Η αυτοκτονία του Αντονι Μπουρντέν ήταν αφορμή για να έλθει άλλη μια φορά στο προσκήνιο το θέμα της κατάθλιψης. Από τη στιγμή μάλιστα που κάπου πήρε το μάτι μου μια διαδικτυακή ανάρτηση που έγραφε «Αμάν πια με τον ψυχάκια που αυτοκτόνησε», δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι αυτό το θέμα πρέπει να συζητιέται όσο πιο συχνά και όσο πιο ανοιχτά γίνεται. Διότι αν υπάρχει έστω και ένας άνθρωπος που έχει αυτήν την άποψη, υπάρχει τουλάχιστον κι άλλος ένας που κινδυνεύει να ανοίξει την πόρτα για τη μεγάλη έξοδο.

Συνηθίζουμε να λέμε ότι συζητάμε για την κατάθλιψη, ενώ, συνήθως, ακούμε γι’ αυτήν, ακόμη και όταν εμείς οι ίδιοι αναγνωρίζουμε τα συμπτώματά της στη δική μας καθημερινότητα. Αν βέβαια τα ξέρουμε ή δεν προσπαθούμε να κοροϊδέψουμε τον εαυτό μας. Τα ταμπού κρατάνε καλά ακόμη παγιδεύοντας τους ανθρώπους σε αδιέξοδα. Το γνωρίζω από προσωπική εμπειρία. Οι περιπέτειες του πρώην ΔΟΛ που κράτησαν πάνω από δύο χρόνια επηρέασαν καθοριστικά τις ζωές όσων δουλεύαμε εκεί. Πρακτικά, λόγω απληρωσιάς, αλλά και ψυχικά. Οσο κρατούσε αυτή η ιστορία, έκανε εντύπωση και σε εμένα την ίδια η ψυχραιμία με την οποία την αντιμετώπιζα.

Οταν, με τη νέα ιδιοκτησία, αποκαταστάθηκε η κανονικότητα, σαν να γύρισα προς τα πίσω και να είδα αυτό που περάσαμε.

Τότε κατέρρευσα. Ενιωθα σαν αγρίμι όταν βρισκόμουν μέσα σε κόσμο, αγωνιούσα να γυρίσω στο σπίτι μου, στη «φωλιά» μου. Φοβόμουν να κοιμηθώ το βράδυ, φοβόμουν και να ξυπνήσω το πρωί. Ξαναέκλεινα τα μάτια και προσποιούμουν στον ίδιο μου τον εαυτό ότι συνέχιζα να κοιμάμαι. Πονούσε το σώμα μου, όλο μου το σώμα, κουραζόμουν όταν περπατούσα διακόσια μέτρα. Ενιωθα ότι ήμουν έρμαιο, ότι οι άλλοι μπορούσαν να με κάνουν ό,τι ήθελαν, δεν είχα αντιστάσεις. Και παρηγοριόμουν ότι, τουλάχιστον, έκανα μπάνιο –είχα ακούσει ότι οι καταθλιπτικοί δεν κάνουν μπάνιο.

Δεν θυμάμαι με ποια αφορμή έπιασα τον εαυτό μου από το αφτί. Μόνο ότι μια μέρα άρχισα, μόνη μου στο σπίτι, να με φωνάζω «ηλίθια». Εγώ που αναγνωρίζω τα συμπτώματα κατάθλιψης σε άλλους, να κάνω το κορόιδο όταν πρόκειται για εμένα την ίδια; Την άλλη μέρα ήμουν στην ψυχίατρο. Και σήμερα, λίγους μήνες μετά και με φαρμακευτική αγωγή, είμαι αρκετά κοντά σε αυτό που ήμουν προ κατάθλιψης.

Από την αρχή της θεραπείας το έλεγα όταν ερχόταν η συζήτηση. Ενίοτε και χωρίς να έρθει. Και τότε άρχισα να πέφτω σε τοίχους. «Εσύ έχεις του φίλους σου να σε στηρίξουν, τι τους θέλεις τους τρελογιατρούς;» μου έλεγαν. «Αν είχα σπάσει το πόδι μου θα πήγαινα στους φίλους μου;» τους απαντούσα. «Και δεν ντρέπεσαι να λες ότι παίρνεις αντικαταθλιπτικά;» μου ξαναέλεγαν. «Θα ντρεπόμουν να πω ότι παίρνω αντιγριπικά;» τους ξαναπαντούσα.

Η κατάθλιψη είναι πάθηση. Δεν είναι ούτε τρέλα ούτε αδυναμία ούτε ντροπή. Και θέλει γιατρό και φάρμακα. Πάνω απ’ όλα όμως θέλει να παραδεχθείς ότι πονάει η ψυχή σου. Οπως πονάει το πόδι, το κεφάλι, η μέση σου.