Ποιος αλήθεια θα φανταζόταν σε σχέση με όσους δεν το ξέρουν – είναι ασφαλώς οι αναρίθμητα περισσότεροι – ότι μια γυναίκα ζωγράφος, η Θάλεια Φλωρά – Καραβία, ακολουθεί τα ελληνικά στρατεύματα και απαθανατίζει κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1912 την ατμόσφαιρά του. Επομένως ένα θερμότατο ευχαριστώ στη ζωγράφο Μερόπη Πρέκα, που με το γλαφυρό κείμενό της μας γνωρίζει τη συναρπαστική αυτή φυσιογνωμία σε βαθμό που θα έλεγες ότι η ιστορία της Ελλάδας είναι η ιστορία των ανθρώπων της.

Της Μερόπης Πρέκα

1912 Εμίν-Αγά. Η ζωγράφος Θάλεια Φλωρά – Καραβία, καθισμένη, περίπου, μπροστά σ’ ένα κασόνι για καβαλέτο, διπλοτυλιγμένη για να αντέξει το κρύο, με τη φούστα ανασηκωμένη κάπως (τότε έπρεπε να φθάνει ώς τον αστράγαλο), μ’ ένα πινέλο στο χέρι, καταγράφει σχεδιαστικά τις διαρκώς φευγαλέες κινήσεις των στρατιωτών που μάχονται μέσα στις λάσπες. Πίσω της, ο λεβέντης αξιωματικός, με τη θαυμάσια φορεσιά του, καταξεσκισμένη, στέκει αγέρωχος, θαυμάζοντας, ίσως απορημένος με την ικανότητα μιας γυναίκας που μ’ ένα πινέλο στο χέρι απαθανατίζει μιαν ανεπανάληπτη στιγμή της Ιστορίας. Η ατμόσφαιρα αληθινά συγκλονιστική, μεταδίδει την παγωνιά μέσα στην οποία μεγαλούργησαν τα παλικάρια.

Τότε ακόμα η Ελλάδα είχε σύνορα τη Λάρισα και τον Βόλο. Οταν ξέσπασε ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος, η ζωγράφος βρισκόταν στο Μόναχο. Ανοίγει πανιά, πάει στην Αλεξάνδρεια και δηλώνει στον σύζυγό της Νικόλαο Καραβία ότι θέλει να πάει στο μέτωπο και θα στέλνει πολεμικές ανταποκρίσεις για την εφημερίδα του. Ερχεται στην Αθήνα, παίρνει άδεια από το υπουργείο Εξωτερικών και βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του πυρός, στο Εμίν-Αγά, και διάγει βίον στρατιώτου. Στην Αθήνα, το ίδιο διάστημα, στην επιθεώρηση, επικρατεί φρενίτιδα πολεμική. Το 1912, η Αννα Καλοντή σκίζει και αποθεώνεται με ένα εκπληκτικό νούμερο για την επιστράτευση.

Η Θάλεια Φλωρά – Καραβία επιστρέφει στην Αθήνα με τριακόσια σχέδια. Η Καλλιρρόη Παρρέν, που είχε ιδρύσει το Λύκειο Ελληνίδων, της παραχωρεί τις αίθουσές του (τότε το Λύκειο στεγαζόταν σ’ ένα κομψό οίκημα στην Πλατεία Συντάγματος) και η «Εφημερίς των Κυριών» του Λυκείου, παρουσιάζοντας την έκθεση, γράφει: «Τριακόσιες εικόνες και σχέδια διηγούνται την προσπάθεια της φυλής υπέρ ενός ιδανικού, της οποίας το τέρμα ήτο η νίκη. Ο δαφνηφόρος στρατηλάτης, του οποίου την ορμητική προέλαση παρακολούθησε η ζωγράφος, ο βασιλέας Κωνσταντίνος, τίμησε πρώτος την έκθεση…».

Μα ποια λοιπόν ήταν η Θάλεια Φλωρά – Καραβία; Η Θάλεια, ή ορθότερα Θεολογία, είναι το τρίτο παιδί του ιερέα Χριστόδουλου Φλωρά, που έχει ήδη δύο γιους. Γεννιέται στη Σιάτιστα το 1871. Τότε ακόμα η Σιάτιστα ήταν ένα τουρκοχώρι με λάσπες. Καμιά προοπτική, φτώχεια μόνον και ο παπα-Χριστόδουλος, παίρνει την οικογένεια και πάει στο Μακρυχώρι, κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Η Θεολογία κερδίζει μια πενταετή υποτροφία για το Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Θα αποφοιτήσει με άριστα, γίνεται δασκάλα. Θα διδάξει ένα χρόνο στο σχολείο στο Μακρυχώρι, στη συνέχεια κερδίζει μια υποτροφία του ίδιου Παρθεναγωγείου για το εξωτερικό, για το Μόναχο ζωγραφική. Ο πατέρας της τής αλλάζει το όνομα, Θάλεια, μούσα των συμποσίων και της κωμωδίας, όνομα ταιριαστό σ’ ένα παιδί που προτιμάει να ζωγραφίζει παρά να παίζει. Η Θάλεια θέλει να γνωρίσει τα πάντα. Το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η τέχνη. Πριν πάει στο Μόναχο, περνάει από τη Βιέννη, που είναι ένα όνειρο για την εποχή εκείνη.

Το Μόναχο έσφυζε από τους έλληνες ζωγράφους, της Σχολής του Μονάχου. Ολοι, μα όλοι, την αγκάλιασαν και την βοήθησαν και πρώτος ο Γεώργιος Ιακωβίδης που την παρότρυνε το 1899 να στείλει έργο της στην Αθήνα, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Την ίδια εποχή κάνει την πρώτη της ατομική έκθεση στην Κωνσταντινούπολη.

1900, η χρονιά της αλλαγής του αιώνα, με τη Διεθνή Εκθεση του Παρισιού, στην οποία συμμετείχαν Ελληνες (ανάμεσά τους και η Θάλεια Φλωρά – Καραβία). Σ’ αυτή τη μεγάλη Διεθνή Εκθεση ζωγραφικής, ο Γεώργιος Ιακωβίδης κερδίζει το χρυσό μετάλλιο για τη ζωγραφική και το έργο της Φλωρά – Καραβία «Ο κιθαρωδός» αγοράζεται από τον Δημήτριο Βικέλα.

Το 1901 γνωρίζεται στην Αθήνα με τη Σοφία Λασκαρίδου και γίνονται φίλες. Η Σοφία θα της ανοίξει τα σαλόνια της αθηναϊκής κοινωνίας, τη Θάλεια θα τη συναρπάσει η προσωπικότητα της Καλλιρρόης Παρρέν. Τις ενώνουν πολλά όμοια στοιχεία: Είναι ζαππειάδες και έχουν παντρευτεί συζύγους με ευρωπαϊκή κουλτούρα, δημοσιογράφους και εκδότες και οι δύο, χωρίς κανένα ελληνορωμαίικο στυλ. Ετσι αισθάνονται άνετα και ανοίγουν φτερά χωρίς τύψεις με ελεύθερη κίνηση.

Στην Αλεξάνδρεια πηγαίνει για έκθεση με την παρότρυνση πάλι ενός έλληνα ζωγράφου. Εκεί θα συναντήσει τον διανοούμενο δημοσιογράφο που θα παντρευτεί το 1907. Ο Νικόλαος Καραβίας, Κεφαλλονίτης στην καταγωγή, είναι αλεξανδρινός με φιλελεύθερο πνεύμα, εκδίδει στο Κάιρο την εφημερίδα «Εφημερίς» και σ’ αυτήν δημοσιεύει όλες τις ανταποκρίσεις που του στέλνει αργότερα η σύντροφός του Θάλεια. Στην Αίγυπτο, πνεύμα ακούραστο και δυναμικό, θα ιδρύσει σχολή ζωγραφικής για κυρίες και δεσποινίδες, πλάι στο Νείλο, που θα τη διατηρήσει για τριάντα χρόνια. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ζωγραφίζει ακατάπαυστα, εκθέτει συνεχώς σε Αθήνα, Μόναχο, Παρίσι. Στα 1925 εκθέτει εκατό έργα στην Gallery Durand Ruel, θα συνεχίσει για πολλά χρόνια τη συνεργασία μαζί της. Στη Νέα Υόρκη πηγαίνει τρεις φορές, αλλά δεν εκθέτει μόνο στη Νέα Υόρκη, μα και Βοστώνη, στη Βαλτιμόρη, σε εκθέσεις διεθνείς, για παράδειγμα στην Biennale της Βενετίας το 1934. Από όπου και αν βρίσκεται στέλνει ανταποκρίσεις κυρίως στην εφημερίδα του συζύγου της Καραβία.

Το 1940 αποφασίζουν να ζήσουν στην Αθήνα. Ετσι τη βρίσκουμε στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου 139 από όπου θα περάσει όλη η πνευματική ελίτ της Αθήνας. Το 1942 γνωρίζεται με τον Γιάννη Τσαρούχη χάρη σε μιαν έκθεσή του σ’ ένα «πολυτελές εδωδιμοπωλείον» της οδού Σταδίου. Γίνονται πολύ φίλοι, ο Τσαρούχης θα πει: «Δεν έχω γνωρίσει παραγωγικότερο ταλέντο, η Καραβία ζωγραφίζει παντού και πάντοτε. Τη φαντάζεται κανείς συνεχώς μ’ ένα πινέλο στο χέρι». Της γνωρίζει τους φίλους του. Κάποτε την πάει στον Κοσμά Ξενάκη, η Θάλεια ενθουσιάζεται, του ζητάει να της ποζάρει. Του βγάζει το πουκάμισο και του φοράει ένα «στεφάνι», έτσι γίνεται «Ο νικητής».

Κατοχή, η Καραβία σε δύσκολη οικονομική θέση, το υπουργικό συμβούλιο αποφασίζει να της δώσει μια σύνταξη. Η Θάλεια αρνείται γιατί η κυβέρνηση είναι κατοχική. Ζωγραφίζει και εκθέτει ώς το τέλος της ζωής της ανελλιπώς. Το 1945 η Ακαδημία τής απονέμει το Αργυρό Μετάλλιο και το 1954 ο βασιλιάς Παύλος τής προσφέρει τον Ταξιάρχη του Τάγματος της Ευποιΐας.

Στις 17 Ιανουαρίου του 1960, στον επικήδειό του ο Αγγελος Προκοπίου θα καταλήξει «…δεν ήταν η μεγαλύτερη ζωγράφος μέσα στις Ελληνίδες, ήταν η μεγαλύτερη ζωγράφος στην Ελλάδα όταν ακόμα ζούσε και ο Ιακωβίδης…».

Η Θάλεια Φλωρά – Καραβία έχει κάνει περισσότερα από δυόμισι χιλιάδες έργα, ποικιλοτρόπως, σημαντικά και πολύτιμα ιστορικά, για τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας. Αξίζει να μη λησμονηθεί.