Υπήρξε η σιωπηλή πρωταγωνίστρια επί 43 χρόνια πίσω από μεγάλες εκθέσεις και εκδηλώσεις που επηρέασαν –αν δεν άλλαξαν –το τοπίο της νεοϋορκέζικης τέχνης. Η Μπάρμπαρα Χάσκελ ανήκει στην πολύτιμη «συντεχνία» των επιμελητών τέχνης, των ανθρώπων που μας μαθαίνουν να βλέπουμε τα έργα με μάτια ερμητικά κλειστά. Τελευταία «υπενθύμιση» γι’ αυτό τον ρόλο της είναι η αναδρομική έκθεση «American gothic and other fables» στο Μουσείο Γουίτνι της Νέας Υόρκης για τον αμερικανό καλλιτέχνη Γκραντ Γουντ. Μια έκθεση ταυτισμένη πλέον με την επιμελητεία της Χάσκελ, η οποία έχει μάθει να επιβιώνει και έχει αποκτήσει καθολική αναγνώριση μέσα στο απαιτητικό και ανταγωνιστικό περιβάλλον των καλλιτεχνικών οργανισμών.

Η Μπάρμπαρα Χάσκελ είναι η εξαίρεση της μονιμότητας στον κανόνα της «κινητικότητας». Οι εναλλαγές των επιμελητών είναι συνήθης τακτική στα διεθνή μουσεία, αλλά η Χάσκελ προϋπάρχει ακόμη και του γενικού επιμελητή του Γουίτνι Σκοτ Ρόθκοπφ. Αυτό που χαρακτηρίζει τη δουλειά της ως επιμελήτριας είναι ότι έδωσε σημασία στην ανάδειξη της αμερικανικής τέχνης του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, παρουσιάζοντας καλλιτέχνες όπως οι Μάρσντεν Χάλεϊ, Τσαρλς Ντέμιουτ και Τζόρτζια Ο’ Κιφ. Το βιογραφικό της περιλαμβάνει επίσης τη συνδιοργάνωση δύο σημαντικών Μπιενάλε στο Γουίτνι από τις οποίες αναδείχτηκαν πρωτότυπες καλλιτεχνικές θεματικές. Αλλά και οι εκθέσεις των εκπροσώπων του αμερικανικού μινιμαλισμού Ντόναλντ Τζαντ και Αγκνες Μάρτιν υπήρξαν επιλογές της. «Είναι δύσκολο να φανταστείς την αμερικανική τέχνη χωρίς την επιμελητική ματιά της»λέει ο διευθυντής του νεοϋορκέζικου μουσείου Ανταμ Ντ. Γουάινμπεργκ, καθώς η έκθεση για τον Γουντ δέχεται ήδη τους πρώτους επισκέπτες της.

Αλήθεια, γιατί τόσος ντόρος για την επιμέλειά τους, αναρωτιέται η αμερικανική εφημερίδα; Ο Γουντ, που πέθανε το 1942, άφησε πίσω του έναν καλλιτεχνικό θησαυρό με διαρκή απήχηση στο παρόν. Γεννημένος το 1891 στην Πολιτεία της Αϊόβα, έζησε τα πρώτα του δέκα χρόνια σε μία φάρμα έως τον θάνατο του πατέρα του. Εγινε γνωστός το 1930 όταν ο πίνακας του «American gothic» κέρδισε το έπαθλο 300 δολαρίων στην έκθεση του Ινστιτούτου Τέχνης του Σικάγου. Απεικονίζει έναν κτηματία με την κόρη του, μπροστά από ένα αγροτόσπιτο. Χαρακτηριστικό είναι το δικράνι στο χέρι του άνδρα, που από τη μια συμβολίζει τη χειρωνακτική εργασία και από την άλλη τον εξουσιαστικό ρόλο που έχει ο πατέρας μέσα στην οικογένεια.

Για την έκθεση η Χάσκελ επέλεξε 120 έργα, από τα πιο γνωστά του ζωγράφου ώς τα πρώιμα σχέδιά του που είναι και τα πλέον αποκαλυπτικά για τον εσωστρεφή καλλιτέχνη. Οι σύγχρονοι ερευνητές συμφωνούν με τη θεωρία της επιμελήτριας ότι ο Γουντ υπέφερε στη διάρκεια του έγγαμου βίου του, καθώς έκρυβε την ομοφυλοφιλία του. «Ηταν ένας νέος καλλιτέχνης από τις μεσοπολιτείες την εποχή του αμερικανικού Κραχ και μέσα σε αυτό το κλίμα έπρεπε να κρατήσει το μυστικό μόνο για τον ίδιο» εξηγεί η Χάσκελ. Παράλληλο θέμα ωστόσο είναι η εύθραυστη παραμυθένια γαλήνη που υπονοεί απειλή, όπως στις «Κόρες της Επανάστασης» με τις κυρίες που πίνουν το τσάι τους. «Ακόμη και στα πορτρέτα του υπάρχει κάτι το επικριτικό και απειλητικό. Τα τοπία του Γουντ είναι πολύ ήσυχα, οι επιφάνειές του τόσο λείες ώστε να υπάρχει πάντα απόσταση ανάμεσα στον θεατή και το έργο» λέει η επιμελήτρια του αμερικανικού ανοίκειου εντοπίζοντας μία σύνδεση των έργων του Γουντ με το παρόν. «Ο καλλιτέχνης έζησε σε μία εποχή που υπήρχε το χάσμα ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο αλλά και η επίθεση του λαϊκισμού πάνω στην ελίτ. Υπήρχε τότε ένα ερώτημα: ποιο είναι το αμερικάνικο έθνος; Τώρα είναι μία παρόμοια κατάσταση».