Η ιδέα ξεκίνησε από μια πρόσκληση που έλαβα πρόπερσι από δύο μουσικά σχολεία: της Δράμας και ένα ιδιωτικό, το Ροδίων Παιδεία. Μου είπαν τότε ότι ετοιμάζουν αφιέρωμα στα τραγούδια μου. Ολο τον χρόνο η εργασία που έκαναν τα παιδιά ήταν να μάθουν είκοσι τραγούδια μου, τα οποία θα έπαιζε η ορχήστρα μου και θα ερμήνευε η χορωδία και κάποιοι μαθητές ως σόλο τραγουδιστές. Μου πρότειναν αν ήθελα να παραβρεθώ κι εγώ. Πήγα με πολλή χαρά και γνώρισα τα παιδιά. Ηταν μια ωραία εμπειρία, επειδή μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα ιδιαίτερη επαφή με το εκπαιδευτικό σύστημα, εκτός από κάποιες σποραδικές εμφανίσεις σε πανεπιστήμια και σχολεία. Εζησα λοιπόν κάτι πρωτόγνωρο το οποίο με πήγε πίσω στη δική μου εφηβεία. Σε μια δύσκολη εποχή, την περίοδο της χούντας, σε ένα σχολείο σκοτεινό κα καταπιεστικό, το δημόσιο σχολείο της Νέας Σμύρνης. Είχα κάνει υπέροχους φίλους και παρέες, αλλά το κομμάτι της εκπαίδευσης ήταν θλιβερό και προς αποφυγήν. Οταν επισκέφθηκα το μουσικό σχολείο της Δράμας και είδα το περιβάλλον μέσα στο οποίο γινόταν το μάθημα, τις αίθουσες που ήταν γεμάτες μουσικά όργανα, ένιωσα κατ’ αρχάς ένα παράπονο, επειδή δεν είχε συμβεί ποτέ σε μένα. Μετά ένιωσα φυσικά μια τεράστια χαρά διότι υπήρχε αυτός ο θεσμός –των μουσικών σχολείων.

Το δεύτερο βήμα έγινε από μένα. Κάλεσα τα παιδιά των μουσικών σχολείων να γίνουν «χορωδία» στις συναυλίες μου. Ηταν καταπληκτική η επαφή και σ’ αυτό το πλαίσιο. Θυμάμαι ότι στην Καλαμάτα οι μαθητές ήρθαν παρότι οι συναυλίες ήταν τον Ιούλιο, όταν είχαν κλείσει τα σχολεία. Μας ακολούθησαν μάλιστα και στην επόμενη στην Πάτρα! Ηταν πολύ συγκινητικό να ακούω από τις εφηβικές φωνές «Από πείσμα και τρέλα θα ζω σε τούτη τη χώρα». Ηταν κάτι που μου έφερε δάκρυα. Τότε αποφάσισα ότι αυτό θέλω να κάνω και αποφάσισα να το εξελίξω. Ετσι έφτασα στη «Σχολική εκδρομή». Θα κάνουμε αυτή την περιοδεία και σίγουρα μια επετειακή συναυλία –21 Ιουνίου στο Θέατρο Βράχων –για να γιορτάσω και τα 60 μου χρόνια, με καλεσμένα μουσικά σχολεία από την Αθήνα, αλλά και συναδέλφους με τους οποίους έχω συνεργαστεί.

Είχα αρχίσει να διαμορφώνω εικόνα για τα μουσικά σχολεία από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, επειδή ήμουν συνεχώς σε αναζήτηση για νέους ταλαντούχους μουσικούς.Τότε παρατήρησα ότι εμφανίζεται μια νέα γενιά μουσικών, η οποία είχε αυτό που έψαχνα πάντα: γνώση της ανατολικής και της δυτικής μουσικής. Και του παλιού και του καινούργιου και του δικού μας και του ξένου. Πιο ανοιχτούς ορίζοντες. Τα μουσικά σχολεία είναι ένα τεράστιο δώρο, όχι μόνο για την τέχνη, αλλά και για την κοινωνία μας γενικότερα. Μια ισορροπημένη σχέση μεταξύ Ευρώπης και Ανατολής είναι το ζητούμενό μας σε όλα τα επίπεδα. Και κοινωνικά και πολιτικά και καλλιτεχνικά.

Υπήρξα άτυχος επειδή στην εποχή μου υπήρχαν μόνο τα ωδεία, που ήταν αυστηρά και προσανατολισμένα στην κλασική παιδεία. Πήγα στα 15 μου αλλά έφυγα τρέχοντας γιατί δεν είχαν καμία σχέση με αυτό που αναζητούσα. Η μοίρα μου ήταν ν’ ακολουθήσω τον δρόμο του αυτοδίδακτου –με την εξαίρεση ενός καθηγητή θεωρίας που βρήκα στα 20 μου χρόνια. Ηταν ο κ. Ενιάν, ο οποίος θυμάμαι ότι πρώτα με έβαζε να τραγουδήσω και μετά μου μάθαινε ποια κλίμακα τραγούδησα. Ηταν η καλύτερη εμπειρία που είχα από δάσκαλο. Το ποθητό αποτέλεσμα έρχεται μέσα από την ισορροπία συναισθήματος και τεχνικής. Η δική μου γενιά επηρεάστηκε από τη βρετανική μουσική και τη δική μας μουσική παράδοση –από τον Νότο, σαν να λέμε.

Πάλευα μόνος μου στο σκοτάδι για να μάθω τα μυστικά της μουσικής μέσα από τα βινύλια, προσπαθώντας να μιμηθώ τους ήχους. Τον θαυμαστό για μένα είναι πως ενώ υπήρχε αυτή η ψυχική διαδρομή –και με το σχολείο που περιέγραψα πιο πάνω –η παρηγοριά μου και η χαρά μου προέκυπτε από το ροκ που άκουγα τότε. Φυσικά, μου κάλυπτε και την ανάγκη μιας εξέγερσης απέναντι σε αυτό που ζούσα. Αργότερα όμως, όταν τελείωσα το σχολείο, πήγα στις Βρυξέλλες για να σπουδάσω στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ηταν μια απόπειρα να εξευμενίσω τους γονείς μου, που ανησυχούσαν οι καημένοι ότι το παιδί τους θα γινόταν μουσικός. Φιλοξενήθηκα στο σπίτι του ενός θείου μου, μέχρι να βρω ένα σπίτι να νοικιάσω. Εκείνος άκουγε κυρίως κλασική μουσική αλλά ανακάλυψα σε μια γωνιά της δισκοθήκης του κάποιους λαϊκούς δίσκους: Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Βαμβακάρη. Ετσι βρέθηκα στις Βρυξέλλες ένα βροχερό πρωινό να ακούω το «Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά» και να κλαίω με μαύρο δάκρυ, ο ροκάς! Αυτό ήταν ένα πολύ δυνατό μάθημα και η αρχή της επιστροφής μου στην πατρίδα. Αποφάσισα ότι δεν μπορούσα να κοροϊδεύω κανέναν. Εγώ ήθελα να ζήσω από τη μουσική και με τη μουσική! Στις Βρυξέλλες όλη μέρα έγραφα τραγούδια. Ολος ο πρώτος δίσκος των Φατμέ εκεί γράφτηκε. Αυτή η πορεία από το ροκ στο λαϊκό τραγούδι και αργότερα στα παραδοσιακά που ανακάλυψα –μη σταματώντας ν’ ακούω ξένη –με καθόρισε. Και τα τραγούδια και τον ήχο μου. Τώρα βλέπω ότι αυτό που κατέκτησα εγώ με τόσο κόπο και τόσο ξόδεμα χρόνου, στα μουσικά σχολεία διδάσκεται ως κάτι φυσικό. Παίζουν πιάνο αλλά μαθαίνουν και ταμπουρά, μαθαίνουν και βυζαντινή και δυτική μουσική. Είναι ένα τεράστιο κέρδος για τα παιδιά γιατί μαθαίνουν ν’ αγαπάνε όλη την γκάμα της μουσικής. Ο,τι κι αν επιλέξουν να κάνουν, ξέρουν να σέβονται το διαφορετικό.