Επιστράτευσε έφιππους αστυνομικούς για να «μαντρώσουν» τους επισκέπτες μιας γκαλερί. Υποχρέωσε όσους ήθελαν να γνωρίσουν τους νέους εκθεσιακούς χώρους στις Δεξαμενές της Τέιτ Μόντερν στο Λονδίνο να περάσουν από έναν ανιχνευτή ψεύδους, ανάλογο με εκείνον που περνούν οι μετανάστες. Περπάτησε γυμνή στους δρόμους της Γάνδης φορώντας ένα ακέφαλο κουφάρι αρνιού τρώγοντας χώμα και ακαθαρσίες κι οδηγώντας ένα κοπάδι ζώων. Και ανακοίνωσε ότι θα κατέβει υποψήφια για πρόεδρος στην πατρίδα της, την Κούβα, όταν θα αποσυρθεί ο Ραούλ Κάστρο.

Η Τάνια Μπρουγκέρα –η γυναίκα που αποτελεί εδώ και δεκαετίες αγκάθι και μάλιστα ιδιαιτέρως μυτερό για την κυβέρνηση της πατρίδας της κι έχει φυλακιστεί για τη στάση της κατά της λογοκρισίας –δρέπει μερικές ακόμη δάφνες, χάρη στους κόπους της. Και έτσι μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα βλέπει το όνομά της να επανέρχεται στην κορυφή της πολιτιστικής –κι όχι μόνο –επικαιρότητας. Μόλις χθες έγινε γνωστό ότι της ανατέθηκε μία από τις πιο υψηλού κύρους διεθνώς, αλλά και τις πιο απαιτητικές παραγγελίες: εκείνη της διαμόρφωσης της εισόδου της Τέιτ Μόντερν, του Τούρμπιν Χολ. Εναν χώρο αχανή και κατά συνέπεια δύσκολο στη διαχείρισή του, που υποδέχεται εκατομμύρια επισκέπτες ετησίως.

Τι ακριβώς θα παρουσιάσει εκεί η 50χρονη περφόρμερ τον Οκτώβριο δεν έγινε γνωστό –πιθανόν να μην υπάρχει ούτε καν διαμορφωμένη η ιδέα. Το γεγονός ωστόσο ότι θα διαδεχτεί καλλιτέχνες όπως τη Λουίζ Μπουρζουά, τον Ανις Καπούρ και τον Αϊ Ουέιουεϊ, μεταξύ άλλων, την ανεβάζει στο επίπεδο των ιδιαιτέρως επιδραστικών και σπουδαίων εικαστικών της εποχής μας. Και δεν είναι μόνο η πλέον πρόσφατη είδηση που φέρνει στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας την εικαστικό η οποία το 2016 έκανε έρανο για να συγκεντρώσει 100.000 δολάρια και να ιδρύσει το Ινστιτούτο Καλλιτεχνικού Ακτιβισμού στην Αβάνα ως ένα «ασφαλές καταφύγιο για την ελευθερία της έκφρασης» έχοντας ως πρώτες φιλοξενούμενες καλλιτέχνιδες τη φεμινιστική πανκ κολεκτίβα Pussy Riot, οι οποίες βρέθηκαν στη φυλακή καθώς προκάλεσαν την κυβερνητική λογοκρισία του καθεστώτος Πούτιν.

ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Είναι και η παρουσία της στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Εκεί όπου ανασυστήνεται το έργο της «Ατιτλο» που παρουσίασε στην 7η Μπιενάλε της Αβάνας πριν από 18 χρόνια για λίγες μόνο ώρες. Η λογοκρισία δεν επέτρεψε την παραμονή του έργου στον εκθεσιακό χώρο, κι ας είχαν αρχίσει να σχηματίζονται ουρές από εκείνους που είχαν πληροφορηθεί το περιεχόμενο του, το οποίο «δεν αναπαριστά το πολιτικό, αλλά προκαλεί το πολιτικό κι έχει ως στόχο να κάνει τους θεατές να σταματήσουν να βλέπουν και να αρχίσουν να σκέφτονται», σύμφωνα με τη δημιουργό του.

Τοποθετημένο σε μια στοά του κάστρου της Αβάνας που είχε χρησιμοποιηθεί ως τόπος φυλάκισης και βασανιστηρίων κυρίως κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας, το έργο μεταξύ άλλων περιλαμβάνει μια προβολή με στιγμιότυπα από μια προπαγανδιστική ταινία υπέρ του Φιντέλ Κάστρο, στην οποία ο εμβληματικός ηγέτης της Κούβας εμφανιζόταν νεαρός, την ημέρα του γάμου του, να περπατάει στην ακρογιαλιά… Ωστόσο η εικόνα που δημιουργούσε τη μεγαλύτερη αίσθηση ήταν εκείνη που αποκάλυπτε το γυμνό στέρνο του για να αποδείξει ότι δεν φορά αλεξίσφαιρο γιλέκο ως μια δήλωση γενναιότητας. Το έργο που είχε ήδη δεχθεί λογοκρισία για τον αρχικό του τίτλο «Μηχανικοί της ψυχής» και κατέληξε ως άτιτλο δεν πρόλαβε να υποδεχθεί πολλούς θεατές, καθώς το καθεστώς το κατέβασε άρον άρον κι ό,τι απέμεινε ήταν τα ζαχαρωτά μπαστουνάκια που η καλλιτέχνις είχε τοποθετήσει στο δάπεδο και τα οποία θρυμματίζονταν από τα πόδια των επισκεπτών.

Γνώριμη και στο ελληνικό κοινό καθώς είχε παρουσιάσει προσαρμοσμένη στα δικά μας δεδομένα μια από τις πολυσυζητημένες περφόρμανς της πέρυσι τον Ιούνιο στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, η Τάνια Μπρουγκέρα είναι απλώς μια ακόμη φωνή –δυνατή και δραστήρια –που εξακολουθεί να ταράζει τα νερά σε μια εποχή που η τέχνη έχει επιστρέψει πολύ δυναμικά ως μέσο σχολιασμού των πολιτικών και κοινωνικών φαινομένων, συνέπεια της βαθιάς παγκόσμιας κρίσης; «Οχι μόνο» απαντά η Φράνσις Μόρις, διευθύντρια της Τέιτ Μόντερν, που υποστηρίζει ότι η Μπρουγκέρα «αντιμετωπίζει τις μείζονες πολιτικές ανησυχίες της εποχής μας με την ελπίδα ότι θα επηρεάσουν την πραγματική αλλαγή στον κόσμο».