυναίκας που μοιράζεται κάπου ανάμεσα στα γαλλικά τραγούδια και τους ύμνους της Τρίτης Διεθνούς, ψάχνοντας να βρει τον δικό της ουρανό. Μπαίνοντας στη σκηνή, η Νένα Μεντή παραπέμπει ευθέως και συνειδητά στη συγγραφέα Λούλα Αναγνωστάκη –αφήνοντας τα μαύρα της γυαλιά πάνω στο τραπεζάκι. Με εναλλαγές στο παίξιμό της, η Μεντή ακολουθεί την ηρωίδα της σε αυτή την πορεία εντός της, με μια καθαρότητα και μια βαθιά αξιοπρέπεια. Και όταν η φωνή της ίδιας της συγγραφέως ακουστεί στο τέλος –ένας συναισθηματικός φόρος του σκηνοθέτη στην Αναγνωστάκη, μένει η εντύπωση ότι μοιραστήκαμε μια εμπειρία κυρίως προσωπική.