«Ενα από τα πιο συναρπαστικά fusion ντουέτα που θα συναντήσετε», με την άδεια της «Γκάρντιαν», έρχεται στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής για να εξιστορήσει το μακρύ μουσικό ταξίδι του, που κρατάει τρεις δεκαετίες. Ο Γιώργης Ξυλούρης (Ψαρογιώργης) και ο Τζιμ Γουάιτ έπειτα από δεκάδες συναυλίες στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη πιάνουν λαούτο και ντραμς για να θυμίσουν ότι δεν έχουν ανάγκη να ενταχθούν σε κάποιο είδος, επειδή έχουν φτιάξει το δικό τους. Μιλήσαμε με τον Γιώργη Ξυλούρη για την εμφάνισή τους που εντάσσεται στο αφιέρωμα στην κρητική μουσική.

ΑΝΑΚΑΤΕΜΕΝΟ ΚΟΙΝΟ. Ημασταν στη Μάρφα, μια πόλη έξω από το Ελ Πάσο, στα βάθη της ερήμου στο Τέξας, όπου έχουν γυριστεί πάρα πολλά γουέστερν. Στο ξενοδοχείο όπου μείναμε είχε φωτογραφίες από Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Τζέιμς Ντιν, Κλιντ Ιστγουντ. Μια εμπειρία που απέκτησα ήταν ότι όπου και αν εμφανιζόμασταν, το κοινό ήταν ανακατεμένο. Δεν αναφέρομαι μόνο στις εθνικότητες, αλλά σε εκείνους που τα ακούσματά τους είναι τελείως διαφορετικά: από ροκ και πανκ, μέχρι τζαζ και ποπ και όλες τις ηλικίες.

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ. Από τότε που κάναμε τον πρώτο δίσκο «Goats», πριν από 4 χρόνια και ξεκινήσαμε την περιοδεία στις ΗΠΑ, είχαμε την αγωνία αν αυτό που παίζαμε θα άρεσε. Τελικά καταφέραμε να σμίξουμε ανθρώπους που είχαν διαφορετική μουσική προέλευση, να δημιουργηθεί ένα άλλο κοινό. Παίζουμε παραδοσιακά κρητικά, αλλά έχουμε και τις δικές μας συνθέσεις. Αλλη μια διαπίστωση από την εμπειρία μου στις μουσικές σκηνές ανά τον κόσμο είναι πως δεν έχει σημασία τι μουσική παίζεις, αλλά πώς την πλησιάζεις. Θεωρώ ότι η ερμηνεία συνδέεται με τους ανθρώπινους χαρακτήρες. Πώς δηλαδή ο σολίστας βρίσκει τον χώρο του μέσα σε αυτό που συμβαίνει με ευαισθησία, αισθητική, ιδανικές και ταιριαστές δυναμικές.

Ο ΤΖΙΜ ΓΟΥΑΪΤ. Ακουγα –και ακούω –συχνά «ο Ψαραντώνης είναι ροκ, ή είναι ο Τζίμι Χέντριξ της Κρήτης». Θα μπορούσα όμως πω το ίδιο, αντίστροφα: α! ο Τζίμι Χέντριξ είναι ο Ψαραντώνης της Αμερικής. Δεν κάνουμε τους ροκάδες, δεν προσποιούμαστε κάτι. Με τον Τζιμ γνωριζόμαστε σχεδόν 30 χρόνια κι έχουμε φτιάξει κώδικες. Π.χ. παίζουμε ένα ριζίτικο («Σιγά σιγά βρέχει ο θεός/ και σιγανά χιονίζει / κι έχει το κρύο στα βουνά/ το κρύο στις μαδάρες) του εξηγώ τι λέει και αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει. Μετά τοποθετείται μέσα σε αυτό με τους ήχους και είναι σαν να ακούς τον αέρα των βουνών. Τόσο μαλακά «ενσωματώνεται» στην ατμόσφαιρα που δημιουργείται και εκφράζει αυτό που του λένε η καρδιά και η φαντασία του. Για μένα –εκείνη τη στιγμή –είναι σαν να κάθομαι πάνω σε βράχο, να λέω ένα ριζίτικο και ν’ ακούω τον αέρα να βουίζει. Αυτό θα προσπαθήσουμε να χτίσουμε και στην Εναλλακτική Σκηνή με το υλικό των τριών δίσκων μας: «Goats», «Black Peak» , «Mother». Μέσα τους βρίσκεται η ιστορία της γνωριμίας μας από την πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε μέχρι σήμερα. Την ίδια θα αφηγηθούμε και στην Οπερα του Σίδνεϊ που είναι ο επόμενος σταθμός μας σε λίγες μέρες.