Στη μεγάλη εικόνα, η Ρώμη του 1978: οι Ερυθρές Ταξιαρχίες κρατούν όμηρο τον χριστιανοδημοκράτη πρώην πρωθυπουργό Aλντο Μόρο. Η αρχή του τέλους της αθωότητας για μια ολόκληρη χώρα. Στην ενδιάμεση εικόνα, τρία 11χρονα αγόρια στο Παλέρμο της Σικελίας αποδέχονται τα ερεθίσματα της βίας σε ένα ιδιότυπο τελετουργικό ενηλικίωσης. Στα δικά τους μάτια οι τρομοκράτες είναι οι μαχητές που θα βγάλουν την Ιταλία από το τέλμα (δυστυχώς κάθε ομοιότητα με την πρόσφατη ελληνική Ιστορία είναι δεδομένη). Αλλάζουν τα ονόματά τους, οργανώνουν απόπειρες και προκαλούν χάος στο σχολείο τους και αργότερα στην τοπική κοινωνία.

Και φτάνουμε στη μικρή εικόνα που εμπεριέχεται στο μυθιστορηματικό ντεμπούτο του 48χρονου Τζόρτζιο Βάστα «Ο χρόνος που δεν είχα» (Καστανιώτης, 2017, μετάφραση Αμπυ Ράικου), που χαρακτηρίζεται από τις σημαντικότερες νέες φωνές της ιταλικής λογοτεχνίας (αν μη τι άλλο, οι «πειραματισμοί» με τη γλώσσα και τη φόρμα κερδίζουν credits). Σε μία από τις συναντήσεις των φίλων με «συντρόφους», οι οποίοι φέρνουν από τη Ρώμη ταινίες «σπάνιες, μαχητικές» για ένα αυτοσχέδιο κινηματογραφικό φόρουμ, ακούγεται το όνομα του Σταύρου Τορνέ. «Μας λέει (ενν. ο σπιτονοικοκύρης) ότι το «Κοάττι» είναι μια ταινία του σύντροφου Σταύρου Τορνέ, και λέγοντας αυτά βγάζει από την τσέπη του τζιν του ένα φύλλο τετραδίου που πάνω του έχει γράψει το όνομα, ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΡΝΕΣ. Λέει ότι ο Σταύρος είναι Ελληνας αλλά έζησε πολλά χρόνια στην Ιταλία δουλεύοντας ως ηθοποιός κι εργάτης. Η ταινία του είναι γυρισμένη στη Ρώμη και παίζει ο ίδιος. Πρόκειται, συνεχίζει, για μια ταινία που μιλάει σπαρακτικά για τη σύγχρονη εποχή, για την ήττα και την ουτοπία, μια ταινία που στις πιο σκόπιμα παράδοξες στιγμές της, στις οποίες μπορούμε να αναγνωρίσουμε την γκροτέσκα παθητικότητα της χώρας μας, εναλλάσσει κοινωνιολογικές αναλύσεις με στιγμές έντονης κριτικής της πραγματικότητας, του αφοπλισμένου πλέον νοήματος και του θανάτου».

ΤΑΙΝΙΕΣ ΣΤΗ ΡΩΜΗ. Ο Βάστα ενσωμάτωσε προφανώς στο μυθιστόρημά του την «ιταλική» περίοδο του έλληνα κινηματογραφιστή, όταν ο Τορνές εγκαταλείπει την Ελλάδα της χούντας για να συμμετάσχει με ομάδα εξορίστων στον αγώνα κατά των συνταγματαρχών. Στη Ρώμη γυρίζει το «Αντίο Ανατολή», το «Κοάττι» και το «Εξωπραγματικό» (με τη σύντροφό του Σαρλότ βαν Γκέλντερ), ενώ εμφανίζεται σε ταινίες των Φραντσέσκο Ρόζι («Uomini Contro», «Ο Χριστός σταμάτησε στο Εμπολι»), αδελφών Ταβιάνι (Αλοζανφάν»), Ρομπέρτο Ροσελίνι («Ιταλία ώρα μηδέν»). Στην τηλεταινία «Ναυσικά» μάλιστα, της Ανιές Βαρντά, έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι τα χρόνια της αναγκαστικής αυτοεξορίας, αλλά και της μποεμίας, όπου το δύσκολο παρόν ιχνηλατείται μέσα από ταξίδια, φιλίες και πολιτικές αναζητήσεις. «Δείχνει τον Τορνέ που ξυπνάει αργά», συνεχίζει ο Βάστα την περιγραφή, «δεν δουλεύει, γυρίζει με τα πόδια τη Ρώμη, μιλάει με την κοπέλα του. Εκείνη τον αφήνει, επιστρέφει μετά, ο Τορνές πηγαίνει σ’ ένα μπαρ και συναντάει έναν φίλο του… Κάποιος λέει στον Τορνέ πως δεν είναι παρά ένας μαλάκας, που ενδιαφέρεται μόνο για την αισθητική του προλεταριάτου και όχι για την ηθική του. Ο Τορνές δεν απαντάει, στη συνέχεια κάνει κριτική στην κοπέλα του: Διαβάζεις τη Ρεπούμπλικα, της λέει, εγώ διαβάζω την Ουνιτά. Η Ρεπούμπλικα είναι υποκρίτρια, ποιος ξέρει τι κρύβει, η Ουνιτά είναι ειλικρινής, είναι όργανο του κομμουνιστικού κόμματος. Η ιστορία προχωράει μπερδεμένα… Και είναι αλήθεια, η ταινία μού αρέσει (σ.σ.: ο αφηγητής – πρωταγωνιστής). Οχι γιατί είναι ωραία, δεν είναι ωραία, αλλά γιατί είναι ένας κατάλογος του 1978, απεικονίζει τα τεχνάσματά του και τα τικ του. Το να τριγυρίζεις άσκοπα λέγοντας ότι πρόκειται για στρατηγική, την κλαψιάρικη τάση για αυτοκριτική, το ατέλειωτο αναμάσημα της γλώσσας. Με το σκυφτό του σώμα, το μουστάκι και τα γκρίζα γένια σαν χαμένος προφήτης, με το φως της ταινίας να σχηματίζει ένα φωτοστέφανο γύρω απ’ το κρανίο του, ο Τορνές είμαι εγώ γέρος: ένας μάντης που τριγυρίζει στην έρημο φωνάζοντας φράσεις χωρίς νόημα».