Στο πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό του έργο –που ξεκινάει με το διδακτορικό του και εξελίσσεται στο πολύπλευρο ενδιαφέρον του για το αστικό τοπίο –ο Δημήτρης Φιλιππίδης γράφει ιστορίες για το ελληνικό τοπίο με όρους αρχιτέκτονα – πολεοδόμου αλλά επίσης γεωγράφου, ανθρωπολόγου και κοινωνιολόγου. Αυτό το άνοιγμα σε διαφορετικά πεδία είναι ο άξονας της σημερινής ημερίδας (Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς, 12/5 στις 12.00), αφιερωμένης στον ίδιο, κατά την οποία θα παρουσιαστεί ο τιμητικός τόμος «Τόπος τοπίο» που εκδόθηκε από τη Μέλισσα. Αρχιτέκτονας με πολυετή πείρα σε αρχιτεκτονικά γραφεία και πολεοδομικές μελέτες, καθηγητής –ομότιμος σήμερα –με μακρόχρονη θητεία στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, έχει αναδειχτεί σε έναν από τους σοβαρότερους μελετητές της ελληνικής αρχιτεκτονικής ιστορίας. «Ο Φιλιππίδης είναι ένας πατριάρχης τoυ αρχιτεκτονικού λόγου της τελευταίας πεντηκονταετίας» επισημαίνουν στον πρόλογό τους οι επιμελητές του τόμου Δημήτρης Κυρτάτας, Ηλίας Κωνσταντόπουλος, Χρήστος Μπουλώτης. Και αναφέρουν ότι τον ενδιαφέρει το ανθρώπινο αποτύπωμα όχι μόνο μέσα από τα επώνυμα αρχιτεκτονήματα τα οποία ποικιλοτρόπως τιμά και κρίνει, αλλά και μέσα από τη λεγόμενη ανώνυμη αρχιτεκτονική.

Η Ανδρος, η Σαντορίνη, η Κάρπαθος και πάντοτε η Αθήνα, τόποι κατοίκησης και τόποι μελέτης, κινητοποιούν το ενδιαφέρον του. Ακόμη και όταν γράφει για θυρωρούς πολυκατοικιών, νησιώτες υποδηματοποιούς και παραδοσιακούς τεχνίτες, η αντισυμβατική ιστορική του θεώρηση διευρύνει τα όρια της κατανόησης της αρχιτεκτονικής.

Παράλληλα με τις μονογραφίες του για έλληνες αρχιτέκτονες (Λύσανδρος Καυταντζόγλου, Κλέων Κραντονέλλης, Νίκος Βαλσαμάκης, ISV κ.ά.) και τις πρώτες, σημαντικές για την αρχειακή τους πληρότητα, μελέτες του για την ελληνική αρχιτεκτονική και πόλη [«Νεοελληνική αρχιτεκτονική» (1984), «Είκοσι θέσεις για την πολεοδομία» (1990), «Για την ελληνική πόλη» (1990), «Μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Ελλάδα» (2001), «Εφήμερη και αιώνια Αθήνα» (2009)], ο Φιλιππίδης επιμελείται τη μνημειώδη οκτάτομη σειρά του εκδοτικού οίκου Μέλισσα για την «Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική» (1982-88), έχοντας ήδη μεταφράσει από το 1976 το βιβλίο του Aμος Ράποπορτ «Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες». «Στις διαδρομές της πολυτοπίας του κατοικημένου χρόνου, της αρχιτεκτονικής και της πόλης, ο Δημήτρης Φιλιππίδης αναζητεί θραύσματα ενδείξεων, συνέχειες και ασυνέχειες. Πολύ νέος, συζητά τον προσφυγικό συνοικισμό στον Ιλισό ως έναν τόπο που συνδέεται στη μακρά διάρκεια με το παρελθόν και το παρόν, τις συνθήκες επιβίωσης και συμβίωσης, μια ανθρωπολογία της κατοίκησης…» αναφέρει στον τόμο ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Φατούρος, που συμμετέχει με ομιλία του στην ημερίδα.

Παναγιώτης Τουρνικιώτης

καθηγητής, Μετσόβιο Πολυτεχνείο

«Λίγο αναρχικός, βαθιά φιλοσοφημένος»

Ο καθηγητής στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο Παναγιώτης Τουρνικιώτης γράφει στα «Πρόσωπα» για την προσωπικότητα του τιμωμένου: «Ο Δημήτρης Φιλιππίδης δεν είναι εύκολος άνθρωπος, παρότιτα φαινόμενα δείχνουν το ανάποδο. Αυτό συμβαίνει επειδή συνήθως μιλά απλά και κατανοητά, αλλά έχει πολλαπλά επίπεδα σκέψεων, πουφαίνονται στα γραπτά του, στη διδασκαλία του ή στην έρευνά του στα πεδία της πολεοδομίας και της αρχιτεκτονικής. Εχει εντρυφήσει σε πολλά και διαφορετικά πεδία, έχει σύνθετη σκέψη και έχει υψηλό επίπεδο απαιτήσεων. Γι’ αυτό δεν μου είναι εύκολο να μιλήσω γρήγορα για αυτόν. Πίσω από τον γάργαρο τρόπο της προσωπικότητάς τουυπάρχει μια φιλοσοφία, μια συγκροτημένη σκέψη που δίνει στην αρχιτεκτονική τη σημασία που περιμένει από αυτήν η κοινωνία. Ο Φιλιππίδης είναι βαθιά φιλοσοφημένος, λίγο αναρχικός, λίγο ανυπότακτος. Δύσκολο να τον κατηγοριοποιήσει κανείς, να τον χωρέσεις σε περιγράμματα. Συνάντησα την ελεύθερη σκέψη του ως σπουδαστής το 1975 στο Πολυτεχνείο. Νέος τότε δάσκαλος,κατάφερνε να διαχειριστεί τους ανυπότακτους σπουδαστές του. Αλλωστε είχε ανυπότακτη γλώσσα και ο ίδιος. Χαιρόσουν το μάθημά του, έστω και αν διαφωνούσες, γιατί γινόταν με τρόπο γόνιμο από όπου μάθαινανοι σπουδαστές τη σημασία της ανάπτυξης του κριτικού λόγου. Μέσα στο Πολυτεχνείο δεν έπαιξε τα παιχνίδια καμιάς παράταξης, ούτε συντάχθηκε με ομάδες. Ηταν αυτό που λέμε μοναχικός λύκος. Αναπολώ τις μικρές εφημερίδες που τιτλοφορούσε «Φωνή Βοώντος», τυπωμένες σε απλές σελίδες Α4, όπου έκρινε και κατέκρινε τα όσα συνέβαινανστη σχολή και για τα οποία δεν μιλούσε κανείς από τους συναδέλφους. Σε αυτές τις σελίδες στιγμάτιζε συμπεριφορές χωρίς να παραπέμπει σε συγκεκριμένη πολιτική χροιά. Θα λέγαμε ότι ήταν ένα είδος blogspot, κάτι σαν τις σημερινέςαναρτήσεις, που τις έβρισκε κανείς καρφωμένες με πινέζα. Θα ήθελα να αναφερθώ στον Φιλιππίδη ως ανθρωπολόγο, εκείνον που έχει καταγράψει την αρχιτεκτονική από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους με επίγνωση, διορατικότητα και έρευνα, εισάγοντας ερμηνείες σε πολλά επίπεδα στο βιβλίο του 1984 για τη νεοελληνική αρχιτεκτονική. Ανθρωπολόγος σε αντιδιαστολή με τους ιστορικούς της αρχιτεκτονικής οι οποίοι μελετούσαν το κτίριο ως τεκμήριο αρχαιολογικής ματιάς, δίνοντας μια δύσκαμπτη κατανόηση των πραγμάτων. Ο Φιλιππίδης άνοιξε στη δεκαετία του ’60 έναν άλλο δρόμο. Ανοίχτηκεστις επιστήμες του ανθρώπου, την ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία, έκανε στην Αμερική το διδακτορικό τουπάνω σε αυτές τις νέες επιστήμεςκαι απέκτησε η ματιά του αυτό το άνοιγμα ώστε να παρατηρείισότιμα το «καλό» και το «κακό» γούστο της αρχιτεκτονικής. Αναδεικνύει δηλαδή τη σημασία μιας έκφρασης της ανθρώπινης δραστηριότητας που μπορεί να προσλαμβάνει χαρακτήρα ακόμα και κακού γούστου, και με αυτόν τον τρόπο «διαβάζει» την Ελλάδα πέρα από την κλειστά επιστημονική και αρχαιολογική προσέγγιση».

Γιώργος Τριανταφύλλου

Αρχιτέκτονας

Η άγνωστη πτυχή του ζωγράφου

Στο διάστημα της πολυετούς μας φιλίας, ο Δημήτρης Φιλιππίδης ουδέποτε μου είχε μιλήσει, ούτε μου είχε δείξει τα πολυάριθμα ζωγραφικά του έργα που έχει φιλοτεχνήσει επίμονα και συστηματικά από την παιδική του ηλικία. Ο Φιλιππίδης, αναζητώντας τη δική του εικαστική ταυτότητα, φλερτάρει από τα πρώτα νεανικά του έργα, στο σχολείο, με ικανό αριθμό τάσεων από τον χώρο της τέχνης και φαίνεται να έχει επιρροές από έλληνες και ξένους εικαστικούς. Ζωγράφιζε αδιακόπως όπου βρισκόταν και εκτιμώ ότι τελικά διαμόρφωσε πραγματικά ένα προσωπικό ύφος, με μια ελευθερία και τόλμη τόσο στους τρόπους γραφής όσο και στη θεματολογία. Ξεπέρασε τις τοπικές αναφορές και τα βιώματά του και προχώρησε σταδιακά σε πιο αφηρημένες αναζητήσεις, με πρόσωπα αλλά και τολμηρές γεωμετρικές συνθέσεις. Ολα δουλεμένα με έναν τρόπο που εκφράζει μια σιγουριά και αυτοπεποίθηση, χαρακτηριστικό που τα συνδέει μέσα από τη διαφορετικότητά τους. Τα ζωγραφικά του έργα κατανέμονται σε τέσσερις περιόδους, από την παιδική ηλικία μέχρι και τη Μεταπολίτευση, οπότε ο αριθμός τους περιορίζεται λόγω των υποχρεώσεών του ως καθηγητή, πλέον, Πολεοδομίας στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Ελπίζω και εύχομαι τα έργα αυτά να παρουσιαστούν σε μια ολοκληρωμένη έκθεση στο άμεσο μέλλον.