Καρολίνα Μέρμηγκα

Συγγραφέας

Τα γκραφίτι

Γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ενώ στη μουντή τότε από εγκληματικότητα και ανέχεια Νέα Υόρκη γεννιόταν το χιπ-χοπ, κάποιοι από τους φτωχούς, εγκλωβισμένους στην ανωνυμία νεαρούς κατοίκους της βρήκαν τρόπο να αντιδράσουν με τη ραπ, το breakdancing και το γκραφίτι. (Ή γκράφιτι, αντιδάνειο από το graffiti, ενικός graffito, από το λατινικό graffiare δηλ. χαράσσω). Αρχικά με τα tags («ταγκιά»), την υπογραφή τους δηλαδή με σπρέι ή μαρκαδόρο σε σταθμούς του μετρό, τούνελ κ.λπ., δήλωναν την παρουσία τους· ότι υπάρχουν. Το 1968 οι κάτοικοι του Big Apple έβλεπαν πια παντού ονόματα όπως «Julio 204» και «Taki 183» (του νεαρού Ελληνα Δημήτριου), και το φαινόμενο έπαιρνε διαστάσεις και προεκτάσεις καθώς ο συμβολισμός του τροφοδοτούσε τον Τύπο και τον, πάντα πρόθυμο για τροφοδότηση, καλλιτεχνικό κόσμο: με το να αναγράφουν φαρδιά-πλατιά τα ονόματά τους σε δημόσιους χώρους, οι μη προνομιούχοι νέοι αντιδρούσαν στο πνιγηρό τους περιβάλλον και την απαθή ομοιομορφία που τους συνέθλιβε. «Είμαι εδώ, δείτε με» έγραφαν εκεί όπου οι περαστικοί δεν μπορούσαν παρά να τους δουν. Και τα tags εξελίχθηκαν σε street art, στην τέχνη του δρόμου δηλαδή.

Αυτά για την Ιστορία. Από τότε το θεωρητικά παράνομο γκραφίτι αντιμετωπίζεται ως περίπου αυτονόητος τρόπος έκφρασης και κυριαρχεί όπου υπάρχουν ακάλυπτοι χώροι και ατιμωρησία –δηλαδή σχεδόν παντού. Με διαβαθμίσεις δεξιοτεχνίας που ξεκινούν από ποδοσφαιρικά και ερωτικά ντέρτια και φτάνουν μέχρι τον διεθνούς φήμης πολιτικό ακτιβιστή – καλλιτέχνη Banksy συχνά θεωρείται τέχνη, υψηλοτάτου μάλιστα επιπέδου. Που, σαν τέχνη, μεταφέρει το μήνυμα ότι «Πέρασα από εδώ. Το χέρι μου άφησε αυτό το σημάδι». Οπως και κάποιους αιώνες πριν, όταν διάσημοι περιηγητές και ρομαντικοί, του Λόρδου Βύρωνα προεξάρχοντος, θεώρησαν απαραίτητο να δηλώσουν πως πέρασαν από το Ναό του Ποσειδώνος στο Σούνιο χαράσσοντας τις διάσημες υπογραφές τους στα σπαράγματα ενός άλλου τρόπου έκφρασης της ανθρώπινης ύπαρξης. Ακόμα και οι επιγραφές που βρέθηκαν στην Εφεσο, σε σπίτια της Πομπηίας και σε τοίχους της Αρχαίας Ρώμης μπορούν να ενταχθούν στο γκραφίτι. Στη σύγχρονη εποχή μας το κυρίαρχο μήνυμα μοιάζει να είναι ότι κάθε απλός τοίχος φαντάζει αποστειρωμένος, σύμβολο ενός ελεγχόμενου και καταπιεστικού περιβάλλοντος, κι επομένως είναι (στα μάτια του δημιουργού γκραφίτι) πιο ενοχλητικός από έναν τοίχο καλυμμένο με ό,τι αυτός αισθάνεται την ανάγκη να προσθέσει για να τον εξανθρωπίσει. Και ότι αφού, ως εικάζεται, η κοινωνία δεν έχει τρόπο να εκφραστεί, αυτός, ο δημιουργός του γκραφίτι, θα εκφραστεί για λογαριασμό της.

Και βέβαια τα ίχνη μιας ανθρώπινης παρουσίας και η εκδήλωση μιας καλλιτεχνικής έκφρασης είναι πάντα συγκινητικά –αν όχι τόσο σε δέντρα χαραγμένα με «Giorgos loves Annoula», σίγουρα σε γιγαντιαίες δημιουργίες με θέματα τη φτώχεια, την αδικία, τις κοινωνικές διεκδικήσεις· και βέβαια (και εδώ φτάνουμε στο θέμα μας) κάποια γκραφίτι είναι ωραία, ή εν πάση περιπτώσει αρέσουν σε πολλούς τόσο, ώστε να αντιμετωπίζονται ως τέχνη. Ομως το πρόβλημα είναι ότι και εδώ «το μήνυμα βρίσκεται στο μέσο». Στον δημόσιο χώρο δηλαδή. Στον δημόσιο χώρο που ανήκει σε όλους και δεν προορίζεται για καμβάς, για σημείο προσωπικής έκφρασης. Είναι οι δρόμοι μας, τα κτίριά μας, εκεί όπου περπατάμε ή καθόμαστε. Κι ενώ πρόθυμα πάμε (όσοι πάμε) σε μια γκαλερί ή ένα μουσείο για να δούμε μια καλλιτεχνική δημιουργία γνωρίζοντας ότι αν δεν μας αρέσει θα φύγουμε, πώς μπορούμε να ξεφύγουμε από όλες αυτές τις καλλιτεχνικές εκκρίσεις που μας περιβάλλουν θέλουμε – δεν θέλουμε; Η απάντηση είναι, δεν μπορούμε.

Υπάρχουν άπειρες αναλύσεις για το τι είναι και τι δεν είναι τέχνη. Ας περιοριστούμε στο εξής: αν αγαπάμε, σεβόμαστε και προφυλάσσουμε την ελευθερία καλλιτεχνικής έκφρασης, γιατί δεν κάνουμε το ίδιο και για την ελευθερία πρόσληψής της; Γιατί δεν σεβόμαστε το δικαίωμα των χρηστών των δημόσιων χώρων (δεν αναφέρομαι καν στο δικαίωμα των ιδιοκτητών ιδιωτικών χώρων) να μη θέλουν να απολαύσουν εκεί το ταλέντο του καλλιτέχνη; «Είμαι εδώ, υπάρχω» είναι μια πολύ σημαντική δήλωση, ίσως η πιο άξια σεβασμού και προστασίας. Και πολύ συχνά, περπατώντας στους υπερχειλίζοντες από ύπαρξη δρόμους της πόλης μας, ψάχνω να βρω κι εγώ έναν τρόπο να πω το ίδιο. Να πω δηλαδή ότι κι εγώ που προτιμώ τους τοίχους άδειους και καθαρούς είμαι επίσης εδώ, κι ας μου επιτραπεί κι εμένα να υπάρχω.

Ηρακλής Παπαϊωάννου

Διευθυντής Μουσείου Φωτογραφίας

Οι selfies

Πρέπει να θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως αν ο Ρολάν Μπαρτ έγραφε τις «Μυθολογίες» του τον 21ο αιώνα, οι νέες τεχνολογίες θα απασχολούσαν ικανό μέρος του έργου του: Ιντερνετ, κοινωνικά δίκτυα, έξυπνες συσκευές, η κοινωνία της πληροφορίας, η πανταχού παρουσία της εικόνας στην ψηφιακή της μορφή. Ενα φαινόμενο που θα ψηλαφούσε πιθανότατα ο μεγάλος στοχαστής, με την ειδική δεκτικότητα στην αναμνηστική φωτογραφία, θα ήταν η παλίρροια των selfies. Η φωτογραφική αυτο-αναπαράσταση δεν είναι κάτι άγνωστο ιστορικά. Κυρίως, όμως, ήταν πράξη στοχασμού, διερεύνησης του εαυτού, της θέσης του ανθρώπου μέσα στην εποχή και τα κοινωνικά συμφραζόμενα. Υπήρξε ακόμη εργαλείο προσωπικής έκφρασης, συνειδητοποίησης της ταυτότητας. Η selfie, αντίθετα, μοιάζει συχνά πιο στερεότυπη, μια ήπια, αυτοτροφοδοτούμενη εμμονή των καιρών, που αναπτύσσεται σε πρωτόγνωρη κλίμακα, από περιστασιακούς κυρίως χρήστες του μέσου. Η ερασιτεχνική φωτογραφία υπήρξε επίσης διαδεδομένη από τα χρόνια του ’70. Οι άνθρωποι, όμως, δεν έστρεφαν τακτικά την κάμερα προς τον εαυτό τους, ίσως γιατί η προτεραιότητα τότε ήταν να ανοιχτεί ο άνθρωπος προς τον κόσμο, ενώ τώρα, την εποχή που δεσπόζει το me culture, ο εαυτός μοιάζει να γίνεται το επίκεντρο, και ο κόσμος ένα φόντο εναλλασσόμενου ρεπερτορίου. Ως αποτέλεσμα, έχει ευδιάκριτα μεγεθυνθεί η ροή εικονικών τεκμηρίων που καταδεικνύουν τα αδιάφορα τι και πώς της καθημερινότητας, σαν ένα έντεχνο ή αδέξιο καθρέφτισμα που φανερώνει μια συνήθως πιο ευδιάθετη άποψη της ζωής, επιφανειακά τουλάχιστον. Αν όμως η μυθολογία βασίζεται σε αφηγήσεις που έχουν λειανθεί και κρυσταλλωθεί στον χρόνο, η selfie, ως σύγχρονη τέτοια, μοιάζει να εξελίσσεται αιωρούμενη ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό, ανάμεσα στην ανάδειξη της ιδιαιτερότητας και τη βύθιση στην κοινοτοπία. Το ερώτημα εγείρεται αβίαστα: προσεγγίζουμε άραγε βαθύτερα την ύπαρξη επιβάλλοντας μαζικά την παρουσία μας στις εικόνες μας; Και αντίστροφα, μήπως το φαινόμενο selfie, ως πληθωριστική μόδα, αρχίζει ήδη να εμφανίζει ψήγματα ωρίμασης που υπερβαίνουν την απλή επιβεβαίωση ή τον ανακλαστικό ναρκισσισμό;

Μαρία Τοπάλη

Ποιήτρια, μεταφράστρια

Το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος

Τι είναι μύθος, αν το καλοσκεφτείς; Η μια του όψη, μάλλον η πιο αδύναμη, είναι η διάζευξη από την πραγματικότητα. Γιατί ο μύθος είναι, κυρίως, ένα ισχυρό αρχέτυπο, χυμένο στο καλούπι μιας ανθεκτικότατης αφήγησης. Με αυτή την έννοια δεν υπάρχει αλλά φτιάχνεται, αφήνοντας τις προθέσεις της πραγματικότητας να τρώνε τη σκόνη του. Ο,τι φιλοδοξίες κι αν είχαν αυτοί που υλοποίησαν το ΚΠΙΣΝ (τι όνομα, ωστόσο!) κι όσες ενστάσεις κι αν δίκαια ή άδικα εγείρονται για τη σύλληψη και την εκτέλεσή του, ο μύθος του πλάθεται από τα περιεχόμενα που, καθημερινά, ο κόσμος προσδίδει στο συγκρότημα της φαληρικής παραλίας (πού και να γινόταν, δηλαδή, στ’ αλήθεια παραλία η παραλία…). Μην πάει ο νους σας αποκλειστικά στις εκδηλώσεις και στο φιλοθέαμον κοινό τους. Κάντε μια βόλτα μεσημεριανή, μια καθημερινή, με ήλιο ή και με βροχή. Το μέρος σφύζει. Το επισκέπτονται από μακριά, περιστασιακά. Το ζούνε και το χαίρονται οι κοντινοί, σε τακτική βάση. Η στοιχειώδης συγκοινωνιακή του εξυπηρέτηση δεν πτοεί. Υπάρχουν μαθητές που, ενόψει Πανελλαδικών, αλλάζουν δύο συγκοινωνίες για να διαβάσουν εκεί, στην άδεια ακόμα βιβλιοθήκη. Ξέρετε γιατί; Εχουν ανάγκη την αισιοδοξία που το μέρος αποπνέει. Ενώ το κέντρο και πολλές ακόμα περιοχές της πόλης καταρρέουν (ναι, το αθηναϊκό κέντρο είναι ο κατεξοχήν αρνητικός μύθος, ο βασικός εφιάλτης των ημερών, και κανείς δεν μπορεί να είναι περήφανος γι’ αυτό), το ΚΠΙΣΝ προσφέρει στους πιτσιρικάδες μια μοναδική σήμερα πλαισίωση αυτού που η φύση και η ηλικία τους επιβάλλουν: ελπίδα για ένα μέλλον. Στην πρεμιέρα του «Μάκβεθ», πέρυσι την άνοιξη, όταν η Λυρική δοκίμαζε τον εαυτό της στον καινούργιο χώρο, διάβαζες το ίδιο σε όλα τα μάτια και στον αέρα. Ηταν άραγε διαφορετική η ατμόσφαιρα από την αντίστοιχη στις πρώτες εκδηλώσεις του Μεγάρου Μουσικής, πίσω στο μακρινό 1991; Ηταν! Αν μπαίναμε στον πειρασμό να αναστοχαστούμε όλοι μαζί πάνω σε αυτήν τη διαφορά;

Λένα Διβάνη,

Καθηγήτρια Διεθνών Σπουδών, συγγραφέας

Η πολιτική ορθότητα (που καταστρέφει την ερωτική μας ζωή)

Και ερωτώ: Ποιανών τηνερωτική ζωή καταστρέφει; Των Ελλήνων; Αυτό είναι το μεγαλύτερο αστείο που έχω ακούσει την τελευταία 10ετία. Κρίμα που πέθανε ο Τζιμάκος, θα ‘κανε ωραίο νούμερο. Οι Ελληνες, παιδιά, δεν ξέρουμε ούτε τι θα πει πολιτική ορθότητα. Μπερδεύουμε το φλερτ με την απόπειρα βιασμού –τόσο μακριά νυχτωμένοι είμαστε. Νομίζουμε, ας πούμε, ότι η πολιτική ορθότητα αποθαρρύνει έναν άγνωστο άντρα σ’ ένα μπαρ να έρθει να σου πει ότι του αρέσει το φουστάνι σου και ο τρόπος που πίνεις το τζιν τόνικ σου. Στην πραγματικότητα βέβαια αποθαρρύνει τον προϊστάμενό σου –αυτόν από τον οποίον εξαρτάται το μεροκάματό σου και η καριέρα σου –να σε στριμώξει στη γωνία και να σε χουφτώσει για να σε πάρει στη δουλειά ή για να μη σε διώξει απ’ τη δουλειά ή για να σου βάλει καλό βαθμό στις εξετάσεις κ.λπ., κ.λπ. Μη θορυβείστε λοιπόν σύντροφοι όταν ακούτε τις κυρίες του Χόλιγουντ να καταγγέλλουν τους βιαστές τους. Εδώ θα αργήσουν πολύ τέτοιες καταγγελίες. Εδώ θα ακούμε για χρόνια ακόμα χοντροκοπιές σαν κι αυτή που διάβασα χτες στο facebook από έναν κανονικό άντρα, όχι κανέναν χρυσαυγίτη – μακεδονομάχο: «Κάτι με πιάνει ρε παιδιά όταν πρέπει να συναλλάσσομαι με γυναίκες σε θέση εξουσίας». Σοβαρά; Τότε να παραιτηθούμε και να πιάσουμε τα ξεσκονόπανα αν είναι να μου συγχύζεσαι. Αλλά δεν είσαι ο μόνος. Ξέρω και πολλούς άλλους που κάτι παθαίνουν μόλις βλέπουν Αλβανούς σε θέσεις εξουσίας, ή Αφρικανούς ή gay ή Ρομά. Να ξέρεις πάντως ότι αν έκανες αυτή τη δήλωση σε κανένα πιο ευρωπαϊκό κράτος ή στην Αμερική μπορεί να πήγαινες και φυλακή. Εδώ στην Ελλαδάρα μας, κανένα πρόβλημα, δημοκρατία έχουμε, μπορούμε να προσβάλλουμε ελεύθερα όποιον προσπαθεί με νύχια και με δόντια να βρει τη θέση του σ’ αυτόν τον άδικο κόσμο. Και να του πιάνουμε και τον πισινό αν είναι ωραίος και έχουμε έρθει στο τσακίρ κέφι…

Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης

Συγγραφέας

Η πολιτική ορθότητα, η δημιουργική γραφή

Αν καθήσει και παρατηρήσει κανείς τη διαδρομή του είδους μας στο πέρασμα των δεκαετιών, των αιώνων και των χιλιετηρίδων, μπορεί να καταλήξει σε μια αστεία διαπίστωση. Ανακαλύπτοντας και μαθαίνοντας τον κόσμο, ο βασιλιάς των ζώων άνθρωπος έμοιαζε πάντα να περνάει τις «φάσεις» του· όμοια όπως τις περνάει ένα νήπιο που γίνεται παιδάκι, πιο ύστερα έφηβος, για να καταλήξει στη χρυσή ωριμότητα. Παθιάζεται με τα καινούργια παιχνίδια του, τις νέες δυνατότητες, καμαρώνει για τα επιτεύγματά του, ξεχνάει με απίστευτη ταχύτητα τις παλιές του αγάπες και ψάχνει φρέσκες. Πέρασε λοιπόν ο άνθρωπος την εποχή του λίθου, του χαλκού, του σιδήρου, ένα σωρό εκστρατείες, σταυροφορίες, Αναγέννηση, μια βιομηχανική επανάσταση, μεγάλη χαρά τού έδωσε ο ηλεκτρισμός, η ανακάλυψη της Αμερικής, το αεροπλάνο, ο Ελβις, πάτησε και στο φεγγάρι, πειραματίστηκε με την πυρηνική ενέργεια, τη σεξουαλική απελευθέρωση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, αποκρυπτογράφησε το DNA του, απέκτησε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και υπέροχα smartphones. Κι εκεί που νομίζεις ότι οι μυθολογίες πια τελείωσαν, καθώς όλα έχουν ήδη μυθοποιηθεί (και απομυθοποιηθεί), καταλαβαίνεις ότι αυτός θα βρίσκει πάντα κάτι νέο για να κάνει σημαία του. Η πολιτική ορθότητα είναι ένα από τα πρόσφατα: προσοχή στις λέξεις που χρησιμοποιείτε, προσοχή στις σκέψεις που εκφράζετε και, επιπλέον, ένα χτενισματάκι των λογοτεχνικών κειμένων (των κλασικών μηδέ εξαιρουμένων) προς αποφυγή «αστοχιών» δεν θα έβλαπτε. Η ευκολία της επικοινωνίας, έστω και με αντίτιμο την κατάργηση της ιδιωτικότητας, είναι ένα άλλο. Οι selfies, το γυμνό, η δημιουργική γραφή, τα emoji, ο υγιεινισμός, η αποδόμηση είναι μερικά άλλα. Ας ζήσουμε λοιπόν με τους μύθους μας. Δεν πειράζει. Είναι, φαίνεται, ανθρώπινο αντανακλαστικό. Σφραγίδα του είδους μας.

Χρήστος Χρυσόπουλος,

Συγγραφέας

Η πολιτικοποιημένη τέχνη

Σκέφτομαι τον τρόπο με τον οποίο στοιχίζονται στις μέρες μας η πολιτική και η τέχνη. Ποια σχέση καθορίζει την επαλληλία που μας κάνει να προσλαμβάνουμε το πολιτικό στο έργο τέχνης, δίχως να υποβιβάζεται η επιτελεστικότητα της καλλιτεχνικής χειρονομίας στο επίπεδο της πολιτικής ρητορείας; Αντιλαμβάνομαι τότε, ότι η τρέχουσα αναγκαιότητα να συμπεριλαμβάνεται το πολιτικό στην τέχνη ως ρητή δήλωση (κάτι που διαπιστώνουμε εμφατικά σήμερα στην εικαστική δημιουργία, στη λογοτεχνία, στο θέατρο…) περιορίζει αφόρητα το σημασιολογικό εύρος του έργου τέχνης στην όποια θεματική του πολιτικού (Προσφυγικό, ταυτότητα φύλου, οικονομική κρίση, φασισμός…) ώστε συχνότατα να υποκύπτει το καλλιτεχνικό fundamentum στην τετριμμένη μιντιακή γλώσσα, ενώ ταυτόχρονα να καθίσταται ακριβώς απλοϊκή η διάκριση των συστημικών περιπλοκών των πολιτικών ζητημάτων.

Αναλογίζομαι σε αυτό το σημείο τον εικαστικό David Hammons τον βαρύ χειμώνα του 1983, να πουλά τέλεια σχηματισμένες χιονόμπαλες διαφορετικών μεγεθών, συμμετρικά διατεταγμένες πάνω σε μια κουβέρτα στο χιονισμένο πεζοδρόμιο της Cooper Square. Η φωτογραφία του Dawood Bey από εκείνη τη δράση απεικονίζει έναν μεσήλικo αφροαμερικανό άνδρα με μακρύ παλτό και κασκόλ, καπέλο, γένια και σκούρα γυαλιά, να στέκει όρθιος μπροστά στην πραμάτεια του. Πόσο πιο βαθιά ποιητική, ανησυχαστική και δραστικά δηλωτική είναι η ιδέα ενός αφροαμερικανού πλανόδιου πωλητή χιονόμπαλας καταμεσίς του χειμώνα στη Νέα Υόρκη! Και πόσο πιο αποτελεσματική πολιτικά, μια καλλιτεχνική κίνηση η οποία εμπλέκει τον θεατή (τον τυχαίο διαβάτη) από τη θέση του αγοραστή, σαρκάζοντας έτσι και τη θέση του καλλιτέχνη και εκείνη του κοινού.

Δεν αρνούμαι το πολιτικό στην τέχνη, αντιθέτως, επιζητώ την ισχυροποίησή του. Ας κλείσω εσπευσμένα με μια ύστατη επίκληση της αρμόζουσας θέσης του καλλιτέχνη όπως μας την υπενθυμίζει ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν (*) ορίζοντας την επικράτεια της χειρονομίας (είτε πολιτικής, είτε καλλιτεχνικής): «…ανάμεσα στη ζωή και στην τέχνη, στην πράξη και στην εξουσία, στο γενικό και στο συγκεκριμένο, ανάμεσα στο κείμενο και στην επιτέλεσή του».

* Απόσπασμα από την εισαγωγή του Τζόρτζιο Αγκάμπεν στην «Κοινωνία του θεάματος» του Γκι Ντεμπόρ

Τάσος Σακελλαρόπουλος

Ιστορικός – υπεύθυνος των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη

Τα social media

Αν και είναι διαρκής η εξέλιξή τους, υπάρχουν κάποιοι βασικοί παράγοντες που διέπουν τη λειτουργία τους καθώς και κάποια παράλληλα, αλλά ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά τους, όπως λ.χ. η λήψη και διαμοίραση φωτογραφιών μέσω των smartphones: η διευρυμένη χρήση του ενσταντανέ, το γεγονός ότι συλλαμβάνεις μια στιγμή ως δική σου, καθώς κι η επικοινωνία μέσω εικόνων, συνιστούν μεγάλη ανατροπή σε σχέση με το παρελθόν. Πέραν τούτου, στους άξονες της μεγάλης αλλαγής που επέφεραν τα social media ανήκει το γεγονός ότι μπήκαν στη ζωή μας, κατά κύριο λόγο και σε μεγάλη μαζικότητα, την εποχή της κρίσης. Εδωσαν και δίνουν έναν ρόλο, έναν χαρακτήρα και μια οντότητα σε ανθρώπους που έχουν χτυπηθεί από την κρίση –άρα ακυρωθεί –και οι οποίοι ανήκουν κυρίως σε νεότερες γενιές. Τα social media λειτουργούν σαν «παρηγοριά» των νέων, σαν κάτι που τους επιτρέπει να έχουν μια φωνή, και ας μη γίνεται ακουστή από κάπου. Η έννοια του δημόσιου μέσου διατηρεί ακόμα ένα κύρος, παρότι εκείνο της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου έχει πέσει από το επίπεδο του θέσφατου. Το γεγονός ότι κάποιος λέει δημόσια την άποψή του, ασχέτως αν τον ακούν οι φίλοι του, δίνει την ψευδαίσθηση μιας απήχησης. Δημιουργείται ένας κόσμος φαντασιακός, πολύ ισχυρός.

Παρότι επίσης περάσαμε και περνάμε μια κρίση επιπέδου «πολέμου», μια μεγάλη ανατροπή όσων ζούσαμε μέχρι πρότινος, η ανισότητα κατέστη σαφής, αφενός στερώντας μας την αίσθηση ότι όλοι υποφέρουμε το ίδιο και αφετέρου καταργώντας την έννοια της μηδενικής αφετηρίας στην οποία βρισκόμαστε όλοι, όπως δηλαδή συμβαίνει σε έναν πόλεμο. Μέσα λοιπόν από τα social media η έννοια της κοινής αφετηρίας όλων υπάρχει ακόμα, «διασώζεται».

Τα παραπάνω ισχύουν εδώ και οκτώ χρόνια, δηλαδή περίπου μισή γενιά. Δεν είναι λίγα. Ηδη έχει διαμορφωθεί μια σχετική συνείδηση, ενώ έχουν περάσει και στοιχεία στη γλώσσα, στην καθημερινότητα. Η έννοια του φίλου, που πλέον υπάρχει ή δεν υπάρχει, που η σχέση μαζί του, λίγο – πολύ, πάντα ήταν ρευστή, έχει μεταβληθεί. Εχω φίλους στο facebook σημαίνει ότι άνθρωποι που μπορεί να μη λένε «καλημέρα» θα παρακολουθήσουν ο ένας τη δραστηριότητα του άλλου –για να μην πω τη σκέψη -, κάτι εντελώς διαταξικό. Θεσμοί όπως του reunion μεταξύ παλιών συμμαθητών, ακόμα και αν ενεργοποιηθούν, περιορίζονται από τη δυνατότητα όσων θέλουν να επικοινωνούν κατ’ ιδίαν μεταξύ τους. Ετσι ενισχύεται μια επιλεκτική, παρεϊκή επικοινωνία. Διαλέγεις εσύ με ποιο ν θα μιλήσεις και πώς. Δεν είναι πάντως τυχαίο ότι σιγά σιγά οι πιτσιρικάδες γυρίζουν την πλάτη στο facebook. Οπως και να ‘χει, πρόκειται σαφώς για ένα όχημα της εποχής μας, ένα όχημα διεθνές, που έχει να κάνει με την εξοικείωση των ανθρώπων με την τεχνολογία, μια εξοικείωση που συνιστά βασικό πυλώνα του δυτικού πολιτισμού και κομμάτι τού τι σημαίνει πρόοδος.

Ιωάννα Λαλιώτου

Iστορικός, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Η αντιγήρανση

H δυνατότητα της διαρκούς νεότητας και άρα της αέναης επιμήκυνσης της ζωής έχει αποτελέσει δυναμικό οργανωτικό μύθο σε όλη τη σύγχρονη ιστορία. Η πίστη στη δυνατότητα της γνώσης και της τεχνολογίας να εξασφαλίσουν όχι μόνο την μακροβιότητα των ανθρώπων αλλά και την επιμήκυνση της νεότητας έχουν αποτυπωθεί σχεδόν σε όλα τα πεδία πολιτισμικής, γνωσιακής, καλλιτεχνικής παραγωγής, σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα και μέχρι σήμερα. Επιστημονική έρευνα, τεχνολογικές εφαρμογές, κινηματογράφος, μουσικά ρεύματα, λογοτεχνία, κοινωνική πολιτική, εκπαιδευτικές στρατηγικές, αναπτυξιακοί σχεδιασμοί, σχεδόν όλα τα πεδία καινοτομίας και μελλοντολογικού σχεδιασμού διέπονται, άλλοτε ρητά και άλλοτε υπόρρητα, από την κεντρική παραδοχή ότι η ζωή μπορεί και πρέπει να επιμηκυνθεί χωρίς όριο και ότι η επιμήκυνση αυτή συνδέεται άμεσα με την επικράτηση των νεανικών εκδοχών της ύπαρξης είτε σε φυσικό επίπεδο είτε στο επίπεδο του συμβολικού και του θυμικού. Κύριο χαρακτηριστικό αυτού του οργανωτικού μύθου της εποχής μας είναι βέβαια ο ανθρωποκεντρισμός. Τόσο η επιμήκυνση της ζωής όσο και η επιδίωξη της διαρκούς νεότητας αφορούν αποκλειστικά τον άνθρωπο και σε δεύτερο ίσως βαθμό τα οικόσιτα ζώα συντροφιάς που συμβάλλουν παραπληρωματικά στη συγκρότηση του άμεσου ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στις δυτικές κυρίως κοινωνίες κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η μυθολογία της αιώνιας νεότητας του ανθρώπου, παρά την απελευθερωτική εκφορά της, εμπεριέχει βέβαια και σαφείς επιταγές. Δεν περιλαμβάνει δηλαδή αποκλειστικά την υπόσχεση ότι μπορείς να ζεις για πάντα νέα αλλά και την κανονιστική επιταγή ότι οφείλει κανείς (στον εαυτό του και στους άλλους) να επιδιώκει αλλά και να διασφαλίζει τη δυνατότητα της αέναης νεότητας. Αρκεί να σκεφτούμε ότι μια σειρά αναδυόμενων σήμερα διατροφικών παθολογιών όπως η orthorexia nervosa συνδέονται αν όχι απορρέουν από την ισχυρή κανονονιστική λειτουργία αυτής της σύγχρονης μυθολογίας. Για μια εκπληκτική κριτική προσέγγιση αυτής της σύγχρονης μυθολογίας αξίζει νομίζω να ξαναδιαβάσουμε το μυθιστόρημα του διάσημου συγγραφέα βιβλίων επιστημονικής φαντασίας Bruce Sterling «Holy Fire» (1996), όπου περιγράφεται μια κοινωνία στην οποία η δυνατότητα των ηλικιωμένων να επιμηκύνουν για πάντα τη νεότητά τους καταλήγει δυνητικά σε μια οντολογική εξέλιξη και συνεπάγεται την καταδίκη των εκάστοτε νέων ανθρώπων σε μια αιώνια και σκληρή υποδούλωση.

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος

Aναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυντάκτης της «Νέας Εστίας»

Οι εθνικοί μύθοι

«Οι έλληνες πιστεύουν πώς αν ανεβούν στην κορφή του Ταϋγέτου την 1η Ιουλίου, μπορούν να διακρίνουν στην Κωνσταντινούπολη στον ορίζοντα. Βλέπουν παντού την Κωνσταντινούπολη» (Εδ. Αμπού, 1854)

Το ξέρουν καλύτερα οι ψυχαναλυτές: όταν οι μύθοι, ατομικοί ή συλλογικοί, υπερισχύσουν της πραγματικότητας, τότε τα άτομα ή τα έθνη εισέρχονται στον κόσμο των ψευδαισθήσεων, ενίοτε και της παράνοιας. Εκεί φυσικά όλα μοιάζουν δυνατά, μόνο που σκοντάφουν πάντα σε ένα μόνιμο πρόβλημα: την ίδια την ζωή, και τις διαφορετικές προτεραιότητές της καθώς και τις επιδιώξεις των άλλων. Ως ένα σχετικά πρόσφατο έθνος, που είχε όντως ανάγκη από ζωτικούς μύθους για να συγκροτήσει την ταυτότητά του, το ελληνικό έθνος μέχρι το 1922 έζησε ανά περιόδους έντονα τον πυρετό της Μεγάλης Ιδέας. Μόνο που αυτή δεν ήταν μια φαντασίωση χωρίς νόημα. Φυσικά, όσο το ελληνικό κράτος παρέμενε αδύναμο και εξαρτημένο από τις Μεγάλες Δυνάμεις, η διεκδίκηση ανεδαφικών στόχων κατέληγε σε ταπεινώσεις: είτε στην 3ετή αγγλογαλλική κατάληψη του Πειραιά και της Αθήνας επί Οθωνα (1854-57) είτε στον εξευτελισμό της ήττας του 1897. Τότε που, παρεμπιπτόντως, η εξωτερική πολιτική ασκούνταν επίσης από απόστρατους, εθνικιστές διανοούμενους, λαϊκιστικά έντυπα και φανατικούς ιεράρχες της Εκκλησίας. Οταν όμως η εμφάνιση του Βενιζέλου και το σχέδιο συνολικού εκσγχρονισμού του κράτους και του στρατού διαμόρφωσαν τις κατάλληλες συνθήκες, τα αποτελέσματα υπήρξαν εντυπωσιακά. Μέσα σε λίγους μήνες, με τους Βαλκανικούς Πολέμους, είχαν εκπληρωθεί όνειρα ενός αιώνα. Αντιθέτως, όταν η χώρα επέστρεψε στον διχασμό ή την μικροπολιτική, η εθνική καταστροφή της Μικράς Ασίας έδειξε πόσο καθοριστικά επιδρά η εσωτερική ανωμαλία στη στρατηγική μιας χώρας στο διεθνή στίβο.

Παρότι όμως το τραύμα υπήρξε βαθύ και παρότι από τη μεταπολεμική περίοδο και μετά η Μεγάλη Ιδέα έπαψε να έχει νόημα, δεν σήμαινε αυτό ότι εγκαταλείψαμε και τους συνοδευτικούς μύθους. Η μικρόνοα διαχείριση του Κυπριακού μεταπολεμικά, η υποταγή της εξωτερικής πολιτικής στη λογική των συλλαλητηρίων της Αθήνας τη δεκαετία του ’50 μαζί με τα συνωμοτικά παιχνίδια του Γρίβα και της ΕΟΚΑ στο νησί, και η δραματική κατάληξη του Αττίλα το 1974 απέδειξαν ξανά πόσο στοιχίζει η άφρονα πολιτική των λογής λογής πατριδοκάπηλων. Από την άλλη, όταν επί Σημίτη και Κρανιδιώτη Κύπρος και Ελλάδα συντόνισαν από κοινού τις δυνάμεις τους για την είσοδο της πρώτης στην ΕΕ το 2004 και κατόπιν στο ευρώ (2008), η επιτυχία ήταν αδιαμφισβήτητη. Ο Ελληνισμός απέκτησε δύο ψήφους στην Ενωση ενισχύοντας έτσι το ειδικό του βάρος.

Κι εδώ είναι το μυστικό για τους εθνικούς μύθους. Θα έπρεπε κανονικά να έχουμε μάθει από τα σωστά και από τα λάθη μας, έπειτα από δύο αιώνες: όσες φορές το ελληνικό κράτος διεκδίκησε τους εθνικούς του στόχους με ψυχραιμία, οργανωμένο και ρεαλιστικό σχέδιο, σωστή ανάλυση των ισορροπιών, των συμμαχιών και της δυναμικής της συγκυρίας (momentum), αγνοώντας την «κοινή γνώμη», τα σκαμπανεβάσματα και τα καπρίτσια της, είχε δεδομένη την επιτυχία. Και ο λόγος είναι απλός. Αντίθετα από την κυρίαρχη φαντασίωση που μας θέλει διαρκώς υπό διωγμόν, η Ελλάδα, λόγω διαφόρων ιδιαιτεροτήτων της ιστορικών, γεωγραφικών κ.λπ., είχε πάντα περισσότερους φίλους παρά εχθρούς. Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη ίσως από το γεγονός ότι εντάχθηκε πρόωρα στην τότε ΕΟΚ αλλά και στην ευρωζώνη χωρίς να πληροί ουσιαστικά τα οικονομικά κριτήρια, μόνο και μόνο διότι κανείς δεν θα διανοούνταν να αποκλείσει την χώρα εκείνη που στο φαντασιακό της Ευρώπης είναι η κοιτίδα του πολιτισμού της. Οταν οι Ελληνες σταματούσαν συνεπώς να «αντιστέκονται» σε επινοημένους εχθρούς και διαπραγματεύονταν ρεαλιστικές επιδιώξεις, ποτέ τους δεν βγήκαν χαμένοι.

Σήμερα οι εθνικοί στόχοι (δεν μπορεί να) είναι εδαφικοί. Δεν υποτιμώ καθόλου τις εθνικές ταυτότητες και γι’ αυτό ακριβώς δεν θα τις αφήσω στον κάθε τυχοδιώκτη της πολιτικής να τις γελοιοποιεί κατά το δοκούν. Ομως το ύψιστο εθνικό σχέδιο είναι τώρα να ανακάμψει η χώρα οικονομικά και να αναμορφώσει την εκπαίδευσή της για να βρίσκουν δουλειά οι νέοι άνθρωποι και να μη μεταναστεύουν. Αυτό είναι που θα ενισχύσει τη θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, και θα κάνει ακολούθως την φωνή της ισχυρότερη. Οι άλλες «διεκδικήσεις» –ας μου συγχωρεθεί –είναι στο πλαίσιο των Απόκρεω που έρχονται.

Θοδωρής Γκόνης

Σκηνοθέτης

Το παλκοσένικο του Ιντερνετ

Είναι αλήθεια ότι όσο διψάμε για μύθους και μεσσίες, άλλο τόσο είμαστε εκδικητικοί και αψίκοροι απέναντί τους. Ηδονιζόμαστε όταν τους γκρεμίζουμε, όταν τους σταυρώνουμε, όταν τους κατασπαράζουμε με ένα ένστικτο ανθρωποφαγίας που τρομάζει. Ουαί κι αλίμονο στον μύθο που έσφαλε, τον θέλαμε υπεράνθρωπο και δεν του συγχωρούμε που θεωρήθηκε υπεράνθρωπος. Αυτό ίσως σήμερα μπορούμε να πούμε, να ορίσουμε ως μια «νέα μυθολογία», την ευκολία με την οποία φτιάχνουμε και κατεδαφίζουμε μύθους και μυθολογίες σε πείσμα κάθε λογικής. Ο καθένας από μας, χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπορεί να πυροβολεί με λέξεις, εκφράσεις και απόψεις ανθρώπων αποχαυνωμένων, καταβεβλημένων από την εναλλαγή καλοτυχίας και συμφορών, ανθρώπων που αμφισβητούν οτιδήποτε βρίσκεται πέρα από την προσωπική μειονεκτική τους θέση. Και επειδή η γλώσσα είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, τότε εκεί στη γλώσσα πρέπει να αναζητήσουμε και να πάρουμε την τελεσίδικη απάντηση. Ποιοι πραγματικά είμαστε. Ποια η μυθολογία μας και ποιοι οι μύθοι μας. Είμαστε φωτογραφίες; Είμαστε σέλφι; Απαθανατιζόμαστε χωρίς να απαθανατίζουμε τίποτα, είμαστε αυτά που γράφουμε, γιατί τα λόγια ακόμα και του πιο φοβισμένου –κυρίως αυτού –κρύβουν σκοτάδι και πράξη. Και αν πρέπει να πω και κάτι ακόμα, θα πω για μια άλλη «μυθολογία», την ατελείωτη αυτή ουρά των ανθρώπων που συνωστίζονται και σπρώχνονται μέσα και πάνω στο παλκοσένικο του Ιντερνετ για να παίξουν το μονόλεπτο νούμερό τους, ενώ κάτω, έξω στη ζωή, στους δρόμους, στην αίθουσα, δεν υπάρχει ούτε ένας πραγματικός θεατής γιατί απλούστατα όλοι νιώθουμε σημαντικοί και σπουδαίοι –με άποψη για όλους και για όλα -, χωρίς, οι περισσότεροι δυστυχώς, να έχουμε πληρώσει γι’ αυτό ούτε μια τρύπια δεκάρα.

Θοδωρής Τερζόπουλος,

Σκηνοθέτης

Οι «μύθοι» μας

Πιστεύω ότι πρέπει να ξαναδούμε την έννοια του μύθου. Η έννοια η ίδια του μύθου είναι ένας μεγάλος μύθος. Στο παρελθόν είχε ρίζες αρχέγονες, σκοτεινές κι ασκούσε τρομακτική έλξη. Στην εποχή μας έχει εξωραϊστεί. Εχει απομαγευτεί. Εχει χάσει τη δύναμή του, τη μεγάλη του ενέργεια. Μετατρέπεται σε παραμύθι που παίζει σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις. Εχει τόσο καλλιεργηθεί, ώστε μπορεί να μορφοποιηθεί σε κάτι όμορφο, αλλά και αποπροσανατολιστικό, ειδικά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Δείτε επί παραδείγματι το Survivor. Εχει αναδειχθεί σε έναν μύθο οικείο, που αλλοτριώνει τον άνθρωπο και τον απομακρύνει από οποιαδήποτε προσπάθεια να διεκδικήσει όσα του ανήκουν. Ο μύθος έχει εξελιχθεί σε ένα εργαλείο των συμφερόντων, του νεοφιλελευθερισμού και του σύγχρονου καπιταλισμού. Εργαλείο επικίνδυνο καθώς χειραγωγεί τη δυνατότητα του ανθρώπου να κρίνει τα πράγματα. Στην αρχαιότητα ο μύθος είχε σκοτεινές ρίζες και ο κλασικός πολιτισμός είναι εκείνος που κατάφερε να ρίξει φως στο σκοτάδι και να πετύχει την χειραφέτηση του μύθου. Σήμερα, από τη στιγμή που η μυθολογία ως εργαλείο του συστήματος το οποίο δημιουργεί καταστάσεις, κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα ωθεί τον άνθρωπο να χάσει την κρίση του, κινδυνεύει και η δημοκρατία.

Αλέξης Σταμάτης

Συγγραφέας

Εξυφαίνοντας το επόμενο

Η μυθολογία είναι η απόπειρα της ανθρωπότητας να εξηγήσει τον εαυτό της, απασφαλίζοντας το ασυνείδητο ώστε να ξετυλίξει το πεπερασμένο με στόχο να εξυφάνει το καινούργιο, το επόμενο. Ο μύθος έχει να κάνει με το βίωμα, είτε το συλλογικό είτε το ατομικό. Εάν μιλήσουμε για τη σύγχρονη εποχή, βλέπουμε τη σαφή τάση του ανθρώπου να απέχει από το βίωμα, να αποκολλάται από την εμπειρία αντικαθιστώντας τη μέσω της τεχνολογίας με εκδοχές προσομοίωσης. Αναρωτιέται κανείς λοιπόν από πού θα προκύψουν οι νέοι μύθοι. Η ίδια η τεχνολογία είναι απλώς ένα μέσον, δεν μπορεί να δημιουργήσει μύθους. Δεν μπορεί να είναι από μόνη της το διακύβευμα. Κάτι τέτοιο γίνεται μόνο μέσα από τη συνάντηση ανθρώπου και κόσμου. Μια νέα μυθολογία επίσης έχει ανάγκη από ήρωες και όχι από φαντάσματα. Σε μια περίοδο θρυμματισμένων ή και διαμελισμένων εαυτών, που φλερτάρει απροκάλυπτα με το «The ghost in the machine», όλα είναι υπό αμφισβήτηση, ακόμη και ο βαθιά ριζωμένος μύθος ότι η φύση αποτελεί το υπόστρωμα της Ιστορίας. Ομως και η ιδία η πεμπτουσία του μύθου επανεξετάζεται. Παράδειγμα: με δεδομένη την κυριαρχία της παγκοσμιοποίησης, εάν αυτή παρουσιαστεί μυθολογικά ως ένα ορμητικό ποτάμι που σαρώνει τα πάντα, επιτυγχάνεται η κατά Barthes αποπολιτικοποίησή της, οπότε το μόνο που ίσως μένει είναι η επαναμυθοποίηση του απομυθοποιημένου. Αν όμως δεχτούμε ότι ο μύθος είναι κατά βάση ένας, το μυστικό παιχνίδι του κόσμου, φαίνεται πως ακολουθεί ένας διαρκής κύκλος απομυθοποίησης – μυθοποίησης, γένεσης – θανάτου, φθοράς – αναγέννησης της συστατικής του ουσίας, ένας κύκλος που εκφράζεται ποικιλόμορφα, είτε μέσω των «γκραφίτι» της Αλταμίρα είτε μέσω των γκραφίτι των Εξαρχείων. Οπως και να έχει, η ασίγαστη ανάγκη της αυταπάτης μέσω της ταύτισης και η φοβερή έλξη της ζωτικής ψευδαίσθησης δεν θα σταματήσουν ποτέ.