Κατακόκκινο και διάφανο προκαλεί την αίσθηση της όρασης. Η καθαρή φόρμα του γυάλινου δοχείου που το περιέχει προκαλεί την αίσθηση της αφής. Η «συμμαχία» τους είναι εκείνη που κάνει τον επισκέπτη να θέλει να σπάσει τον απαράβατο κανόνα των μουσείων που συνοψίζεται στη φράση «μην αγγίζετε». Οταν όμως υπό το άγρυπνο βλέμμα ενός χάλκινου Ερωτα και τη γοητευτική παρουσία της Αφροδίτης ανοίξει τελικά το δοχείο με το πορφυρό υγρό, η αίσθηση που θα νικήσει τελικά είναι εκείνη της όσφρησης. Από μέσα του αναδίδεται ένα άρωμα πρωτόγνωρο, μονοδιάστατο κι άγνωστο στις σύγχρονες οσφρητικές μας συνήθειες, αναγνωρίσιμο όμως από τις πρώτες κιόλας νότες: ρόδο. Ενα άρωμα που κουβαλά την ιστορία 34 αιώνων και ενδέχεται να προσεγγίζει αρκετά εκείνα που φορούσαν η Αφροδίτη και η Ωραία Ελένη. Είναι ένα από τα εκθέματα – προϊόντα της πειραματικής αρχαιολογίας που κλέβουν την παράσταση στη δεύτερη αίθουσα της νέας περιοδικής έκθεσης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου «Οι αμέτρητες όψεις του ωραίου», με την οποία ολοκληρώνεται η τριλογία εορτασμού των 150 χρόνων από τη θεμελίωση του κτιρίου της οδού Πατησίων.

«Μας ενδιαφέρει να προσφέρουμε μια πρωτότυπη εμπειρία στους επισκέπτες η οποία συνδέεται με τα μυστικά της Αφροδίτης, καθώς αμέσως μετά τη γέννηση της οι Ωρες την έλουσαν με μύρο», λέει στα «Πρόσωπα» η διευθύντρια του ΕΑΜ Μαρία Λαγογιάννη για το αρωματικό έλαιο που παρασκευάστηκε ειδικά για την έκθεση. Παρουσιάζεται μάλιστα σε παγκόσμια πρώτη ανάμεσα στα 340 αντικείμενα που «στόχο έχουν να παρουσιάσουν ένα ταξίδι από τη νεολιθική εποχή ως την ύστερη αρχαιότητα και το οποίο δεν περιορίζεται στις αισθητικές προτιμήσεις, αλλά εστιάζει στην προσέγγιση της αισθητικής μέσα από μια φιλοσοφική οπτική». Η παρουσίαση του αρώματος μάλιστα είναι το πρώτο προϊόν πειραματικής αρχαιολογίας που θα ενταχθεί στην έκθεση καθώς θα ακολουθήσουν αναπλάσεις ρούχων από τη νεολιθική, μινωική και μυκηναϊκή εποχή.

Είναι δυνατόν όμως το 2018 να ξαναφτιαχτεί ένα αρωματικό έλαιο που χρησιμοποιούνταν κατά τον 13ο αι. π.Χ.; «Γιατί όχι; Αφού είχε φτιαχτεί στην αρχαιότητα, πιστέψαμε ότι μπορούμε να το ξανακάνουμε, αρκεί να ξεκλειδώσουμε κάποια κομμάτια γνώσης. Απορήσαμε μάλιστα πώς δεν το είχαμε σκεφτεί ώς τώρα δεδομένου ότι ένα άρωμα θα μας έδινε την πιο αληθινή αίσθηση που θα μπορούσαμε να έχουμε στα χέρια μας από τον αρχαίο κόσμο», απαντά η Λένα Κορρέ, επικεφαλής του τμήματος καινοτομίας και ανάπτυξης νέων προϊόντων και συνιδρύτρια της ομώνυμης εταιρείας, η οποία αποδέχτηκε την πρόταση που έγινε πριν από ενάμισι χρόνο από το μουσείο ως επικεφαλής του εγχειρήματος. Η ίδια μάς υποδέχθηκε στα εργαστήρια της εταιρείας στα Οινόφυτα. «Ολα ξεκίνησαν από το διάβασμα. Και μιλάμε για πολύ διάβασμα», λέει με χιούμορ ο χημικός του τμήματος έρευνας και ανάπτυξης της εταιρείας Ιορδάνης Σαμανίδης, ενώ μας δείχνει έναν όγκο βιβλίων δίπλα στα αναρίθμητα φιαλίδια του εργαστηρίου, μέσω των οποίων έδωσε τη μάχη για να προκύψουν όχι ένα, αλλά τρία αρώματα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. «Είχα τη διαίσθηση ότι κάτι καλό θα προκύψει, ωστόσο έπρεπε να βασιστώ στις πηγές, στην πείρα και το ένστικτό μου, γνωρίζοντας ότι θα καταφύγω σε τεχνικές που δεν χρησιμοποιούνται σήμερα», προσθέτει για τη δημιουργία των τριών αρωμάτων (ρόδο, φασκόμηλο, κορίανδρος – κύπειρος) που θα παρουσιαστούν διαδοχικά στο πλαίσιο της έκθεσης. Το πρώτο βήμα ήταν η μελέτη των πήλινων πινακίδων Γραμμικής Β’ από την Πύλο του 13ου αι. π.Χ. στις οποίες καταγράφονταν οι πρώτες ύλες. Η μεθοδολογία προέκυψε από πηγές όπως το «Περί οσμών» του Θεόφραστου και «Περί ύλης ιατρικής» του Διοσκουρίδη. «Οι πηγές ήταν ο φάρος μας. Ωστόσο χρειάστηκε να προσθέσουμε και λίγη φαντασία, δεδομένου ότι η πειραματική αρχαιολογία επιτρέπει ως έναν βαθμό τον αυτοσχεδιασμό», εξηγεί ο Σαμανίδης για τα αρωματικά έλαια –«δεν ξέρουμε αν ήταν γνωστά τα αιθέρια» –που φαίνεται πως χρησιμοποιούσε η μεσαία και ανώτερη τάξη, χωρίς να είναι διευκρινισμένο αν υπήρχαν γυναικεία και ανδρικά.

Πώς παρασκευάζεται

Η βάση ήταν πάντα κάποιο λάδι και η ερευνητική ομάδα επέλεξε το αγριέλαιο. Το ανέμειξε με νερό και το άφησε να βράσει. Στη συνέχεια προσέθεσε το στύμμα: ένα συστατικό ήπιας αρωματικής έντασης που βοηθά να μειωθεί το έντονο άρωμα του ελαιολάδου. Στην προκειμένη περίπτωση χρησιμοποιήθηκε ο κύπειρος –ένα ρίζωμα που βρίσκεται σε παραθαλάσσια μέρη. Σύμφωνα με τις πηγές, το καλύτερο προέρχεται από τις Κυκλάδες. Για να εντοπιστεί χρειάστηκε να επιστρατευτεί ο γεωπόνος Γιώργος Σταυρόπουλος. Αναμείχθηκε με κρασί (το αλκοόλ βοηθά στο να αναδειχθεί το άρωμα του κυπείρου) και δημιουργήθηκε μια πάστα που προστέθηκε να βράσει με το μείγμα νερού και αγριελαίου. «Αν δεν βάλουμε νερό, το λάδι θα μυρίζει σαν τηγανισμένο», μας αποκαλύπτει ένα από τα μυστικά της διαδικασίας ο Ιορδάνης Σαμανίδης. «Σήμερα όλα αυτά γίνονται με θερμό ατμό και παίρνουμε σε ελάχιστο χρόνο ραφιναρισμένο άοσμο λάδι». Το μείγμα, αφού κρύωσε και φιλτραρίστηκε με τη βοήθεια μαλλιού, διαχωρίστηκε το νερό από το λάδι με τη βοήθεια υπερήχων καθώς αν η διαδικασία γινόταν φυσικά θα απαιτούσε πολλές ημέρες. Το καθαρό πλέον έλαιο, σκούρο πρασινοκίτρινο, είχε αποκτήσει την απαλή οσμή του κυπείρου, γεγονός που επέτρεπε να «ακουμπήσει» καλύτερα το τελικό άρωμα

Για τη δεύτερη φάση χρειάστηκαν χιλιάδες πέταλα από τριαντάφυλλα που εμβαπτίστηκαν στο λάδι με άρωμα κυπείρου για πολλές ώρες ώστε να μυρίζει τελικά ρόδο. Η διαδικασία της εμβάπτισης είναι ένα από τα ελάχιστα στάδια της χρονοβόρας αυτής διαδικασίας που έχει επιβιώσει ώς τις μέρες μας. Τέλος, για να πάρει το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα επιστρατεύτηκε η ρίζα αλκάνα που έχει έντονες χρωστικές ουσίες και αντιδρά καλά με τα έλαια, αν και δεν είναι σαφές αν γινόταν κάτι τέτοιο στην αρχαιότητα. «Είμαστε περήφανοι για το αποτέλεσμα, αλλά είναι αλήθεια πως δεν ήταν απλό. Υπήρξαν στιγμές που θέλαμε να βάλουμε τα κλάματα, αλλά τελικά τα καταφέραμε», καταλήγει η Λένα Κορρέ.

H περιοδική έκθεση «Οι αμέτρητες όψεις του ωραίου» από αύριο στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Πατησίων 44. Εως τον Μάιο του 2019