Υπάρχουν αυτοί που τους αρέσει το σινεμά. Και υπάρχουν κι αυτοί που του χρωστούν –και το ξέρουν. Του χρωστούν το πρώτο τους φιλί (στο σινεμά βέβαια χρωστούν όλοι το πρώτο τους φιλί, αλλά μονάχα εκείνοι οι λίγοι το αντιλαμβάνονται), αλλά και την πρώτη τους ουσιαστική ματιά στον καθρέφτη. Είναι αυτοί που ξυπνούν και κοιμούνται αντιλαμβανόμενοι τα πάντα ως ένα σινεμασκόπ κάδρο, αυτοί που ζούσαν στο σινεμά πριν καν το ανακαλύψουν. Υπάρχουν βεβαίως και οι υπόλοιποι. Υπάρχουν, ας πούμε, αυτοί που τους αρέσει το σινεμά –ιδίως όταν τους ψυχαγωγεί. Αυτοί δηλαδή που σου λένε πως, ακριβώς επειδή η ζωή είναι ένα μαρτύριο, το σινεμά οφείλει να εκτελεί τον ρόλο του διασκεδαστή. Υπάρχουν κι αυτοί που προέβαλαν πάνω του όλο τον εγωισμό τους, δίχως να το αγαπήσουν πραγματικά. Υπάρχουν όλοι αυτοί λοιπόν, και υπάρχουν κι αυτοί που λατρεύουν το «Holy Motors» του Λεό Καράξ, ενός σκηνοθέτη κυριολεκτικά ερωτευμένου με το σινεμά, που έκανε, επιτέλους, μια ταινία για να μας μιλήσει γι’ αυτόν τον μεγάλο έρωτα.

Η πλοκή είναι εξαιρετικά απλή, κι όμως τόσο «παράλογη»: Παρακολουθούμε μία μέρα από τη ζωή ενός ανθρώπου, δουλειά του οποίου είναι να αλλάζει αδιάκοπα ρόλους και ζωές. Ολα αυτά, ο κύριος Οσκάρ, που τον ενσαρκώνει ο Ντενί Λαβάν, ένας άνθρωπος που λες και γεννήθηκε για το σινεμά. Κάθε μυς του κορμιού του κινείται και συσπάται μαγικά, και κάθε του κοντινό πλάνο είναι και μια μικρή ανακάλυψη, καθώς ο κύριος Οσκάρ χάνεται στους δρόμους του Παρισιού, ενσαρκώνοντας μια πλειάδα χαρακτήρων (και βιώνοντας έναν δραματικό έρωτα, σε μια εκπληκτική σεκάνς ανθολογίας παρέα με την Κάιλι Μινόγκ), πρωταγωνιστής θαρρείς σε μια ταινία που φιλμάρεται ερήμην των άλλων γύρω του. Οι κάμερες όμως υπάρχουν παντού, ακόμη κι όταν δεν τις βλέπουμε. Δεν είναι το σινεμά, βλέπετε, που μιμείται τη ζωή. Ο Καράξ έχει συχνά δηλώσει πως η μεγαλύτερη χαρά για τον ίδιο, ως σκηνοθέτη, είναι η συνεργασία με τον ηθοποιό. Στον ηθοποιό, ο Καράξ βλέπει έναν μοναχικό καλλιτέχνη, γιατί ο ίδιος βρίσκεται ακόμη στην αρχή του κινηματογράφου, στο σημείο μηδέν της δημιουργίας του, όχι από καπρίτσιο ή από εστετισμό αλλά από την ανάγκη να παγιωθεί αυτή η φρεσκάδα του πρώτου βλέμματος (φυσικά η ταινία έφυγε χωρίς βραβείο από τις Κάννες –τι καταλαβαίνουν τα Φεστιβάλ από «φρεσκάδα»;).

Και το υπέροχο «Holy Motors» υπερβαίνει τον σινεφιλικό του χαρακτήρα ακριβώς επειδή απουσιάζει εδώ η οποιαδήποτε «πονηριά». Δεν έχει διάθεση να μας κλείσει πονηρά το μάτι ο κύριος Καράξ, κι ας επιλέγει την Εντίθ Σκομπ στον ρόλο της ηλικιωμένης πλην γοητευτικής σοφέρ του ήρωα που, λίγο πριν από το τέλος, φορά την ίδια μάσκα που φορούσε σχεδόν πενήντα χρόνια πριν στο αριστούργημα του Ζορζ Φρανζού «Les yeux sans visage». Το μόνο που μένει είναι η αθωότητα –και μαζί της η τρέλα. Και η αγάπη για το σινεμά. Γιατί δεν γίνεται να αγαπάς το σινεμά και να μην αγαπάς το «Holy Motors». Γιατί μέσα από το σινεμά «φορέσαμε» χιλιάδες φορεσιές, παίξαμε ταυτόχρονα τον πάμπλουτο τραπεζίτη και τον αντιεξουσιαστή που τον εκτέλεσε, νιώσαμε άνετα στη μικροαστική μας ρουτίνα και ζήσαμε τον μεγάλο μας έρωτα, ξανά και ξανά. Κι αν, σε μερικούς απ’ αυτούς τους ρόλους του Monsieur Oscar κρύβονται οι μύχιες επιθυμίες μας, στη μεγάλη οθόνη της ζωής ο εαυτός μας θα περιμένει να μεταμορφωθεί ξανά, για να της δώσει νόημα. Τουλάχιστον μέχρι τους οριστικούς τίτλους τέλους.

info

Σκηνοθεσία και σενάριο: Λεό Καράξ

Φωτογραφία: Ιβ Κέιπ και Καρολίν Σεμπετιέ

Πρωταγωνιστούν: Ντενί Λαβάν, Εύα Μέντες, Κάιλι Μινόγκ, Μισέλ Πικολί, Εντίθ Σκομπ

Διάρκεια: 115 λεπτά