Πριν πολλά χρόνια στην Εταιρεία Σπουδών της Σχολής Μωραΐτη είχα κάνει είκοσι δίωρα μαθήματα με τίτλο «Ο χαρακτήρας του πατέρα στο θέατρο». Είχα τότε διαπιστώσει πως στο παγκόσμιο θέατρο και κυρίως μετά την Αναγέννηση ο πάτερ φαμίλιας ήταν πρυτανεύων ρόλος, αφού η κοινωνία ήταν σαφώς πατριαρχική και η γυναίκα έως τα τέλη του 19ου αιώνα που λόγω της βιομηχανικής επανάστασης μπήκε στην εργασία καθοριζόταν από την ανάλογη θέση του πατέρα στο κέντρο και της ηθικής ζωής της κοινότητας. Είχα τότε σταθεί σε ρόλους πατέρων στις περιοχές της Ελλάδος που βρέθηκαν κάτω από κατακτητές που προέρχονταν από την Ιταλία ή τη Γαλλία (Κρήτη, Επτάνησα, Κύπρος). Βεβαίως η αναγωγή στην αρχαία δραματουργία σαφώς μας οδηγεί σε μια πατριαρχική κυριαρχία, όμως η γυναικεία παρουσία στο αρχαίο δράμα αλλά και στην κωμωδία («Λυσιστράτη», «Εκκλησιάζουσες», «Θεσμοφοριάζουσες») είναι χαρακτηριστική. Πάντως το αρχαίο δράμα δίπλα στους Οιδίποδες, τους Αίαντες, τους Αγαμέμνονες, τους Ηρακλήδες (πάνω στους πατέρες) έδωσε εξέχουσα θέση στις Μήδειες, τις Ηλέκτρες, τις Αντιγόνες, τις Κλυταιμνήστρες, τις Φαίδρες, τις Δηιάνειρες, τις Ατοσσες κ.τλ.

Δύο είναι στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο οι μεγάλοι άνδρες ρολίστες: ο Ρονκάλας στον «Βασιλικό» του Αντ. Μάτεσι και ο Βιολάντης στη «Στέλλα Βιολάντη» του Ξενόπουλου. Οι άλλοι πατεράδες είναι αχνά, υποταγμένα πρόσωπα, δουλευταράδες βέβαια, αλλά εξαρτημένοι θεσμικά από την καταλυτική παρουσία της Μάνας. Η οποία μπορεί να μην είχε, και δεν είχε, νομικά αστικά ερείσματα ούτε ψήφο, ούτε δικαιοδοσίες σε κηδεμονίες, κληρονομιές, υιοθεσίες κ.τ.λ., αλλά ήταν η βρυσομάνα, η πηγή, η αμπάριζα, η εστία και ο θεματοφύλακας των οικογενειακών υλικών και πνευματικών, θρησκευτικών και ηθικών τιμαλφών. Βρείτε, παρακαλώ, έναν πατέρα να κυριαρχεί σ’ ένα δημοτικό τραγούδι! Παντού μανάδες, του Κίτσου ή άλλου, περνάνε ποτάμια, φέρνουν στις φυλακές φαΐ, προσεύχονται για τους γιους τους, παρακαλούν, θρηνούν, μοιρολογούν και θάβουν και ανάβουν ένα κεράκι στα μνημόσυνα.

Ακόμα και σε δημοτικό τραγούδι για τη νίλα του Δράμαλη, η μάνα του τον αναζητεί νεκρό στον κάμπο της Τριπολιτσάς.

Η «Ιλιάδα» ξεκινάει μ’ έναν πατέρα, τον ιερέα του Απόλλωνος Χρύση, που έρχεται στις ελληνικές σκηνές να ζητήσει τη Χρυσηίδα την κόρη του που βίασε ο Αγαμέμνων. Αλλά στην «Ιλιάδα», πάλι, η Θέτις, η μητέρα του Αχιλλέα, μαζί με τις Νηρηίδες πιάνουν το μοιρολόι στην παραλία για τον επερχόμενο θάνατο του ήρωα, που ως θεές τον μαντεύουν!!

Κυρίαρχη τραγική μητέρα η Εκάβη που κηδεύει κόρες, γιους κι εγγόνια αιχμάλωτη η ίδια.

ΟΙ ΜΑΝΕΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ. Αν ρίξει κανείς μια πρόχειρη ματιά στο παγκόσμιο θέατρο είναι λίγες οι μητέρες και κυριαρχούν οι φιγούρες των πατεράδων ευρέος χαρακτηρολογικού φάσματος (τύραννοι ή θύματα). Πρέπει πάντως εδώ να αναφερθούμε στον Μπρεχτ που και στον «Κύκλο με την κιμωλία» χαρίζει έξοχα μητρικά αισθήματα στη Γκρούσα Βανατζέ που έσωσε από τη σφαγή ένα ξένο παιδί και το διεκδίκησε με το επιχείρημα πως το φρόντισε και το μεγάλωσε. Και βέβαια η «Μάνα Κουράγιο», πάντα του Μπρεχτ, η οποία όμως για τον δραματουργό υπήρξε αρνητικό υπόδειγμα, θύμα ενός οικονομικού μοντέλου που βάζει το κέρδος πάνω από τη μητρότητα. Αρνείται τα παιδιά της για να μη χάσει το εμπόριό της που τη ζει.

Στην Ελλάδα από την Γκόλφω και την κυρα-Γιάνναινα του δραματικού ειδυλλίου, την κοντέσα Βαλέραινα, τη Στέλλα Βιολάντη, το Φυντανάκι, τις ηρωίδες του Μελά, του Μπόγρη, του Λιδωρίκη, τη Θεοφανώ του Τερζάκη ώς τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Καμπανέλλη και τις αρνητικές αυταρχικές μητέρες του Μανιώτη, τη μάνα – θυμέλη και αγία, έστω και τυραννική, του Διαλεγμένου, την τερατώδη του Μάτεσι, αλλά και τη γνοιασμένη του ίδιου, το νεοελληνικό δράμα είναι μια έξοχη σε ποικιλία μητριαρχική πινακοθήκη. Οχι, βέβαια, αυθαίρετη. Ακόμη στην κοινωνία μας, που ποτέ της δεν έφτασε να γίνει αστική όπως η δυτική, τα πάντα πολώνονται γύρω από τη μάνα, αυτή την ακούραστη, αυταρχική, τρυφερή, πολυμήχανη, τολμηρή και απροσδόκητη φιγούρα που «φυλάει τα έρμα»! Ο Βάρναλης τη Μάνα του Χριστού μνημείωσε.

Λέγεται συνήθως, κι όχι αυθαίρετα, πως πίσω από κάθε σημαντικό άντρα υπάρχει μια γυναίκα, μητέρα, σύζυγος ή και μεγαλύτερη αδελφή (π.χ. Σοφία Τρικούπη). Αφήνω που και στην Ιστορία η Κλεοπάτρα, η Μεσσαλίνα, η Ελισσάβετ, η Αικατερίνη, η Γκάντι κυβέρνησαν μεγάλους και δύσκολους λαούς. Τα τελευταία χρόνια με τις γνωστές δυσχέρειες, για να το πω κομψά, στην παραγωγή θεατρικών παραστάσεων κυριαρχούν οι μονόλογοι και η πλειονότητα των μονολόγων είναι γυναίκες ηθοποιοί σε αναφορές σε ιστορικά γυναικεία πρόσωπα ή φανταστικά αλλά αναγνωρίσιμα, της διπλανής πόρτας.

Πόρνες, λαϊκές τραγουδίστριες, πολυτραγουδισμένες στιχουργοί, γυναίκες της επιστήμης που αναδείχτηκαν ενάντια στις προκαταλήψεις της εποχής για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, αυτές που έγιναν νοσοκόμες μέσα στα φλεγόμενα πολεμικά δρώμενα, γυναίκες που κολύμπησαν κόντρα στο ρεύμα στα ερωτικά και στην ερωτική ορθοδοξία.

Η θεατρική γυναικεία πινακοθήκη πολλές φορές κλόνισε την κοινή παράδοση για τη γυναίκα θυσία, αφοσίωση, αγία και στάθηκε σε μητέρες κυρίως κτητικές και παιδοφάγες, θηλυκούς Κρόνους που μετέτρεψαν τη θηλή σε θηλιά.

Εως τώρα ομολογώ πως δεν γνώριζα τις λογοτεχνικές και θεατρικές επιδόσεις του Γιώργου Μεσολογγίτη. Με συγκίνηση διαβάζω πως είναι εν ενεργεία δημοδιδάσκαλος και υπηρετεί στο Δημόσιο της Νάξου. Η Νάξος είναι η πατρίδα του Καμπανέλλη. Ενας δάσκαλος σ’ ένα νησί του Αρχιπελάγους εξ ορισμού είναι μια κιβωτός εμπειριών. Δεν με εκπλήσσει λοιπόν που κατέφυγε σε μια έως τώρα γυναικεία σκιά, παραμελημένη από την ιστορία, τη μάνα του Μακρυγιάννη.

Εκείνη στο ρουμελιώτικο χωριό, τότε η Λιβαδειά, αλλά με μια ευφυή διαχρονική προσέγγιση που οφείλεται στη σκηνοθέτιδα που διάβασε με γενναιοδωρία το κείμενο, το μοντερνικό σαφώς, του Μεσολογγίτη. Διότι η μονολογούσα μάνα του Μακρυγιάννη είναι ΤΩΡΑ, σε μικροαστικό καθιστικό, με τηλέφωνο και τηλεόραση.

Δυστυχώς για την αφομοίωση της ιστορίας αυτό δεν αποτελεί αναχρονισμό. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ετσι θα μιλούσε σήμερα η μάνα του Μπελογιάννη, του Παναγούλη, του Λαμπράκη, του Ζαχαριάδη και του Κώστα Κραγιώργη που το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ κάπου ανάμεσα Βουδαπέστη και Σόφια, όταν εξαφανίστηκε διότι διαφώνησε με τη γραμμή του Κόμματος. Η μάνα του Μακρυγιάννη, όπως η Παναγιά του Βάρναλη, παλεύει να απομακρύνει από τη φωτιά τον γιο της ενώ ξέρει πως γι’ αυτό εκείνος γεννήθηκε και δεν αλλάζει το γάλα που θήλασε με εβαπορέ. Η μάνα του Μακρυγιάννη είναι μάνα διαχρονική. Δεν γαλουχεί ήρωες, γαλουχεί πατριώτες, δηλαδή τίμιους συμπολίτες που θέλει να τους βλέπει στα μάτια και να μην ντρέπεται. «Τριάντα χρόνια, γιε μου, και δεν σ’ έμαθα ακόμα» λέει η Παναγιά του Βάρναλη στον γιο της.

Αυτή τη μητρική διαχρονία υπηρετεί το κείμενο του Μεσολογγίτη. Και το υπηρέτησε η Κατερίνα Πολυχρονοπούλου με σεβασμό στο καίριο, υποδειγματικό και σε ήθος και σε ύφος και σε ρυθμό σκηνικό δρώμενο.

Η Κατερίνα Καμπανέλλη (σκηνικά – κοστούμια) δημιούργησε έναν διαχρονικό αναγνωρίσιμο ελληνικό τόπο. Ο Τσουμάνης έντυσε με μουσική τα κενά του λόγου, ο Σαμόλης φώτισε τον χώρο και η Γεωργαλά δίδαξε κίνηση. Ολα αυτά στον πολυχώρο Vault που πάντα μας εκπλήσσει με τις επιλογές του. Κυρίαρχη στη σκηνή η Ευγενία Αποστόλου στον ρόλο της Βασιλικής Τριανταφύλλου, μάνας του Μακρυγιάννη. Τι κίνηση, τι σεμνή μετρημένη χειρονομία, τι λαϊκή αιδώς και τι ταπείνωση μπροστά σε τρομερά γεγονότα. Ενα υποκριτικό διαμάντι με απόλυτο έλεγχο μέσων και σκοπών, μια περσόνα που έρχεται να μας συναντήσει από τις αρτεσιανές πηγές του ελληνικού ήθους.

Κείμενο:Γιώργος Μεσολογγίτης

Σκηνοθεσία:Κατερίνα Πολυχρονοπούλου

Ερμηνεία:Ευγενία Αποστόλου

Σκηνικά – κοστούμια:Κατερίνα Καμπανέλλη

Μουσική: Σταύρος Τσουμάνης

Κινησιολογία: Αναστασία Γεωργαλά

Φωτισμοί:Ακης Σαμόλης

Οι παραστάσεις ολοκληρώθηκαν πρόσφατα στον Πολυχώρο Vault