«Και τι παράγει η Ελλάδα που θέλει κι έκθεση η βιομηχανική της παραγωγή;» ήταν η πρώτη αντίδραση φίλων στην είδηση ότι η Τεχνόπολις του Δήμου Αθηναίων ετοιμάζει μια μεγάλη έκθεση που θα εστιάσει στην ιστορία και την εξέλιξη της βιομηχανικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Η διευκρίνιση ότι θα αφορά την περίοδο 1860-1970 πυροδότησε τη συνέχεια της κουβέντας. «Μια χαρά! Βάζουν την ελληνική βιομηχανία στη θέση της, στο μουσείο». Κι όσο η συζήτηση προχωρούσε κι έφερνε στο τραπέζι την περσινή μεγάλη έκθεση της Τεχνόπολης –το αφιέρωμα στη δεκαετία του 1980, το οποίο, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, επισκέφθηκαν περίπου 80.000 άτομα –τόσο φαινόταν να δικαιώνεται η επιλογή της νέας θεματικής: «Αφού τη δεκαετία του 1980 το μόνο που μάθαμε είναι να καταναλώνουμε, ώρα είναι να δούμε τι γινόταν στη χώρα και νωρίτερα».

Η αλήθεια είναι ότι η πρόκληση μοιάζει μεγάλη. Σε μια εποχή -τη δική μας- κατά την οποία πολλοί θεωρούν σχεδόν ανύπαρκτη την ελληνική βιομηχανία –όχι άδικα, όταν συχνά πυκνά ανακοινώνονται λουκέτα σε μικρές ή μεγάλες μονάδες παραγωγής -, μια έκθεση για την ελληνική βιομηχανική παραγωγή ξαφνιάζει. «Πρόκειται για μια σύγχρονη έκθεση σχετικά με την ιστορία των καινοτομιών της ελληνικής βιομηχανίας που θα μας θυμίσει ότι η χώρα μας μπορεί να μην έχει την ανάπτυξη άλλων βιομηχανικών χωρών, έχει όμως κι αυτή τη δική της παραγωγική και καινοτόμο πλευρά που ψάχνει και σήμερα τον χώρο και τις προϋποθέσεις να εκφραστεί και –γιατί όχι; –να ηγεμονεύσει» λέει στα «Πρόσωπα» ο πρόεδρος του Οργανισμού Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων Κωστής Μπιτζάνης με αφορμή την έκθεση «160 χρόνια made in Greece. Βιομηχανία, πρωτοπορία, καινοτομία», που πραγματοποιείται υπό την επιστημονική επιμέλεια της Χριστίνας Αγριαντώνη, ύστερα από ιστορική έρευνα του Γιάννη Στογιαννίδη και σε μουσειολογική επιμέλεια της ομάδας Βιομηχανικού Μουσείου Φωταερίου. «Η αλήθεια είναι ότι είναι παρεξηγημένη η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα κι ελπίζουμε με την έκθεση αυτή να αποκαταστήσουμε αυτόν τον μύθο. Οι επισκέπτες θα διαπιστώσουν ότι είμαστε συγκρατημένοι με τα επιτεύγματά μας. Μπορεί να υπάρχουν κλάδοι που έχουν πληγεί πολύ, όπως η κλωστοϋφαντουργία, άλλοι όμως όπως εκείνοι των τροφίμων ή των μετάλλων παρά το γεγονός ότι χτυπήθηκαν από την κρίση εξακολουθούν να ακμάζουν» επισημαίνει η υπεύθυνη του Βιομηχανικού Μουσείου Φωταερίου Μαρία Φλώρου και υπόσχεται ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ταξίδι σε μια «πρωτότυπη διοργάνωση που συνδυάζει ψηφιακά εκθέματα και αντικείμενα», όπως την περιγράφει, απλωμένη στο Μηχανουργείο, στις Αποθήκες, στο Σιδηρουργείο και στον μεταξύ τους αύλειο χώρο.

Εκθέματα και διαφημίσεις

Περισσότερα από 800 αντικείμενα, μηχανήματα, πρώτες ύλες, φωτογραφίες, σπάνια έγγραφα, πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό, πρωτότυπα ιστορικά κείμενα και πολλές διαφημίσεις, που προέρχονται από 90 και πλέον ελληνικές βιομηχανίες, υπόσχονται να διηγηθούν την εξέλιξη του κλάδου και να αποκαλύψουν τις καινοτομίες που έφεραν στην εγχώρια πραγματικότητα, αλλά με το πέρασμα του χρόνου λησμονήθηκαν και θεωρήθηκαν δεδομένες. Αλήθεια, πόσοι γνωρίζουν ότι το πρώτο παγωτό ξυλάκι εμφανίστηκε στα καθ’ ημάς το 1936 με κατοχύρωση πατέντας από την ΕΒΓΑ; Οτι ώς το 1965 οι νοικοκυρές αγόραζαν χύμα αλεύρι από τον μπακάλη μέχρι που οι Μύλοι Αγίου Γεωργίου για πρώτη φορά διέθεσαν το προϊόν συσκευασμένο σε σακουλάκια; Οτι τα αναψυκτικά απέκτησαν για πρώτη φορά μεταλλικό καπάκι το 1933, όταν το εισήγαγε η εταιρεία Κλιάφα, κι ότι στον ελληνοϊταλικό πόλεμο οι στρατιώτες τρέφονταν με κριμ κράκερ Παπαδοπούλου; «Στόχος μας είναι να παρουσιάσουμε αναγνωρίσιμα εμπορικά σήματα τα οποία υπήρξαν στην καθημερινότητα των παππούδων μας, των γονέων μας και ακόμη και στη δική μας για να εξηγήσουμε τι σημαίνει βιομηχανία» εξηγεί η Μαρία Φλώρου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι από την πλούσια τεκμηριωμένη έκθεση θα λείψουν και φίρμες που άφησαν έντονο το ίχνος τους αλλά μπορεί να μην ήταν ευρέως γνωστές. Διότι ναι μεν σίγουρα θα προσελκύσουν το βλέμμα τα παλιά σακιά τσιμέντου της εταιρείας Τιτάν, από τις μακροβιότερες στην Ελλάδα, ωστόσο οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε το μηχανουργείο Κούππα που ιδρύθηκε το 1882 και ήταν εκείνο που κατασκεύασε τον πρώτο ελληνικό οδοστρωτήρα, τον «Χοντρό», που τον παρουσίασε στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης το 1972. Ούτε τη βιομηχανία Λεβεντέρη που έφερε το 1948 πρώτη τα συρματόσχοινα στα Βαλκάνια, ενώ ίσως αρκετοί αγνοούν ότι στο Νεώριο Σύρου κατασκευάστηκε τόσο η «Αθηνά», το πρώτο εμπορικό ατμόπλοιο, το 1892 όσο και το ηλεκτρικό αυτοκίνητο Ενφιλντ τη δεκαετία του ’70, το οποίο θα παρουσιαστεί στην αυλή της Τεχνόπολης. Παρόν θα είναι κι ένα μηχάνημα συσκευασίας από το εργοστάσιο ντομάτας Δ. Νομικός στη Σαντορίνη –το οποίο ενδέχεται να τίθεται σε λειτουργία ενώπιον του κοινού -, αλλά και δύο σχεδόν ίδιες κουφετιέρες που είχαν εντελώς διαφορετικό ρόλο. Η πρώτη μετέτρεπε τη μαστίχα Χίου σε κουφετάκια τσίχλας, ενώ η δεύτερη ανήκει στη φαρμακοβιομηχανία ΚΟΠΕΡ και προοριζόταν για την κατασκευή χαπιών.

Υπήρξε χρυσή εποχή για την ελληνική βιομηχανία; «Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με το σχέδιο Μάρσαλ δίνεται έμφαση στον μεταλλευτικό, τον οικοδομικό και τον κλάδο των χημικών. Μέχρι και τη δεκαετία του 1960 έχουμε την πιο θεαματική ανάπτυξη. Ωστόσο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η περίοδος 1890-1920, διότι παρόλη την αστάθεια λόγω των πολέμων υπήρξαν επιχειρηματίες που τόλμησαν να επενδύσουν και να δημιουργήσουν μονάδες βιομηχανικής παραγωγής» λέει η Μαρία Φλώρου.

Η αποβιομηχάνιση

Κι αν είναι ξεκάθαρος ο λόγος για τον οποίο η έκθεση αρχίζει από τα μέσα του 18ου αιώνα –τότε που κάνουν την εμφάνισή τους το Μεταξουργείο (το πρώτο ατμοκίνητο της χώρας το 1855) και το Φωταέριο (1857, έδρα της σημερινής Τεχνόπολης και χώρος όπου για πρώτη φορά παράγεται ενέργεια) -, γιατί η παρουσίαση των βιομηχανιών με άξονα την καινοτομία, τη μακροβιότητα και την πρωτοπορία σταματά στο 1970; «Διότι είναι η εποχή η οποία από τους ιστορικούς ορίζεται ως η περίοδος της αποβιομηχάνισης» απαντά η Μαρία Φλώρου. «Ωστόσο, δίνουμε μια εικόνα στον επισκέπτη για το τι συμβαίνει έως και σήμερα μέσα από τις παράλληλες εκδηλώσεις μας που περιλαμβάνουν συζητήσεις, παρουσιάσεις, εργαστήρια για την οικονομία, τη διοίκηση και τη διαχείριση βιομηχανικών μονάδων, την καινοτομία, τον ανθρώπινο παράγοντα στη βιομηχανία, την πολιτιστική επανάχρηση εργοστασίων στην Ελλάδα, αλλά και εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά».

Θα τα καταφέρει άραγε η έκθεση για την εξέλιξη της ελληνικής βιομηχανίας να κερδίσει το στοίχημα της προσέλευσης του κοινού και να «χτυπήσει» τους αριθμούς που σημειώθηκαν πέρυσι με την έκθεση για τη δεκαετία του 1980; «Η περσινή έκθεση αφορούσε πολύ μεγαλύτερο κοινό και δεν έχουμε ανάλογες προσδοκίες. Φέτος θα είμαστε ευχαριστημένοι αν έχουμε έστω και τους μισούς επισκέπτες και δεν είναι καθόλου λίγα τα 40.000 άτομα. Είναι σημαντικό το ότι στο εργοστάσιο που σήμανε στην Ελλάδα τη βιομηχανική επανάσταση, αν και με καθυστέρηση σε σχέση με την Ευρώπη, φιλοξενούμε μια έκθεση που φέρνει στο προσκήνιο τη χαρά της καινοτομίας. Είναι μια έκθεση σημαντική και φρέσκια. Μετά το περσινό παράδειγμα καταλάβαμε ότι πρέπει η Τεχνόπολις να φιλοξενεί μια τέτοια διοργάνωση στην αρχή κάθε χρονιάς κι ελπίζουμε να καταφέρουμε να έχουμε ανάλογες διοργανώσεις και τα επόμενα χρόνια» καταλήγει ο Κωστής Μπιτζάνης.