Τι είναι το μάτσα στην εποχή μας; Ο,τι ήταν σε μια άλλη εποχή το τζίντζερ. Και σε μια άλλη το ξίδι μπαλσάμικο. Και, φαντάζομαι, σε παλιότερες η κέτσαπ. Για να μη θυμηθώ τις διηγήσεις της 80χρονης φίλης μου που έλεγε ότι, λίγο μετά την Κατοχή, το μεγάλο νέο για το οποίο η μητέρα της μιλούσε εκστασιασμένη ήταν ότι ο Βάρσος στην Κηφισιά διέθετε ένα πρωτόγνωρο προϊόν που το έλεγαν… σαντιγί. Υπάρχουν, δηλαδή, κάποια τρόφιμα που λειτουργούν ως ένα είδος διαβατηρίου για το πέρασμα από τη μια εποχή στην άλλη. Ή, σε κάποιες περιπτώσεις, ως στοιχείο ταυτότητας που πιστοποιεί νεοαποκτηθέντα κοσμοπολιτισμό.

Ενα τέτοιο τρόφιμο λοιπόν είναι εδώ και αρκετούς μήνες το μάτσα. Στα ιαπωνικά (η Ιαπωνία είναι η χώρα προέλευσής του) σημαίνει «τσάι σε σκόνη». Γιατί περί τσαγιού πρόκειται, ενώ συγκαταλέγεται και στα super foods. Πέραν τούτου όμως είναι η νέα τάση στη γαστρονομία και χρησιμοποιείται για την παρασκευή πανκέικ, παγωτών, μάφιν, γλυκών, μπισκότων, σε σμούθι, σε σάλτσες, σε σούπες, προσδίδοντάς τους το χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα του. Εσχάτως κυκλοφορούν και τυποποιημένα τρόφιμα με μάτσα, ενώ το διαφημίζουν και ως συστατικό σε καλλυντικά περιποίησης σώματος και μαλλιών. Και κάπου εδώ προκύπτει το νεοελληνικό ερώτημα: «Εσείς το μάτσα πού το μάθατε πριν αρχίσουν να το χρησιμοποιούν ως αλατοπίπερο οι διαγωνιζόμενοι στο «Master Chef»;».

Πολλοί πάντως το έμαθαν στο Tsai. Το teahouse στην οδό Αλεξάνδρου Σούτσου στο κέντρο της Αθήνας που εδώ και πολλά χρόνια σερβίρει όχι μόνο αυθεντικό τσάι μάτσα, αλλά και διάφορες παρασκευές με αυτό ως βασικό συστατικό. Πρόκειται για έναν χώρο γνωστό εδώ και χρόνια στους μυημένους, «μιλημένους» και υποψιασμένους, που παραπέμπει, με το που πατάς το πόδι σου, στην έννοια της ιεροτελεστίας και του ασιατικού ζεν. (Αφού μέχρι και εγώ με τη φωνή – τσιρίδα, όταν βρέθηκα εκεί, συνειδητοποίησα ότι κατέβασα τα ντεσιμπέλ). Ο χώρος ανακαινίστηκε το 2015, εν μέσω capital controls, από τον αρχιτέκτονα Γιώργο Μπάτζιο και πέρυσι κέρδισε το πρώτο βραβείο στον πανευρωπαϊκό διαγωνισμό αρχιτεκτονικής, στην κατηγορία Commercial / Retail. Ενώ φέτος το «Architectural Digest» το συμπεριέλαβε στα 17 καλύτερα teahouses στον κόσμο.

Στον κατάλογό του δεκάδες επιλογές από μαύρα, πράσινα, λευκά και oolong τσάγια, ειδική λίστα με μάτσα και κάποιες επιλεγμένες προτάσεις για ελαφρά πιάτα. Τις ποικιλίες μπορεί κάποιος να τις προμηθευτεί και για το σπίτι, όπως επίσης σκεύη και ειδικά αξεσουάρ. Και επειδή, σε εποχές οικονομικής κρίσης, αυτού του είδους τα καταστήματα με concept, μόνο κάποιοι ρομαντικοί τρελοί (με την καλή έννοια) μπορούν να τα διαχειριστούν, ο «τρελός» σε αυτή την ιστορία είναι ο Σάκης Παπαθεοδώρου.

Στερητικά σύνδρομα

Μου συμβαίνει όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια και θα μου ξανασυμβεί τώρα που καλοκαίριασε. Χαζεύοντας τις δεκάδες γεύσεις παγωτού, όταν αποφασίζω να αντιμετωπίσω τον πειρασμό ενδίδοντας σε αυτόν, μελαγχολώ. Πολλά ταμπελάκια, ποικιλίες, προσθήκες. Παγωτά με γεύσεις αλκοολούχων ποτών, παραγεμισμένα με μπισκότα, γλυκά, τσουρέκια, λουκούμια. Κάποια Χριστούγεννα είχαν κυκλοφορήσει παγωτά μελομακάρονο και κουραμπιές… Τα τελευταία χρόνια με αλατισμένους ξηρούς καρπούς και με πολύχρωμα πιπέρια. (Αναρωτιέμαι αν ποτέ θα φάμε παγωτό με συκωτάκια πουλιών). Από την άλλη, τα λεγόμενα «ιταλικά παγωτά», που θεωρούνται premium, μου μοιάζουν όλα ίδια, με το γάλα σε πρώτο επίπεδο και τη γεύση να ακολουθεί ή να χάνεται εντελώς. Και κάπως έτσι επιθύμησα τα παγωτά των παιδικών μου χρόνων. Που η απλότητα ήταν ακριβώς ο πλούτος της γεύσης τους. Ενα καϊμάκι, για παράδειγμα, με το οποίο δεν θα κλωτσάει στον ουρανίσκο σου η βιομηχανοποιημένη σκόνη. Ενα τέτοιο καϊμάκι δοκίμασα στο ζαχαροπλαστείο Κανάκη στη Νέα Φιλαδέλφεια. Μια παρηγορητική γεύση που πυροδοτεί τη νοσταλγία. Οπως άλλωστε και η πορεία του Παναγιώτη Κανάκη που ξεκίνησε αυτήν την ιστορία πριν από εβδομήντα χρόνια. Ενας νεαρός που, μέσα στον Εμφύλιο, ήρθε στην Αθήνα μήπως μπορέσει και φτιάξει τη ζωή του. Οι εναλλακτικές δεν ήταν πολλές και η κωνσταντινουπολίτισσα υπέργηρη γιαγιά της προσφυγοπούλας που παντρεύτηκε του έδωσε τη δική της συνταγή για το παγωτό καϊμάκι. Τα χρόνια πέρασαν, η επιχείρηση μεγάλωσε, ακόμη και η στάση μπροστά στο μαγαζί πήρε το όνομά του. Οι νέες γενιές πήραν τα ηνία, ανέπτυξαν τις δραστηριότητές της. Το καϊμάκι όμως έμεινε το ίδιο όπως εκείνο που έκανε ο κύριος Παναγιώτης ακολουθώντας τις συμβουλές της 98χρονης γιαγιάς σε μια γλώσσα που καλά καλά δεν καταλάβαινε. (Για λίγες μέρες, καθώς το Κανάκη ανακαινίζεται, τα προϊόντα του διατίθενται στον Νάρκισσο στην Κηφισιά).

Πώς να κρυφτείς

απ’ τα παιδιά;

Απόγευμα βαρύ, αθηναϊκό, πρωτοκαλοκαιρινό. Με σκοτούρες στο κεφάλι σου. Ψάχνεις να βρεις μια διεύθυνση. Και ξαφνικά ακούγονται οι ήχοι που σε γλυκαίνουν. Τους ακολουθείς σχεδόν ασυνείδητα. Ας περιμένει για λίγο η δουλειά. Και ξαφνικά βρίσκεσαι σε μια παιδική χαρά, κρυμμένη λες μέσα στα δέντρα της Δεινοκράτους, στους πρόποδες τους Λυκαβηττού. Αργότερα έμαθα ότι είναι μία από τις δώδεκα πιστοποιημένες, δηλαδή ασφαλείς, παιδικές χαρές που παρέδωσε πρόσφατα ο Δήμος Αθηναίων. Θα ακολουθήσουν άμεσα άλλες δεκαέξι. Γιατί οι μικροί Αθηναίοι είναι και αυτοί πολίτες.