Οι τιμές των έργων ενός καλλιτέχνη ανεβαίνουν κατακόρυφα μετά τον θάνατό του. Σωστό ή λάθος; Μην ποντάρετε με σιγουριά ακόμη κι αν γνωρίζετε καλά τον χώρο της αγοράς της τέχνης, διότι η πρόσφατη έρευνα των οικονομολόγων Ρόμπερτ Εκελουντ και Τζον Τζάκσον υποστηρίζει ότι η θεωρία αυτή είναι σωστή εν μέρει. Ουσιαστικά, το «φαινόμενο του θανάτου», η κατακόρυφη δηλαδή αύξηση των τιμών των έργων μετά τον θάνατο των δημιουργών τους δεν ισχύει –τουλάχιστον στον βαθμό που πιστευόταν ώς τώρα. Αντιθέτως, οι τιμές ανεβαίνουν ενώ βρίσκονται εν ζωή και εν ενεργεία και μετά τον θάνατό τους κατά κανόνα παίρνουν την κατιούσα. «Ολα εξαρτώνται από την εκτίμηση του αγοραστή σχετικά με το αν ο καλλιτέχνης θα προχωρήσει σε υπερπαραγωγή» εξηγεί ο Ρόμπερτ Εκελουντ. «Εάν ένας εικαστικός είναι 95 ετών είναι σαφές ότι η προσφορά έργων του δεν θα διαρκέσει επί μακρόν και κατά συνέπεια δεν θα αλλάξει η ισορροπία στην αγορά».

Για να τεκμηριώσουν μάλιστα τη θεωρία τους στο βιβλίο «Τα οικονομικά της αμερικανικής τέχνης» οι δύο ομότιμοι καθηγητές στο Πανεπιστήμιο Ομπουρν στην Αλαμπάμα των Ηνωμένων Πολιτειών εξέτασαν 6.118 ρεκόρ, τα οποία σημειώθηκαν σε δημοπρασίες ζωγραφικών έργων που δημιουργήθηκαν από 17 μεταπολεμικούς αμερικανούς καλλιτέχνες –εκ των οποίων 14 άνδρες –οι οποίοι πέθαναν μεταξύ των ετών 1987 και 2013. Και διαπίστωσαν ότι κατά μέσο όρο οι τιμές αυξάνονται σταθερά τα πέντε χρόνια που προηγούνται του θανάτου ενός καλλιτέχνη και καταρρέουν το έτος που πεθαίνει.

Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα έδειξε σταθερή άνοδο στις τιμές των έργων των συγκεκριμένων καλλιτεχνών της τάξεως του 6% κατά μέσο όρο την πενταετία που προηγήθηκε του θανάτου τους και κατακόρυφη πτώση τη χρονιά που πέθαναν, η οποία κυμαίνεται στο 26%. Κατόπιν, οι τιμές είθισται να παίρνουν και πάλι την ανιούσα ανάλογα με το μέγεθος του πίνακα, τα υλικά και την ηλικία του καλλιτέχνη. Και βεβαίως σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνεται ο κανόνας που θέλει οι τιμές των ιστορικών κυρίως έργων αποθανόντων καλλιτεχνών να εκτοξεύονται στα ύψη, όπως συνέβη με τον «Σωτήρα του Κόσμου» του Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο οποίος αναδείχθηκε ακριβότερος πίνακας που έχει πωληθεί ποτέ σε δημοπρασία –προς 450 εκατ. δολάρια –ή ένα έργο του Ζαν Μισέλ Μπασκιά που άλλαξε πέρυσι χέρια για 110,4 εκατ. δολάρια.

ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ. Οι τιμές διέπονται από την αλληλεπίδραση μεταξύ προσφοράς, ποσότητας και ποιότητας των αγαθών ή των υπηρεσιών και τη ζήτηση. Στον κόσμο της τέχνης η ζήτηση για το έργο ενός καλλιτέχνη επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως η αποδοχή του από τους κριτικούς, οι μουσειακές εκθέσεις, όπως και το ποιες συλλογές και ιδρύματα το έχουν εντάξει στα αποκτήματά τους. Κι αν θεωρητικά ο καλλιτέχνης εν ζωή μπορεί να ελέγχει την παραγωγή του, διατηρώντας την ισορροπία των τιμών γύρω από το έργο του, είναι διαφορετικοί οι παράγοντες που επηρεάζουν την αγορά αμέσως μετά τον θάνατό του. Επειδή ακριβώς η προσφορά σταματά απότομα και οι τιμές λογικά θα ανέβουν, ορισμένοι έμποροι ενδέχεται να βγάλουν μεγάλο αριθμό έργων προς πώληση. Το γεγονός ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί το ποσοστό έργων που θα κυκλοφορήσουν μετά τον θάνατο ενός καλλιτέχνη επηρεάζει σαφώς και το «φαινόμενο του θανάτου».

Χρυσή ηλικία θανάτου ενός καλλιτέχνη ώστε οι τιμές των έργων του να ανέβουν μετά θάνατον είναι τα 70 έτη, σύμφωνα με άλλη μελέτη. «Ο θάνατος σε νεαρή ηλικία ουσιαστικά δεν βοηθά στην άνοδο των τιμών. Αντιθέτως, το «φαινόμενο του θανάτου» είναι θετικό για τους καλλιτέχνες γύρω στα 70 και εξαφανίζεται για καλλιτέχνες που πεθαίνουν υπέργηροι», γράφουν οι Χένριχ Ουρσπρανγκ και Κρίστιαν Βίρμαν σε εργασία που δημοσίευσαν το 2011 υπό τον τίτλο «Φήμη, Τιμή και Θάνατος: Μια εμπειρική ανάλυση της διαμόρφωσης τιμών στην τέχνη».

Οι Εκελουντ και Τζάκσον υποστηρίζουν ότι η ηλικία που οι καλλιτέχνες μπορούν να πιάσουν τις καλύτερες τιμές για το έργο τους είναι κατά μέσο όρο τα 47 έτη, αλλά θεωρούν ότι η ηλικία που θα πεθάνουν είναι άσχετη με το «φαινόμενο του θανάτου». Κι αυτό διότι από την έρευνά τους προέκυψε ότι τόσο στην περίπτωση του Μπασκιά, που πέθανε σε ηλικία 27 ετών, όσο και της Αγκνες Μαρτίν που έφυγε στα 92 της, το φαινόμενο έκανε την εμφάνισή του. Εκτιμούν δε ότι πολλοί καλλιτέχνες, εκούσια ή ακούσια, καλλιεργούν μια στρατηγική που οδηγεί σε περιορισμό της προσφοράς όσο βρίσκονται εν ζωή, ή αλλάζουν συχνά ύφος, όπως ο Ρόμπερτ Ράουζενμπεργκ, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πολλά έργα από κάθε διαφορετική περίοδο της δουλειάς τους. Αλλοι πάλι, όπως ο Πάμπλο Πικάσο, επέλεξαν να δημιουργήσουν μουσεία κατά τη διάρκεια της ζωής τους ώστε να διασφαλίσουν στους συλλέκτες των έργων τους ότι δεν θα υπάρξει ανεξέλεγκτος αριθμός έργων μετά τον θάνατό τους στην αγορά και κατά συνέπεια πτώση της αγοραστικής αξίας τους.