Σε ένα εγκαταλειμμένο ρωσικό νησί της Αρκτικής, δύο άντρες δουλεύουν επιμελώς σε ένα μικρό μετεωρολογικό σταθμό. Δουλειά τους είναι να παίρνουν μετρήσεις από τα ραδιενεργά εδάφη και να στέλνουν μέσω ασυρμάτου τα δεδομένα στον κεντρικό σταθμό –η μόνη τους επαφή με τον έξω κόσμο. Για τον επαγγελματία Σεργκέι αυτή η δουλειά έχει γίνει ρουτίνα στα πενήντα του. Τα χρόνια της απομόνωσης στον σταθμό τον έχουν κάνει να βλέπει τη δουλειά του πολύ σοβαρά. Ο νέος του συνεργάτης, ο Πάβελ, είναι ένας απόφοιτος πανεπιστημίου που του έχει ανατεθεί να περάσει το καλοκαίρι του στο σταθμό. Οι δύο άντρες δεν έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους, ο Πάβελ περνάει το χρόνο του παρέα με το mp3 και τα video games προσπαθώντας να αγνοήσει την επιβλητική παρουσία του Σεργκέι. Η ισορροπία διαταράσσεται μια μέρα, όταν ο Σεργκέι θα αφήσει το πόστο του για να πάει για ψάρεμα πέστροφας. Εχει αφήσει τον Πάβελ υπεύθυνο για τις μετρήσεις και την αποστολή τους. Ο άπειρος Πάβελ δεν παίρνει τις μετρήσει τις χρονικές στιγμές που πρέπει κι αντικαθιστά τα δεδομένα με ψεύτικα για να καλύψει το σφάλμα του. Ακόμη χειρότερα, καταφθάνουν άσχημα νέα για τον Σεργκέι. Φοβισμένος ο Πάβελ, δεν μοιράζεται τα νέα με τον Σεργκέι. Οταν η τρομακτική αλήθεια θα μαθευτεί, οι αναπόφευκτες συνέπειες ξεσπούν σε ένα τοπίο πυκνής ομίχλης, κοφτερών βράχων και της ανελέητης Αρκτικής.

Η ΦΥΣΗ. Δυο άνθρωποι όλοι κι όλοι. Σε ένα απέραντο, έρημο τοπίο. Πολλές οι σιωπές. Κι όμως, η καρδιά μας πάει να σπάσει από την αγωνία. Η ανάσα μας κόβεται. Και στο μυαλό μου, ένα μοναδικό ερώτημα: τι θα γίνει μετά; Ολα αυτά στο Φεστιβάλ Βερολίνου, το 2010, όπου πρωτοβλέπω το φιλμ. Το «Πώς τελείωσε αυτό το καλοκαίρι;» είναι ταυτόχρονα ένα εφιαλτικών εντάσεων ψυχολογικό θρίλερ, μια αλληγορία για τη Ρωσία που χάνεται και μια παράξενη ερωτική ιστορία. Οχι μεταξύ των δυο πρωταγωνιστών –μάλλον περί τριγώνου πρόκειται. Και το τρίτο πρόσωπο είναι η φύση, το φυσικό τοπίο με το οποίο ο Σεργκέι είναι πλήρως εναρμονισμένος. Κουβαλά άλλωστε όλη τη σκληρότητα της φύσης, και αυτό η ταινία το καταγράφει από τα πρώτα λεπτά. Ο Πάβελ αντιθέτως είναι νεοφερμένος, παιδί της πόλης και των τετράγωνων σπιτιών. Και το τοπίο σχεδόν τον αποβάλλει. Εδώ, σε αυτό το τρίγωνο αποκρυπτογραφείται και αυτή η παράξενη αίσθηση μεγαλείου που σε διαπερνά όταν βλέπεις το φιλμ. Αν και το ερώτημά μου παρέμεινε: Γιατί ο Πάβελ του κρύβει τα άσχημα νέα; Γιατί, δηλαδή, η ταινία είναι τόσο σκληρή με τον Σεργκέι; Είναι άδικο –ο Σεργκέι είναι ο μόνος άνθρωπος στο φιλμ που ζει σε μια απόρθητη αρμονία. Δυστυχώς όμως, η μανία της Φύσης (με Φ κεφαλαίο) ξεσπά πάντα στις ψηλότερες κορυφές. Και η Μεγάλη Ρωσία δεν έχει άλλη επιλογή από το να καταρρεύσει σιωπηλά. Διαβάζω μια συνέντευξη του σκηνοθέτη: «Ολοι εμείς, οι κάτοικοι των πόλεων, βλέπουμε την ιστορία από την οπτική του νεαρού Πάβελ με τον οποίο ταυτιζόμαστε ευκολότερα. Ωστόσο, η προσπάθειά μου σ’ αυτή την ταινία ήταν να γίνουμε υποκείμενα της άγριας φύσης του Βορρά, να αφήσουμε πίσω τις άκαμπτες έννοιες που έχουμε στο μυαλό μας και να είμαστε ανοιχτοί και προσεχτικοί σε ό,τι έχει να μας προσφέρει». Ας κρατήσουμε αυτά τα λόγια.

Σκηνοθεσία / σενάριο: Αλεξέι Ποπογκρέμπσκι

Φωτογραφία: Πάβελ Κοστομάροφ

Μουσική Ντμίτρι Κατχάνοφ

Ηθοποιοί: Γκριγκόρι Ντομπρίγκιν, Σεργκέι Πουσκεπάλις

Διάρκεια: 124’