Σε μια αίθουσα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του Μόντρεαλ, ένας θεατής σιγοτραγουδάει το «Hallelujah», ενώ μια ψηφιακή οθόνη απεικονίζει τον αριθμό των ανθρώπων που ταυτόχρονα ακούν το κομμάτι μέσω streaming: 631. Σε μια κοντινή γειτονιά, το μπαρ «Suzanne» έχει στην κορυφή της σκάλας του την επιγραφή «σε τραβάει προς τα κάτω», εμπνευσμένη από τους στίχους του τραγουδιού που έδωσε στον χώρο το όνομά του: «Ολοι στο Μόντρεαλ, οι Γάλλοι, οι Αγγλοι, είναι περήφανοι για τον Λέοναρντ Κοέν, τον έχουν σαν κάτι ιερό» δηλώνει στους «New York Times» ο ιδιοκτήτης του Ολιβιέ Φάρλεϊ. Και κάπου εκεί στη συνοικία Plateau-Mont-Royal, αποτυπωμένη σε ολόκληρη την πλευρά ενός εννιαώροφου κτιρίου, μπορεί κανείς να προσκυνήσει μια επιβλητική τοιχογραφία, με το πρόσωπο του Κοέν μελαγχολικό.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των «New York Times», το Μόντρεαλ, γενέτειρα του Κοέν, που πέθανε τον Νοέμβριο του 2016, έχει αποκτήσει εσχάτως κάτι σαν μανία με τον ποιητή, μυθιστοριογράφο και τραγουδοποιό. Η νέα γενιά αποστηθίζει τους στίχους του, τη στιγμή που η παλιά τον αντιμετωπίζει σαν προφήτη. Υπερβολές; Εκτός από την έκθεση «Λέοναρντ Κοέν: μια ρωγμή στα πάντα», που προσελκύει πλήθος επισκεπτών στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, δεν είναι λίγοι εκείνοι που περνούν το κατώφλι του εστιατορίου «Moishes», προκειμένου να γευτούν τα αγαπημένα παϊδάκια του Κοέν. Ισως η περίοπτη θέση που κατέχει στο πάνθεον των πνευματικών ανθρώπων της καναδικής πόλης, το στάτους μεσσία που φαίνεται ότι έχει, να οφείλονται στις καλλιτεχνικές καταβολές του στον ιουδαϊσμό, τον καθολικισμό και τον βουδισμό. Οπως επίσης εξηγεί ο Γκίντεον Ζέλερμαϊερ, πρωτοψάλτης της τοπικής συναγωγής Shaar Hashomayim, ήταν ανάμεσα στους τοίχους της που ο Κοέν γιόρτασε την τελετή ενηλικίωσής του (μπαρ μιτσβά, στα εβραϊκά), με τη χορωδία της ηρεμούσε τους τελευταίους μήνες της ζωής του και στο νεκροταφείο της θάφτηκε: «Ο τάφος του» λέει ο Ζέλερμαϊερ «έχει πάντα πατημασιές, όσο ψηλό κι αν είναι το χιόνι. Ο,τι είναι ο Μπρους Σπρίνγκστιν για το Νιου Τζέρσεϊ είναι ο Κοέν για το Μόντρεαλ».

Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΗ. Γεννημένος το 1934 σε μια εύπορη εβραϊκή οικογένεια, ο Λέοναρντ Κοέν κατηφόρισε τους λόφους του προαστίου του Γουέστμαουντ, όπου μεγάλωσε, για να παίξει κάντρι στα υποφωτισμένα στέκια του κέντρου του Μόντρεαλ, όταν ακόμα ήταν έφηβος. Εγινε μέλος του αβανγκάρντ λογοτεχνικού κύκλου της πόλης, απήγγελλε τα ποιήματά του στα τζαζ κλαμπ και παρότι στη συνέχεια έζησε στη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο και την Υδρα, κάποτε είπε ότι πρέπει να επιστρέφει συχνά στο Μόντρεαλ, για να φρεσκάρει «τις νευρωτικές σχέσεις» του.

Το σπίτι του, κοντά στη Λεωφόρο Σεν Λορέν, έναν δρόμο ζωηρό, πολυπολιτισμικό, γινόταν συχνά αντικείμενο παρατήρησης από τους θαμώνες των κοντινών ντελικατέσεν: οι περιπτώσεις που τον εντόπιζαν στη βεράντα του ή στον δρόμο, πάντα ευγενικό, κρατώντας ένα σημειωματάριο, δεν ήταν λίγες. «Αγαπούσε τις εργατικές, εβραϊκές συνοικίες του Μόντρεαλ και των μυθιστορημάτων του Μόρντεχαϊ Ρίχλερ» λέει μία εκ των βιογράφων του, ονόματι Σίλβι Σίμονς. «Πέρασε όλη του τη ζωή μακριά, αλλά δεν έφυγε ποτέ».

Μέχρι και η μουσική του αποδείχτηκε μέσα στον χρόνο δύναμη ενοποιητική για μια πόλη ταλανισμένη από γλωσσικά ζητήματα. Ακόμα και μετά την «Ησυχη Επανάσταση» της δεκαετίας του 1960, όταν πολλοί γαλλόφωνοι Καναδοί διεκδίκησαν την ανεξαρτησία, ο Κοέν παρέμεινε αγαπητός και στις δύο κοινότητες.

Η μελαγχολία που τον γοήτευε ταιριάζει γάντι στους ατέλειωτους χειμώνες του Μόντρεαλ, σύμφωνα με τον Κέβιν Λέντο, τον εικαστικό που δημιούργησε την τοιχογραφία στη συνοικία Plateau-Mont-Royal. Κι όταν τελικά έρχεται η άνοιξη, η διακριτική ευφορία των αισθήσεων που επίσης αποτυπώνεται στους στίχους του Καναδού, δεν μένει μετέωρη: «Υπάρχει μια λαχτάρα, ένα αίσθημα ανικανοποίητου έρωτα» εξηγούσε ο Λέντο «που με κάποιον τρόπο ταιριάζει πολύ στο Μόντρεαλ».

Τι θα έλεγε ο ίδιος ο τραγουδοποιός για όλα αυτά; Μάλλον άγνωστο. Σε τραγούδια του όπως το «Suzanne» πάντως, έχουν βασιστεί μέχρι και μυθιστορήματα, σαν εκείνο που έγραψε ο συνταξιούχος επιχειρηματίας Εντουαρντ Σίνγκερ.

«Ηταν μοναδικός, ένας Εβραίος από την αγγλόφωνη κοινότητα του Μόντρεαλ, που αγαπήθηκε σε όλο τον κόσμο. Μερικοί άνθρωποι αναρωτιούνται σε διάφορες περιπτώσεις της ζωής τους τι θα έκανε ο Χριστός. Εγώ αναρωτιέμαι τι θα έκανε ο Λέοναρντ».