«Molly’s game»: Ο κορμός της πρώτης σκηνοθετικής απόπειρας του Ααρον Σόρκιν (φημισμένος –για τους διαλόγους του –σεναριογράφος, υπεύθυνος μεταξύ άλλων για την τηλεοπτική σειρά «The West Wing») είναι η αφήγηση της ηρωίδας της, που ενσαρκώνει (μιλώντας ακατάπαυστα σε voice-over) η Τζέσικα Τσαστέιν. Και η αληθινή ιστορία στην οποία βασίζεται το φιλμ είναι, στ’ αλήθεια, εντυπωσιακή: η Μόλι Μπλουμ υπήρξε χαρισματική σκιέρ των Ολυμπιακών Αγώνων (πραγματώνοντας το όνειρο του μπαμπά της, ρόλος που παίρνει πάνω του με στιβαρότητα ο Κέβιν Κόστνερ) μέχρι που ένα ξαφνικό ατύχημα την ανάγκασε να εγκαταλείψει τον αθλητισμό. Γυναίκα δυναμική και πανέξυπνη, βρίσκεται ξαφνικά να εργάζεται για λογαριασμό ενός διοργανωτή παρτίδων πόκερ για μέλη της λεγόμενης υψηλής κοινωνίας: πάμπλουτοι επιχειρηματίες, διάσημοι ηθοποιοί και μαφιόζοι περνούν από τις πολυτελείς τσόχες και η αφήγηση σε παρασέρνει.

Ο Σόρκιν γνωρίζει πώς να στήσει ατμόσφαιρα αλλά και πώς να στήσει διαλόγους κινηματογραφικούς, πάνω στους οποίους στηρίζεται όλος ο ρυθμός του φιλμ. «Δένει» επίσης υπέροχα με την Τζέσικα Τσαστέιν –συχνά αισθάνεσαι πως παρακολουθείς δύο ταλέντα να δουλεύουν παράλληλα στην προσπάθειά τους να φτιάξουν τη δική τους κινηματογραφική γλώσσα. Ομοίως, ο χαρακτήρας της Μόλι Μπλουμ ανακαλύπτει πως είναι αρκετά πιο έξυπνη από το αφεντικό της και στήνει έτσι το δικό της δίκτυο. Δύο χρόνια μετά το πέρας των δραστηριοτήτων της, συλλαμβάνεται από 17 πράκτορες του FBI με αυτόματα όπλα και έρχεται αντιμέτωπη με κατηγορίες για εγκλήματα. Μοναδικός σύμμαχός της είναι ο δικηγόρος της (Ιντρις Ελμπα), ο οποίος σταδιακά ανακαλύπτει ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα κρυμμένα «χαρτιά» απ’ όσα έχει καταφέρει να βγάλει στην επιφάνεια ο κίτρινος Τύπος για την πελάτισσά του.

Κι εσύ βλέπεις, με ενδιαφέρον. Μόνο που κάτω απ’ όλο αυτό το οικοδόμημα απουσιάζει ένα πιο βαθύ, πιο γνήσιο συναίσθημα. Οι φροϊδικές προεκτάσεις είναι απλουστευμένες στα όρια της αφέλειας, όσο κι αν χαιρόμαστε να βλέπουμε τον Κόστνερ στη μεγάλη οθόνη, και ο υπερβάλλων εξυπνακισμός, ελάττωμα που ο Σόρκιν δεν κατόρθωσε –ή δεν θέλησε –να αποβάλει εδώ, λειτουργεί κόντρα στον ρεαλισμό μιας (αληθινής, θυμίζω ξανά) ιστορίας σε τέτοιο βαθμό που κάποια στιγμή αναφωνείς «μιλήστε επιτέλους σαν άνθρωποι!». Σκηνοθετικά, λοιπόν, μπορούμε να απολαύσουμε τη στιβαρότητα της κατασκευής. Και να περάσουμε καλά. Μέχρι εκεί όμως. Και εδώ, η ευκαιρία για κάτι πραγματικά μεγάλο μοιάζει να έχει χαθεί.

Βαθµοί: 6

Στα μισά του δρόμου

«Μικρόκοσμος»: Ποια θα μπορούσε να είναι η απάντηση στην οικονομική κρίση και τον υπερπληθυσμό; Μα, η σμίκρυνση του ανθρώπινου είδους. Οχι μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά. Γιατί, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, και ενώ η ανθρωπότητα αναζητά μια λύση στα παραπάνω προβλήματα, μια ομάδα νορβηγών επιστημόνων ανακαλύπτει μια μέθοδο διά της οποίας οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συρρικνωθούν σε ύψος 10 πόντων, θέτοντας έτσι τις βάσεις για ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο 200 ετών προς την ολική σμίκρυνση της υφηλίου. Ετσι, ο Πολ Σαφράνεκ (Ματ Ντέιμον) και η σύζυγός του Οντρεϊ (Κρίστεν Γουίγκ), αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την αγχωμένη ζωή τους στην Ομαχα για να μικρύνουν και να ζήσουν στη «μικροσκοπική κοινότητα». Αδιανόητα καλή ιδέα, γεμάτη προεκτάσεις και σημάνσεις που υπάρχουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του Αλεξάντερ Πέιν. Ο οποίος όμως, φοβάμαι πως τα καταφέρνει καλύτερα σε μικρό καμβά, όπως στο αριστουργηματικό «Νεμπράσκα». Εδώ, θες το μεγάλο μέγεθος της παραγωγής (που αναπόφευκτα επιφέρει τους δικούς του περιορισμούς), θες το σημειολογικό εύρος του ίδιου του θέματος, μοιάζει χαμένος, αφήνοντας στο φινάλε αδικαίωτες όλες τις προσδοκίες μας με ένα τελευταίο μέρος που μοιάζει να ανήκει σε άλλη ταινία.

Βαθμοί: 5

Αν τρομάζεις, λειτουργεί!

«Παγιδευμένη ψυχή: το τελευταίο κλειδί»: Ενας δαίμονας με κλειδιά αντί για δάχτυλα, ένα σπίτι γεμάτο μεταφυσικές ατραξιόν, και χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο εσκεμμένα. Γιατί οι ταινίες της σειράς «Insidious» παραπέμπουν πολύ στη λογική ενός «τρένου του τρόμου», όπως το συναντάμε στα λούνα παρκ. Κι ας μην είναι όλες οι ερμηνείες συντονισμένες, κι ας υπάρχει μια έκδηλη ανισότητα ανάμεσα στο πρώτο ατμοσφαιρικό και το δεύτερο πλήρως οργιαστικό κομμάτι του φιλμ, κι ας υπάρχει ένα κάποιο ποσοστό «τηλεγραφημένων» jump-scares. Το prequel αυτό κατορθώνει να μας βυθίσει σε ένα απειλητικό σύμπαν όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν και, ως εκ τούτου, να θέσουμε τον εαυτό μας ανυπεράσπιστο απέναντι στις κακές του προθέσεις. Μια μαζοχιστική διάθεση που ξεκινά με γαργάλημα και προοδευτικά καταλήγει στο μαρτύριο. «Και είναι καλό αυτό;» σας ακούω να με ρωτάτε. Απαντώ με μια ρήση του ιταλού μάστορα του τρόμου Λούτσιο Φούλτσι: «Δεν υπάρχει πιο ανακουφιστικό συναίσθημα από αυτό του τρόμου στο σινεμά. Η καλύτερή μου ευχή, είναι να το αισθανθείτε χίλιες φορές!». Με τον ίδιο τρόπο, το μαρτύριο της «Παγιδευμένης ψυχής» είναι άκρως ανακουφιστικό, ακριβώς επειδή είναι λειτουργικό.

Βαθμοί: 6