Αν όλα στη ζωή μας είναι μια σύμπτωση και μια τύχη, δεν αποκλείεται η τόσο λαμπρή εξέλιξη και σταδιοδρομία του συνθέτη Γιώργου Κουρουπού, που υπογράφει το εξαίσιο κείμενο για τη σχέση του Δημήτρη Μητρόπουλου με τον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, να δρομολογήθηκε στα 1955 όταν ο μικρούλης τότε Κουρουπός προσέφερε στον διεθνούς φήμης έλληνα μαέστρο ένα δάφνινο στεφάνι. Και αν και πεθαμένος ο Μητρόπουλος εδώ και 58 χρόνια αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος της καλλιτεχνικής του ακτινοβολίας ώστε ό,τι τον αφορά να διαβάζεται σαν κάτι που συμβαίνει σήμερα.

Ενα στιγμιότυπο από μια ιδιωτική συζήτηση σε δημόσιο χώρο. Ο ένας μοιάζει νέος, δυναμικός και εύχαρις. Ο άλλος, γερασμένος κουρασμένος, συνοφρυωμένος –ή μήπως ανήσυχος;

Είναι δυο σπουδαίες προσωπικότητες, δύο μύθοι του μουσικού κόσμου. Ο Λέοναρντ Μπερνστάιν και ο Δημήτρης Μητρόπουλος. Η ιστορία τους είναι γνωστή. Πρωτοσυναντήθηκαν την εποχή που ο Μπερνστάιν τελείωνε τις σπουδές του στο Χάρβαρντ, όταν ο Μητρόπουλος ήταν ήδη καταξιωμένος μαέστρος, πιανίστας και συνθέτης. Ο Μητρόπουλος είχε εγκατασταθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής από το 1937 και από το 1938 είχε τη θέση του μόνιμου αρχιμουσικού της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μινεάπολις (1938-1949). Ο Μπερνστάιν είχε μια εκρηκτική πορεία, από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και τις μουσικές σπουδές του με διάσημους δασκάλους –μεταξύ των οποίων και τον Μητρόπουλο στη σύνθεση –έως την ανάληψη της θέσης του βοηθού μαέστρου στη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης το 1943. Ο Μητρόπουλος θα αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της ίδιας Ορχήστρας το 1949. Τον Μητρόπουλο θα διαδεχτεί ο Μπερνστάιν το 1958.

Η μεταξύ τους σχέση, όσο συνυπήρχαν στον ίδιο χώρο, ήταν αρμονική, φιλική, έως και κατά πάσα πιθανότητα ερωτική.

Δεν είναι μάλιστα λίγοι αυτοί που θεωρούν πως αυτή η απρόσμενη αντικατάσταση του Μητρόπουλου από τον πρώην μαθητή και βοηθό του επιτάχυνε την επιδείνωση της ήδη κλονισμένης υγείας του, με αποτέλεσμα τον ξαφνικό θάνατό του από ανακοπή τη στιγμή που διηύθυνε μια πρόβα της Ορχήστρας της Σκάλας του Μιλάνου (1960). Το βέβαιο είναι ότι ο Μητρόπουλος βίωσε ως «προδοσία» τη στάση αυτή του Μπερνστάιν. «Προδοσία»; Σε τι ακριβώς συνίσταται εδώ η «προδοσία»;

Ποιος μπορεί να κατηγορήσει για υπέρμετρη φιλοδοξία κι ανυπομονησία ένα τόσο νέο και τόσο ταλαντούχο άτομο σαν τον Λέοναρντ Μπερνστάιν, που ασφαλώς θα περίμενε κι αυτός τη σειρά του; Μα αν οι νέοι δεν είναι φιλόδοξοι, τολμηροί και ανυπόμονοι, τότε δεν είναι νέοι. Δεν είναι ο ίδιος ο Μητρόπουλος που έγραψε το πρώτο σειραϊκό ελληνικό έργο, την «Οστινάτα για βιολί και πιάνο» (1926-27); Δεν είναι αυτός που έγραψε τις τολμηρότατες inventions για φωνή και πιάνο σε ποίηση Κ.Π. Καβάφη (1925-26); Αυτός που τόλμησε να αντικαταστήσει τον ασθενήσαντα μαέστρο της συναυλίας, διευθύνοντας και παίζοντας συγχρόνως στο πιάνο το 3ο Κονσέρτο του Προκόφιεφ (Βερολίνο, 1930); Ο ίδιος που προκαλούσε το συντηρητικό κοινό της Αθήνας ερμηνεύοντας για πρώτη φορά την «Ιστορία του στρατιώτη» του Στραβίνσκι (1926); Για να περιοριστώ σε ό,τι πρόχειρα θυμάμαι.

Είναι άραγε αλήθεια ότι τον τελευταίο καιρό ο Μπερνστάιν «έσκαβε τον λάκκο» του δασκάλου και μέντορά του μέσα στους κύκλους της ορχήστρας; Αλλο τόσο πάντως είναι αλήθεια ότι ο «κεντροευρωπαίος» στην ιδιοσυγκρασία και τη συγκρότησή του, διάσημος έλληνας μαέστρος, είχε αρκετούς πολέμιους μέσα στους ίδιους κύκλους γιατί, παρά την αναμφισβήτητη μεγαλοφυΐα του, με τις τολμηρές και πρωτοποριακές επιλογές του, είχε αρχίσει να κουράζει το συντηρητικό κοινό και τη διοίκηση της ορχήστρας. Αδιάσειστη απόδειξη, ο τριπλασιασμός του κοινού της ορχήστρας στα πρώτα χρόνια της θητείας του Μπερνστάιν.

Αν πάλι το ζήτημα είναι το τραύμα που προκλήθηκε στη φημολογούμενη ερωτική τους σχέση, τότε πάλι η «προδοσία» είναι από τους βασικούς παράγοντες διάρρηξης σχέσεων, τόσο στη ζωή όσο και στη λογοτεχνία. Πώς τώρα όλοι μας το ξεχνάμε και το θεωρούμε αδιανόητο όταν συμβαίνει σε εμάς τους ίδιους, αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Η ιδιαιτερότητα της ψυχοσύνθεσης του Μητρόπουλου έγκειται στην υπερευαισθησία του, στην ακεραιότητα του χαρακτήρα του, στη σεμνότητά του, στην ταπεινοφροσύνη του, στην απέραντη γενναιοδωρία του προς τους άλλους, στην απόλυτη αφοσίωση στη δουλειά του, αλλά και σ’ αυτούς που αγαπά –εδώ αξίζει να θυμηθούμε την αλληλογραφία του με την Καίτη Κατσογιάννη -, με άλλα λόγια, μια σχεδόν ιερατική ψυχοσύνθεση που δεν διανοείται το κακό.

Οταν ήμουν δεκατριών χρονών, το 1955, ο Δημήτρης Μητρόπουλος επέστρεφε δαφνοστεφανωμένος στην Ελλάδα, ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας, προσκεκλημένος του Φεστιβάλ Αθηνών για δύο συναυλίες στο Ηρώδειο με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης. Λίγες μέρες πριν, το Ωδείο Αθηνών, στο οποίο ο ίδιος είχε κάνει τα πρώτα του βήματα και στο οποίο εγώ φοιτούσα –ήταν τότε στην οδό Πειραιώς –είχε προετοιμάσει μια τιμητική εκδήλωση υποδοχής του Μητρόπουλου στη «μουσική του βάση».

Επέλεξαν από τη διεύθυνση εμένα μαζί με μια συμμαθήτριά μου να του προσφέρουμε στην αρχή της τελετής, εγώ ένα στεφάνι και το κορίτσι μιαν ανθοδέσμη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το καθαρό και επίμονο βλέμμα του ενόσω του έδινα το στεφάνι. Αργότερα σκέφτηκα ότι κάπως έτσι πρέπει να είναι το βλέμμα των αγίων. Στη συνέχεια ο λόγος που ο ίδιος εκφώνησε ως αντιφώνηση στην ομιλία του διευθυντή του Ωδείου μεταξύ άλλων έλεγε στους πρώην συναδέλφους του καθηγητές ότι θα μπορούσε να είναι ακόμη στη θέση τη δική τους και κάποιος απ’ αυτούς να είχε τη δική του πορεία –πως ήταν δηλαδή ζήτημα τύχης. Αυτοί που τον άκουγαν ήταν στη μεγάλη τους πλειονότητα οι ίδιοι που σε όλη τη διάρκεια της απουσίας του τον είχαν πολεμήσει και συκοφαντήσει με κάθε τρόπο.

Αλλά οι άγιοι δεν διανοούνται την αδικία, ή αν ποτέ την αντιληφθούν, τη συγχωρούν –ωστόσο, μέσα τους πονάνε βαθιά.

Εν τέλει ποιος φταίει για ό,τι έγινε;

«Ω φίλοι

αν κάποιος από μας αμάρτησε

πρέπει να ‘ναι ο Θεός

χαλάλι του

ψάξαμε ψάξαμε όσο γίνεται

να ‘μαστε άνθρωποι σωστοί…»

Οδυσσέας Ελύτης «Τρία Ποιήματα με Σημαία Ευκαιρίας»

Πράγματι, ο Θεός φταίει που πάντοτε γερνάμε και που πάντοτε οι νέοι επελαύνουν ως ταύροι εν υαλοπωλείω.