Ολα ξεκίνησαν πριν από δυο χρόνια, την ημέρα που ο Ευάγγελος Λιβιεράτος, καθηγητής Χαρτογραφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, επιστρατευμένος στο ευγενές έργο της αναβάθμισης της Βιβλιοθήκης του ιδρύματος, βρέθηκε σε μια ιδιαίτερη πτέρυγά της, ονόματι Τρικόγλειος. Ο χώρος, που είχε πάρει το όνομά του από έναν ευπατρίδη ομογενή της Αιγύπτου, διερευνήθηκε ενδελεχώς από τον καθηγητή, μέχρι που το μάτι του έπεσε σε ένα μεγάλο κουτί συντήρησης, ξεχασμένο σε ένα ψηλό ράφι. Το κατέβασε προσεκτικά, το άνοιξε και το περιεχόμενο τον άφησε άναυδο, χαρίζοντάς του μία από τις σπάνιες συγκινήσεις: ένα μεγάλο βιβλίο, διαστάσεων 1 x 0,70, με 28 χειρόγραφους χάρτες της Νάξου, της Σίφνου, της Κιμώλου και άλλων νησιών των Κυκλάδων, καλαίσθητους και περιγραφικούς σαν πραγματικά έργα τέχνης και τεχνολογίας, σχεδιασμένους τον 17ο αιώνα από τους μηχανικούς του Λουδοβίκου ΙΔ’. «Δεν τους είχα ξαναδεί και, όπως υποπτεύομαι, ούτε και κανείς άλλος από τη δεκαετία του 1930 που αγοράστηκαν από τον Τρικόγλου» λέει ο Ευάγγελος Λιβιεράτος.

ΔΙΔΥΜΗ ΣΥΛΛΟΓΗ. Το πρωτοφανές της ανακάλυψής του δεν σήκωνε χρονοτριβές: αμέσως ενημέρωσε τις πρυτανικές Αρχές και το γαλλικό προξενείο, ενώ σύντομα βρισκόταν νυχθημερόν πάνω από το εύρημά του, ολοκληρώνοντας την ακριβή τεκμηρίωσή του. Αρκετούς μήνες μετά, στο ιστορικό αρχείο του γαλλικού υπουργείου Αμυνας, στη Βενσέν, θα βρισκόταν και ένα ακόμα μέρος του θησαυρού: μια δίδυμη συλλογή εννιά χειρόγραφων απεικονίσεων ακτών του αρχιπελάγους των Κυκλάδων. Κάπως έτσι, με σχεδόν 40 υψηλής αισθητικής δείγματα νησιωτικής χαρτογραφίας του 17ου αιώνα στη διάθεσή της, η Βιβλιοθήκη του Αριστοτελείου ήξερε τι έπρεπε να κάνει: σε συνεργασία με το γενικό προξενείο της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη και το Εργαστήριο Χαρτογραφίας του ΑΠΘ διοργάνωσε μια έκθεση στο Τελλόγλειο Ιδρυμα, με τίτλο «Aρχιπέλαγος 1685-1687 στους χάρτες του Λουδοβίκου ΙΔ’».

Ιστορική αφετηρία πάντως είναι το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, η ναυτική πολιτική της Γαλλίας στη Μεσόγειο και τα σχέδια των εμπνευστών της. Του Κολμπέρ λ.χ., που έστρεψε εκεί το ενδιαφέρον της χώρας για να εξισορροπήσει την ανταγωνιστική παρουσία Αγγλων και Ολλανδών και να προστατεύσει τα προνόμια που η Γαλλία είχε εξασφαλίσει από την Υψηλή Πύλη ήδη από τον 16ο αιώνα. Οι προσπάθειές του συμβάδιζαν με τη συστηματική υποστήριξη των επιστημών –της χαρτογραφίας συμπεριλαμβανομένης. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις όμως μετέφεραν το επίκεντρό τους από τα δυτικά και κεντρικά τμήματα της Μεσογείου προς την Ανατολή: η Οθωμανική Αυτοκρατορία, απασχολημένη από το 1683 ώς το 1699 με έναν μακροχρόνιο πόλεμο εναντίον της Ιεράς Συμμαχίας, ήταν μια δύναμη με την οποία η Γαλλία έπρεπε, σύμφωνα με τους περισσότερους ανθρώπους του παλατιού, να ξεμπερδεύει σταδιακά. Ο Λουδοβίκος και το επιτελείο του θεωρούσαν λανθασμένη επιλογή την εμπλοκή στον πόλεμο, υπολόγιζαν ωστόσο κάθε ενδεχόμενο. «Ετσι, πιεζόμενοι κι από τους στρατιωτικούς αξιωματούχους, οι πολιτικοί αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν χαρτογραφική δραστηριότητα σε περιοχές όπως η Σμύρνη, η Αλεξάνδρεια, η Ακκρα, η Αμμόχωστος, η Ανατολική Μεσόγειος γενικά» εξηγεί ο Λιβιεράτος. «Ηταν μια κίνηση που φανέρωνε την πολιτική προνοητικότητα της Γαλλίας».

Στις Κυκλάδες στέλνονται από το 1685 ώς το 1687 δύο έμπειροι μηχανικοί, ο Πετρέ και ο Ραζό –στις βόρειες ο πρώτος, στις νότιες ο δεύτερος. Εχουν λάβει τις ίδιες διαταγές: οι χάρτες τους πρέπει να ικανοποιούν συγκεκριμένες στρατιωτικές προδιαγραφές και εκείνοι να δρουν κάτω από άκρα μυστικότητα, ακόμα και μεταμφιεσμένοι σε καλόγερους ή εμπόρους. Ο Πετρέ, η δουλειά του οποίου βρέθηκε στο αρχείο του γαλλικού υπουργείου Αμυνας, δίνει έμφαση στη γεωμετρία των ακτών και στην ακρίβεια, ενώ ο Ραζό αποδίδει εξαιρετικά το ανάγλυφο του εδάφους των νησιών, των πόλεων και των χωριών τους, προσφέροντας παράλληλα και πλήρεις οδηγίες προς ναυτιλλομένους.

Ο μεν καταγράφει και πληροφορίες για τη φτώχεια ή τη λειψανδρία, ο δε σημειώνει μέχρι και πού θα βρει κανείς τρεχούμενα νερά. Αμφοτέρων οι χάρτες αντανακλούν την έμφαση στην αισθητική που δινόταν στο παλάτι του Βασιλιά Ηλιου. «Σε μερικούς ειδικά, το ζωγραφικό στοιχείο είναι πολύ έντονο» υπογραμμίζει ο καθηγητής.

Στους χάρτες που εκτίθενται στο Τελλόγλειο μπορεί κανείς να εντοπίσει τα νησιά Νάξο, Πάρο, Σίφνο και Μήλο, Ιο, Αντίπαρο, Κίμωλο και Πολύαιγο, Φολέγανδρο, Σίκινο, Ηρακλειά και Σχοινούσσα, Κέρο, Κουφονήσια, Κύθηρα αλλά και την Ελαφόνησο, ακτογραμμές της Πελοποννήσου, της Ζακύνθου, επίσης των Κυκλάδων, αλλά και του κόλπου της Τύνιδας και της Σαρδηνίας, απ’ όπου περνούσαν τα γαλλικά καράβια για να μπουν στο Αιγαίο.

Η ιστορική ή αισθητική αξία είναι προφανής· υπάρχει όμως άραγε κάτι επιπλέον που μπορεί να αποκομίσει από μια έκθεση με καλαίσθητους γαλλικούς χάρτες του 17ου αιώνα το σύγχρονο κοινό, εξοικειωμένο μάλλον με το GPS ή το Google Maps; «Αν κάνατε την ερώτηση σε έναν Γάλλο», αποκρίνεται ο Ευάγγελος Λιβιεράτος, «θα απαντούσε ότι οι χάρτες της Google δεν του φαίνονται εντελώς διαφορετικοί, επειδή η χώρα του έχει παράδοση αιώνων στη χαρτογραφία –συναντιέται ακόμα και στα σχολεία –και επειδή οι επιστημονικές αρχές της παραμένουν οι ίδιες: αυτό που αλλάζει είναι η τεχνολογία. Οι Ελληνες όμως πιάνουν τη σκυτάλη της χαρτογραφίας από τον 19ο αιώνα, με τον Ρήγα Βελεστινλή και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους. Μια ερώτηση λοιπόν που θα γεννηθεί στο κοινό είναι γιατί δεν έχουν ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Γιατί δεν τα γνωρίζουν όλα αυτά».