το Δημοτικό θέατρο Πειραιά, αίθουσα Δημήτρη Ροντήρη, παίζεται «Ο Γλάρος» του Τσέχοφ σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.

Την παράσταση συνοδεύει ένα πολυσέλιδο και πλούσιο πρόγραμμα που έχουν επιμεληθεί η Σύλβια Λιούλιου και η Ασημίνα Ξυλά. Το πρόγραμμα αυτό έχει υλικό που αντιστοιχεί σε πανεπιστημιακό μάθημα Θεατρολογίας για το έργο του Τσέχοφ και ειδικότερα τον «Γλάρο». Οποιος το προμηθευτεί, θα έχει στη βιβλιοθήκη του μια σταθερή και έγκυρη ανάλυση του σημαντικού ρώσου πεζογράφου και δραματουργού. Οταν το πάρει κανείς στα χέρια του, χωρίς αμφιβολία θα αναρωτηθεί τι ρόλο παίζει αυτό το υλικό, όταν συνοδεύει μια συγκεκριμένη παράσταση. Ο πλέον άσχετος των θεατών θα σκεφτεί πως ο σκοπός της συγκέντρωσης τόσων πολύτιμων στοιχείων και κρίσεων είναι να βοηθηθεί ο θεατής να προσεγγίσει τον Τσέχοφ μέσα, σαφώς, από την παράσταση που παρακολουθεί. Θεωρεί πως το πρόγραμμα και το υλικό του είναι ένας φάκελος με όλα τα απαραίτητα βοηθήματα που έλαβαν υπόψη τους σκηνοθέτης, εικαστικός, μουσικός και ηθοποιοί για να κατανοήσουν τα ιδεολογικά, αισθητικά, ιστορικά και κοινωνιολογικά δεδομένα που συγκροτούν ένα μείζον θεατρικό κείμενο το οποίο φιλοδοξούν να ερμηνεύσουν στη σκηνή.

Εκκινώ, βέβαια, από μια αυτονόητη προϋπόθεση. Οσοι επιθυμούν να ερμηνεύσουν ένα τσεχοφικό ή άλλο μείζον κείμενο κατ’ αρχάς σέβονται το κείμενο, τον συγγραφέα, την ιστορία του, τη σχολή του και την ιδιομορφία της δημιουργίας του.

Οταν αναγγέλλεις δημόσια πως θα πουλήσεις στο ταμείο εισιτήρια για να δει το κοινό Τσέχοφ, είναι αυτονόητη τιμιότητα κάθε παραγωγής να εξασφαλίσει στον πελάτη – θεατή ό,τι υπόσχεται η πρόθεσή σου. Επειδή το προϊόν που πλασάρεις εκτός από καλλιτεχνικό είναι και εμπορικό και πωλείται, δεν είναι δυνατόν ο πελάτης – θεατής να εξαπατάται και αντί του υποσχόμενου προϊόντος να πληρώνει για να προμηθευτεί είτε νοθευμένη ποιότητα είτε αλλοιωμένη είτε και τελείως διαφορετική από τη διαφημιζόμενη.

Φαντάζεστε ένα πρόγραμμα θεάτρου με εξαιρετικές μελέτες για τον Ευριπίδη και τη «Μήδεια» και ο θεατής, αφού το αγοράσει και ανοίξει η αυλαία, να υποχρεωθεί να δει είτε τη «Μήδεια» του Ανούιγ είτε τη «Μήδεια» του Μποστ; Ο γράφων έχει απόλυτο σεβασμό και στον Ανούιγ και στον Μποστ και με χαρά έχει απολαύσει παραστάσεις με τις δικές τους «Μήδειες». Αλλά είναι απάτη, και καλλιτεχνική και εμπορική, να διαφημίζεις τη «Φαύστα» του Βερναρδάκη και να παίζεις τη «Φαύστα» του Μποστ. Και τα δύο έργα, ειρήσθω εν παρόδω, αριστουργήματα στο είδος τους –τραγωδία και παρωδία, αντίστοιχα.

Οποιος λοιπόν πλήρωσε και πήρε το πρόγραμμα του «Γλάρου» στο Θέατρο Πειραιώς δεν βρήκε ούτε μια αράδα σε 70 σελίδες που να τον διαφωτίζει για την άποψη που έβλεπε στη σκηνή και ισχυριζόταν πως ήταν ερμηνεία του τσεχοφικού «Γλάρου». Διότι άλλα έλεγαν οι ειδικοί, διεθνείς, για το έργο του Τσέχοφ και άλλα, άρρητα, αθέμιτα, έβλεπε ο θεατής στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου.

Κωμωδία χαρακτηρίζει το έργο του ο Τσέχοφ, αλλά ο σκηνοθέτης της παράστασης δεν έχει φαίνεται αντιληφθεί τη διαφορά κωμωδίας, φάρσας, φαρσοκωμωδίας, παρωδίας, σάτιρας και αλαλούμ! Προσοχή, το αλαλούμ είναι θεατρικό είδος. Το απογείωσε ο Μολιέρος (από κει και το όνομα) στην τελευταία πράξη του «Αρχοντοχωριάτη».

Αλήθεια, φαντάζεστε την «Τρισεύγενη» του Παλαμά με Τρισεύγενη τη Βασιλειάδου, Πέτρο Φλώρη τον Νίκο Ρίζο και Πάνο Τράτα τον Σταυρίδη; Ή αντίθετα, φαντάζεστε τους «Γαμπρούς της Ευτυχίας» με τον Μινωτή, την Παξινού, τον Κωτσόπουλο και τη Χατζηαργύρη να το παίζουν όπως τους «Βρικόλακες» του Ιψεν;

Αυτό συμβαίνει όμως, τάλε κουάλε, στο Δημοτικό Πειραιώς. Κάποιοι κάνουν πλάκα σ’ έναν νεκρό και αδύνατον να διαμαρτυρηθεί μεγαλοφυή συγγραφέα, τον Τσέχοφ. Μια μεγάλη δημοφιλή θεατρίνα (την Αρκάντινα), που την είδαμε να ενσαρκώνεται στη σκηνή από τη μεγάλη Κυβέλη, με συμπρωταγωνιστές τον Κωτσόπουλο, τη Μανωλίδου, τον Παπαμιχαήλ, τον Παρασκευά, τον Ζερβό κ.ά. να περιφέρεται στη σκηνή με ντεπιές μαγιό; Φαντάζεστε τον Παρασκευά να ξεβρακώνεται; Ο Ημελλος το κάνει. Και δεν τον αδικώ. Σε εποχές επαγγελματικής κρίσης, το να βρεις δουλειά, όποια δουλειά, είναι κατόρθωμα που σε υποχρεώνει να κάνεις υποχωρήσεις επιβίωσης. Αυτό ισχύει και για όλη τη διανομή του «Γλάρου». Ηθοποιοί ως σύνολο που θα τους είχε κορόνα και καμάρι του κάθε θίασος και κάθε σκηνοθέτης, που έχουν στο βιογραφικό τους σημαντικά επιτεύγματα, υπηρετούν μια παρωδία, μια πλάκα, ένα αλαλούμ που φοριέται και περνιέται για άποψη μέσα στα γνωστά πλέον πλαίσια του γελοίου μεταμοντερνισμού που δεν είναι ούτε νέα σχολή ούτε νέα αισθητική, αλλά το καταφύγιο των ατάλαντων σκηνοθετών ή όσων (όπως ο Γιάννης Χουβαρδάς) έχουν σπάνια προσόντα, αλλά επιλέγουν τη μεταμοντέρνα χλαπάτσα για να παίξουν εν ου παικτοίς μέσα σε μια νεοπλουτίστικη καλλιτεχνικά μόδα των μπουχτισμένων, των ρατέ, των σνομπ, που αποφάσισαν να εξιτάρουν μια αποπροσανατολισμένη κυρίως νεολαία, χωρίς παιδεία, χωρίς όνειρα, χωρίς φιλοδοξίες και χωρίς όρεξη για το καινούργιο. Διότι η μεταμοντέρνα ζάντζα δεν είναι κατί καινούργιο, αλλά ένας μεταμφιεσμένος ερασιτεχνισμός κάποιων μάτσο αηδιασμένων από ιδέες, αξίες και ήθη παγκοσμιοποιημένων κλόουν της φωτιάς!

Ο Τσέχοφ παρέδωσε τον «Γλάρο» στον Στανισλάφσκι και ο μέγας εκείνος θεατρικός μάστορας εγκαινίασε μια νέα αισθητική, τον θεατρικό νατουραλισμό, που είχε αποδεχθεί σαν νέα αισθητική από τους γερμανούς ερασιτέχνες εστέτ του Γεωργίου, πρίγκιπα του Μαϊνίγκεν, του πρώτου σκηνοθέτη στην ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου (μόλις το 1875)!

Ο «Γλάρος» έγινε κώδικας αισθητικής υποκριτικής παγκοσμίως και επηρέασε κυρίως το αμερικανικό θέατρο και τον κινηματογράφο. Τέκνα του ο Μάρλον Μπράντο, ο Τζέιμς Ντιν, ο Ντε Νίρο, η Εύα Μαρί Σεντ.

Σε μας εδώ θεμελίωσε την πρώτη περίοδο του Θεάτρου Τέχνης του Κουν και των μαθητών του (Μπάκας, Μιχαλακόπουλος, Καρακατσάνης, Φυσσούν, Λαμπέτη, Διαμαντόπουλος κ.λπ.). Με ποιο ηθικό, αισθητικό, πολιτισμικό δικαίωμα κάποιοι, εκκινώντας μάλιστα από το αισθητικό πρότυπο του «Γλάρου», αποφασίζουν να γελοιοποιήσουν μια σχολή υποκριτικής και συγγραφής που άφησαν ως παγκόσμια κληρονομιά ο Αρθουρ Μίλερ, ο Τενεσί Ουίλιαμς, ο Μπουλγκάκοφ, ο Πίντερ, ο Ντίρενματ (σε κάποια έργα του), ο Καμπανέλλης, ο Μουρσελάς, η Αναγνωστάκη; Ο Θανάσης Παπαγεωργίου δόξασε τον νατουραλισμό από τους νεότερους και ο Διαλεγμένος από τους συγγραφείς. Δεν ισχυρίζομαι πως ο νατουραλισμός και ο κριτικός ρεαλισμός είναι οι μοναδικοί αισθητικοί τρόποι. Και ο εξπρεσιονισμός και ο συμβολισμός και η μπρεχτική μέθοδος έδωσαν βάθος στη θεατρική τέχνη. Αλλά τώρα όλα τα ισοπεδώνει η μεταμοντέρνα γλίτσα. Για πόσο ακόμη καιρό; Η αχλάδα έχει πίσω την ουρά.

Ο ικανός Γιάννης Χουβαρδάς κάποτε θα βαρεθεί να παίζει με τα πλαστικά κουβαδάκια, στην πλαστική παραλία και τα πλαστά αισθήματα. Και άξιοι ηθοποιοί σαν αυτούς που υποκύπτουν στην ανάγκη των καιρών θα φιλοδοξήσουν πάλι να ψάξουν στα βαθιά νερά ρόλους κλασικούς, νεοκλασικούς και μοντέρνους. Για να αντιληφθείτε πόσο παλιό είναι το ζητούμενο του μεταμοντέρνου κλισέ, θα σας πω ότι το 1949 είδα στην Αθήνα τον μεγάλο έλληνα κωμικό Βασίλη Αργυρόπουλο να παίζει τη φάρσα «Τα δίδυμα της Αγίας Ελεούσας» που είχε εξοργίσει την Εκκλησία. Εκανε φινάλε με πεσμένο το παντελόνι στα παπούτσια και έμεινε με το σώβρακο. Ο,τι ακριβώς έκανε τώρα ο Ημελλος ως γιατρός Σόριν. Ολα αυτά τα έχω δει στην επαρχία του ’50, στα περιφερόμενα μπουλούκια των τραβεστί.

Ο «Γλάρος» του Χουβαρδά γυρίζει το θέατρό μας στους σκηνίτες μπουλουκτσήδες πριν από 70 χρόνια. Αφεριμ!