«Απελπισμένος! Νιώθω απελπισμένος! Μη γελάς!» έλεγε στην τελευταία μας συνάντηση, τον περασμένο Ιούνιο, με αφορμή τη συνέντευξη στα «ΝΕΑ» για τη συμμετοχή του ως Τρυγαίου στην επιδαύρια «Ειρήνη» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη. Από τις πρώτες αναμνήσεις που ανέσυρε τότε ήταν πως είχε παίξει «Νεφέλες» πριν από 35 χρόνια με τη Θεατρική Συντεχνία του Γιάννη Χουβαρδά. «Από εκεί είχα ξεκινήσει ως μουσικός ηθοποιός» είχε πει προσθέτοντας μία ψηφίδα σ’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε «η άγνωστη διαδρομή» του Τζίμη Πανούση, ο οποίος δεν είναι άδικο να κατοχυρωθεί ως ένας από τους πρωτοπόρους της μουσικής σάτιρας στην Ελλάδα. Το ίδιο κλείσιμο ματιού –στον «ανένταχτο» ταραξία –είχε και το κλείσιμο της συζήτησης: «Και στις συνεντεύξεις ρόλος είμαι. Τώρα κάνω τον Πανούση. Είμαι ένα παιδάκι που κάνω σκανταλιές. Θεωρώ πως δεν έχω αδικήσει κανέναν. Και λίγα τους έχω πει. Γιατί η σάτιρα δεν έχει όρια. Μάλλον λάθος: η σάτιρα έχει αυστηρότατα όρια και είναι αυτά που βάζει το κοινό».

Σ’ αυτήν τη σχέση ο Τζίμης Πανούσης, που πέθανε προχθές από ανακοπή καρδιάς, έδειξε συνέπεια προσπαθώντας να διατηρήσει την ειδική θερμοκρασία με το κοινό του σε όλες τις περιόδους της καλλιτεχνικής του διαδρομής (ακόμη και στην όψιμη, όταν ο φόβος του αν το αστείο θα περάσει στην πλατεία ήταν μεγαλύτερος από ποτέ).

Γεννήθηκε το 1954. Οι γονείς του, Θεόδωρος και Φωτεινή, είχαν έρθει πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Μεγάλωσε στον Χολαργό και από τα μαθητικά του χρόνια, όπως θυμόταν, σχολίαζε με καυστικό τρόπο ό,τι θεωρούσε κατεστημένο. Πρόσωπα της εξουσίας και της καλλιτεχνικής ζωής και θεσμούς. Ηταν και ο λόγος που ο «Τζιμάκος», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, είχε βρεθεί στις δικαστικές αίθουσες ως κατηγορούμενος ουκ ολίγες φορές.

Η μουσική. Αν και ξεκίνησε ως ηθοποιός, το πρώτο ορόσημο ήταν οι Μουσικές Ταξιαρχίες, που δημιούργησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 (το οριστικό σχήμα αποτελούνταν από τον ίδιο, τον Γιάννη Δρόλαπα στην κιθάρα, τον επίσης εκλιπόντα Βαγγέλη Βέκιο στα τύμπανα, τον Δημήτρη Παπανικολάου στο πιάνο, τον Βαγγέλη Van Σβάρνα στο σαξόφωνο και τον Δημήτρη Δασκαλοθανάση στο μπάσο). Μετά τον ομότιτλο δίσκο το 1979 ακολουθούν το «Αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν» (1984) και το «Hard core» (ζωντανή ηχογράφηση) το 1985. Το 1983 με το όνομα Alamana’s Bridge το συγκρότημα συμμετείχε στον δίσκο – συλλογή του ελληνικού ροκ «Made in Greece Vol. 1» –εξαιτίας των αντιρρήσεων της τότε δισκογραφικής τους εταιρείας. Με τον δίσκο «Κάγκελα παντού» του 1986 ο Τζίμης Πανούσης εγκαταλείπει το συγκρότημα, για να συνεχίσει μόνος μες στο «Χημεία και τέρατα» (1987).

Ο κινηματογράφος. Παράλληλα με τη μουσική σάτιρα επί σκηνής (ειδικά στο Μετρό), στην οποία εκφράζει θαυμασμό ο Μάνος Χατζιδάκις, «προστάτης» ήδη των νέων καλλιτεχνών, ο Πανούσης κάνει περάσματα στον σύγχρονο κινηματογράφο δανείζοντας την περσόνα του. Εμφανίζεται ως Τζίμης Πανούσης στον «Δράκουλα των Εξαρχείων» του Νίκου Ζερβού (1981), στον «Ηνίοχο» του Αλέξη Δαμιανού (1995), στον «Προστάτη οικογένειας» του Νίκου Περάκη (1997) και στο «Safe sex» των Ρέππα – Παπαθανασίου.

Ευφυής και πολυσχιδής, γνώριζε πότε πρέπει να κρύψει το νυστέρι της σάτιρας για να αποκαλύψει τις «ρωγμές» του. Μια τέτοια «διαφορετική» στιγμή είναι το ντουέτο του με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη στο «Εγώ κι εσύ μαζί» (το «You ‘ve got a friend in me» από το μεταγλωττισμένο «Toy story»), αλλά και η δική του εκδοχή στο «Χρώματα κι αρώματα» του Γιάννη Μαρκόπουλου, στο άλμπουμ – αφιέρωμα στον συνθέτη (Universal, 2000).

Η ζωή του μέσα από τα μάτια φίλων και καλλιτεχνών

Γρηγόρης Ψαριανός

«Ο συμμαθητής μουο Τζίμης»

«Με τον Τζίμη γεννηθήκαμε σχεδόν ταυτόχρονα το 1954 στους Αμπελόκηπους και γνωριστήκαμε στον Χολοργό 11 ετών. Από τότε ήμασταν κολλητοί εκτός από τα τελευταία 5-6 χρόνια που δεν βρισκόμασταν πολύ συχνά. Πήγαμε στο Γυμνάσιο Χολαργού πέντε χρόνια – Πρώτη, Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη και Εκτη. Στην Τετάρτη Γυμνασίου το 1969-70 είχαμε πάει στην Αγία Παρασκευή. Ηταν πάντα ανατρεπτικός, κριτικός, αυτοκριτικός, σατιρικός. Εγραφε πάντα τραγούδια με μια κιθάρα. Ηταν αυτοδίδακτος. Ηταν γεννημένος καλλιτέχνης και μια εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση. Πολύ χαμηλών τόνων, σε αντίθεση με αυτό που εμφανιζόταν προς τα έξω. Ακούγαμε και παρακολουθούσαμε τις μουσικές της εποχής – ροκ, ρεμπέτικα, όλα. Παρακολουθούσαμε κινηματογράφο και διαβάζαμε πολύ: από τα βιβλία του μαρξισμού μέχρι Εριχ φον Ντένικεν (σ.σ. συγγραφέας που πίστευε ότι οι εξωγήινοι είχαν επιδράσει σε αρχαίους πολιτισμούς). Η αιχμηρή σάτιρά του προέκυπτε από τον πηγαίο τρόπο που είχε για να αντιμετωπίζει τα πράγματα. Οπως θα έπρεπε να κάνουμε όλοι. Να μη μασάμε παραμύθια, να μην είμαστε οπαδοί και να στεκόμαστε απέναντι στα πράγματα κριτικά. Είχε ένα κοφτερό μυαλό και μια γλώσσα που έσφαζε και φυσικά ενοχλούσε πολλούς. Κι εμένα μου την “έλεγε” που ασχολιόμουν με την πολιτική από τα μικρά μας χρόνια. Αυτός ήταν ανένταχτος και δεν έμπαινε σε καλούπια και κοινωνικές συνθήκες. Μοιραστήκαμε όμως πάνω από μισό αιώνα ζωής. Ταξίδια πολλά στο εξωτερικό, Πάσχα στα χωριά μας ή στην Αρκαδία ή στον Παρνασσό, γλέντια, ξενύχτια, ακόμη και δουλειές μαζί κάναμε. Το 1974 είχαμε μαζί ένα βιβλιοδισκοπωλείο για τρία χρόνια στο Παγκράτι – το “Κύτταρο”, Φιλολάου 114. Μετά ο Τζίμης αποχώρησε γιατί πήγε στην Τράπεζα, έπειτα παραιτήθηκε κι άρχισε τις μουσικές. Αλλά συνεχίζαμε μαζί…».

Γιώργος Νταλάρας

«Κάτι πιο βαθύκαι πιο πλατύ…»

«Οι αντιθέσεις που είχα μαζί του στο παρελθόν με κάνουν να λυπάμαι ακόμα πιο βαθιά. Είχα θυμώσει πολύ τότε, όμως έχουν περάσει πολλά χρόνια και η ένταση είχε αρχίσει να ξεθυμαίνει. Ενιωθα δικαιωμένος ηθικά, γιατί αυτό με ενδιέφερε απ’ όλη αυτή τη διαδικασία. Ολα αυτά όμως μέχρι χθες. Πάγωσα όταν άκουσα την είδηση, ταράχτηκα! Είδα ξαφνικά μια άλλη εικόνα μπροστά μου. Τα παιδιά μας, τα αδέλφια που χάσαμε, τους μικρασιάτες γονείς μας… Κατάλαβα ότι τελικά στη ζωή, όσο και να νιώθουμε δικαιωμένοι, αναζητάμε κάτι πιο βαθύ και πιο πλατύ να μας εκπροσωπήσει. Μπροστά στον θάνατο, και στη ζωή θα έλεγα και εγώ, “είμαστε όλοι ίσοι κάτω απ’ τη φούστα του Δερβίση” που λέει και η Λίνα. Καλό του ταξίδι».

Κώστας Αρβανιτάκης

Ακριβή βαναυσότητα

«Ποτέ δεν βγήκε μόνος του στη σκηνή να χαιρετήσει. Πάντα με τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Ενώ αυτός ήταν ο σταρ. Μην ξεγελιόμαστε: Αυτός γέμισε την Επίδαυρο…» λέει ο σκηνοθέτης της προπέρσινης «Ειρήνης». Αυτό που του μένει από τον Τζίμη είναι η απεριόριστη γλύκα και η «ακριβή βαναυσότητα» που είχε ως άνθρωπος. «Θα έπεφτε πολύ γέλιο αν ο Τζίμης μπορούσε με έναν τρόπο να μιλούσε τώρα για τον θάνατό του. Ηταν άμεσος και σταράτος στο καθετί. Δεν υπήρχε τίποτα που να άφηνε όρθιο. Ηταν ο πιο σεμνός, ευθύς και συνεργάσιμος. Ολοι σφαχτήκαμε σε αυτή τη συνεργασία, αλλά ο Τζίμης ήταν εκεί σταθερός». Ο Κώστας Αρβανιτάκης εξηγεί ότι η στήριξη που έλαβε από τον Πανούση σε αυτή την παράσταση ήταν μεγάλη. «Λειτουργούσε πάντα ενωτικά απέναντι σε όποια κρίση. Στην πρόβα έλεγε πάντα τη γνώμη του και ποτέ κανένας δεν παρεξηγήθηκε ή πληγώθηκε από τον Τζίμη. Την απόλυτη αμεσότητά του είχε τον τρόπο να την εκδηλώνει και να γίνεται αντιληπτό ότι αυτή είναι η αλήθεια του. Τον απασχολούσε πολύ να μην είναι φθηνό και εύκολο το αστείο και το τι λέμε για τον Αριστοφάνη και την Ελλάδα. Ηταν ακριβή η βαναυσότητά του».

Βασίλης Λέκκας

Λογική κι ευαισθησία

Ο Βασίλης Λέκκας γνώρισε τον Τζίμη Πανούση από τον Μάνο Χατζιδάκι όταν έφτιαχνε τον Σείριο. Από τότε δεν έχασε, όπως λέει, παράστασή του. Ηταν ένα κράμα λογικής κι ευαισθησίας, χιούμορ και άγριας σάτιρας. «Δεν ήμουν κολλητός του, αλλά ένιωθα συγγενής με το έργο του. Μου δημιουργούσε την ανάγκη να αφουγκράζομαι και να παρατηρώ τη ματιά του απέναντι στα πράγματα. Στεκόταν μπροστά σε ό,τι τον ενοχλούσε για να το στηλιτεύσει. Ημουν από τους πρώτους που έλεγα τραγούδια του στα πρόγραμματά μου και στον δίσκο “Ορθιοι” είχα συμπεριλάβει τα “Κάγκελα”. Είχαμε σχεδιάσει να κάνουμε έναν δίσκο πριν από 15 χρόνια, αλλά πάλι τα προβλήματα υγείας το ακύρωσαν. Ο Τζίμης ήταν πάντα πρωτοπόρος και εμπνευστής. Μπορεί να μη συμφωνεί κανείς με όλα όσα λέει, αλλά η προσφορά του ήταν μεγάλη».