«Μια αληθινή ιστορία»: Είναι αδύνατον να μη σου έρθουν δυο συγκεκριμένες ταινίες στο νου βλέποντας το πρόσφατο πόνημα του σπουδαίου Ρόμαν Πολάνσκι: η μία είναι το «Νέα γυναίκα μόνη ψάχνει», του Μπάρμπετ Σρέντερ και η άλλη το «Misery» του Ρομπ Ράινερ. Στο πρώτο φιλμ μια γυναίκα που αναζητά συγκάτοικο για το διαμέρισμά της, υποδέχεται μια κοπέλα που σιγά σιγά μοιάζει να οικειοποιείται την ταυτότητά της. Στο δεύτερο η φανατική οπαδός ενός συγγραφέα τον κρατά αιχμάλωτο στο σπίτι της προκειμένου αυτός να γράψει ένα νέο αριστούργημα. Και εμείς ξέρουμε πως ο Πολάνσκι γοητεύεται και από το ζήτημα της ταυτότητας (θυμηθείτε τον «Ενοικο») όσο και από τους συγγραφείς σε κίνδυνο (ο χιτσκοκικός φόρος τιμής του υπέροχου «Αόρατου συγγραφέα»).

Εδώ, η Ντελφίν (Εμανουέλ Σενιέ), συγγραφέας ενός best-seller, μιας ιδιαίτερα προσωπικής νουβέλας επικεντρωμένης στη σχέση με τη μητέρα της, βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα σε μια δεξαμενή έμπνευσης που μοιάζει πλέον στείρα και σε μια πλειάδα θαυμαστών που μοιάζουν να απομυζούν την ενέργειά της.

Αντιμέτωπη με δαύτους, υπογράφοντας βιβλία, συναντά την Ελ (η εκθαμβωτική Εύα Γκριν), μια νέα γοητευτική, έξυπνη και διαισθητική γυναίκα. Της λέει μια δυο ατάκες και αυτομάτως τη γοητεύει. Η σχέση τους θα εξελιχθεί. Σύντομα η Ελ θα «προαχθεί» σε προσωπική βοηθό της και θα μετακομίσει στο διαμέρισμά της. Τα ρούχα της Ντελφίν δείχνουν όμορφα στο κορμί της Ελ που δρα σαν ενεργειακό βαμπίρ. Λες και θέλει στ’ αλήθεια να ρουφήξει τη ζωή της. Ο Πολάνσκι συνυπογράφει το σενάριο παρέα με τον Ολιβιέ Ασαγιάς, μια συνεργασία που μοιάζει να έχει αφήσει όχι μόνο μυθοπλαστικά αλλά και σκηνοθετικά αποτυπώματα στο σώμα του φιλμ.

Υπάρχει φυσικά η απαράμιλλη χάρη ενός κινηματογραφιστή που μπορεί να φιλμάρει ένα διαμέρισμα με χίλιους διαφορετικούς τρόπους (δεν υπάρχει καλύτερος εν ζωή σκηνοθέτης σήμερα σε αυτό από τον Πολάνσκι –το ντεκουπάζ αποτελεί και εδώ υλικό για σεμινάριο) και ο θεατής μπορεί να βολευτεί αναπαυτικά στα χέρια ενός πραγματικού μάστορα του μέσου. Και τη στιγμή που μπορεί να θεωρήσετε πως όλα αυτά κάπου τα έχετε ξαναδεί, η ταινία αποδεικνύεται πως είναι δομημένη λαβυρινθικά αλλά με μια αξιοθαύμαστη φινέτσα και λεπτότητα. Τι κι αν δεν πρόκειται για αριστούργημα; Μια ταινία του Ρόμαν Πολάνσκι είναι από μόνη της ένα γεγονός.

Βαθμοί: 7

Eνα «Star Wars» από τα παλιά

«Solo: A Star Wars Story»: Λοιπόν νοµίζω πως εταιρείες όπως η Ντίσνεϊ ή η Marvel θα έπρεπε να αντιµετωπίζονται περισσότερο σαν αυτοκινητοβιοµηχανίες. Και προσέξτε, επ’ ουδενί το λέω για κακό. Αντιθέτως, µε αυτόν τον όρο θέλω να υπογραµµίσω τη συνέπειά τους: γνωρίζουν πολύ καλά πώς να συναρµολογήσουν τα προϊόντα τους ούτως ώστε να ανταποκριθούν απολύτως στις ανάγκες των καταναλωτών τους. Υπάρχει µια «γραµµή», µια σταθερά από την οποία δεν ξεφεύγουν. Το «Solo: A Star Wars Story» (τον Χαν Σόλο εδώ ενσαρκώνει ο Ολντεν Ερενραϊχ) δεν αποτελεί εξαίρεση: ο Ρον Χάουαρντ επελέγη να σκηνοθετήσει αυτό το spin-off και η επιλογή δεν είναι τυχαία. Το φιλµ παραπέµπει ευθέως στο πνεύµα της πρώτης ταινίας. Λίγο από γουέστερν, λίγο από παλιοµοδίτικο sci-fi, µια δόση πολιτικής ορθότητας που όµως δεν ενοχλεί καθώς εντάσσεται πλήρως στη δράση, και ορίστε, µια ταινία που ανταποκρίνεται τόσο στο πνεύµα της σειράς όσο και στις απαιτήσεις των φανατικών. Μόνη παραφωνία η Εµίλια Κλαρκ. Εχουµε συνηθίζει τον Χαν Σόλο να ερωτεύεται πιο σαγηνευτικές (και πιο δυναµικές!) γυναίκες.

Βαθμοί: 6

«Ταξίδι αναψυχής»: Ο Τζον και η Ελα έχουν µοιραστεί περισσότερα από πενήντα χρόνια υπέροχης κοινής ζωής. Στα ογδόντα τους, λαχταρώντας µια τελευταία περιπέτεια µαζί, αποφασίζουν να ξεφύγουν από τα ενήλικα παιδιά τους και τους γιατρούς, σε ένα απαγορευµένο ταξίδι. Οι µεταξύ τους καβγάδες, που µερικές φορές ξεπερνούν τα όρια του «χαριτωµένου» (ένα περιστατικό µε µια καραµπίνα, για παράδειγµα, δείχνει λιγότερο αστείο απ’ όσο θα ήθελε ο σκηνοθέτης Πάολο Βίρζι –εδώ στο αγγλόφωνο ντεµπούτο του) αναταράσσουν τις σιωπές και αυτό που µένει είναι η τρυφερή συνύπαρξη δυο σπουδαίων ηθοποιών: του Ντόναλντ Σάδερλαντ και της Ελεν Μίρεν.

Βαθμοί: 5

«Νίνα»: Η µιγάδα Ζόι Σαλντάνα χτυπήθηκε από τους γνωστούς ινστρούκτορες επειδή δεν ήταν, λέει, αρκετά µαύρη για να παίξει τον ρόλο της Νίνα Σιµόν. Αφού πετάξουµε –ως οφείλουµε –αυτές τις ρατσιστικές κατηγορίες στα σκουπίδια, πρέπει να πούµε πως, ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους, θα θέλαµε πολύ τούτη εδώ η µουσική βιογραφία να αποτελούσε ένα µικρό διαµάντι, και όχι ένα κούφιο, τηλεοπτικής αισθητικής και διαφηµιστικού περιεχοµένου φιλµ που εντέλει οδηγείται στην καλλιτεχνική ανυπαρξία. Κρίµα.

Βαθμοί: 3

«Τερµατικός σταθµός»: Δύο πληρωµένοι δολοφόνοι αναλαµβάνουν µία ακόµα καταχθόνια αποστολή στη ζοφερή καρδιά µιας αχανούς πόλης χωρίς όνοµα. Η υπόθεση ξεφεύγει, και η αλήθεια είναι πως από το πρώτο πλάνο γοητεύεσαι από την αισθητική. Αλλά από το πρώτο εικοσάλεπτο και µετά δε σε ενδιαφέρει τίποτα! Κρίµα για την πανέµορφη Μάργκοτ Ρόµπι (της πάει ο ρόλος).

Βαθμοί: 2

ΕΠΙΣΗΣ: Η ήρεµη ζωή της Φιόνα που εργάζεται ως βιβλιοθηκάριος σε µια ήσυχη µικρή καναδική πόλη αναστατώνεται όταν λαµβάνει ένα αγωνιώδες γράµµα από την 93χρονη θεία της στο φιλµ «Ξυπόλυτοι στο Παρίσι», «µία µαγευτική ιστορία κάποιων ιδιαίτερων ανθρώπων που αναζητούν την αγάπη, ενώ βρίσκονται χαµένοι και ξυπόλητοι στο Παρίσι, την πόλη του φωτός» µε τον Πιέρ Ρισάρ και την Εµανουέλ Ριβά στον τελευταίο ρόλο της καριέρας της.