«Δεν θυμάμαι την ιστορία. Θυμάμαι το συναίσθημα»: ο Ζορζ διηγείται ένα περιστατικό από την εφηβεία του στη σύζυγό του Αν. Ενα βράδυ, μας λέει, προσπαθούσε να περιγράψει σ’ έναν άγνωστο τις εντυπώσεις του από μια ταινία που τον είχε συγκινήσει βαθιά, και δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυά του. Εχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε και οι δυο τους είναι πια ηλικιωμένοι –μοιάζουν να έχουν μονάχα ο ένας τον άλλο παρά τις μάλλον αραιές επισκέψεις της κόρης τους ή του κοινωνικού τους περίγυρου. Αυτό δεν εμποδίζει τον Ζορζ να την παρατηρεί γοητευμένος: «Ξέρεις πόσο όμορφη δείχνεις σήμερα;» της λέει σε μια αβίαστα τρυφερή στιγμή κι εμείς χαμογελάμε έχοντας σχεδόν ξεχάσει τη μακάβρια αφετηρία του «Amour», της νέας ταινίας του Μίχαελ Χάνεκε: μια ομάδα αστυνομικών σπάει την πόρτα ενός διαμερίσματος για να ανακαλύψει, στολισμένο με λουλούδια, το πτώμα της Αν σε προχωρημένη αποσύνθεση. Κι εμείς παρακολουθούμε τις τελευταίες μέρες της Αν και του Ζορζ καθώς δίνουν δυο αγώνες που, ο καθένας χωριστά, θα απαιτούσε δυνάμεις μιας ζωής: του έρωτα και της αξιοπρέπειας. Του έρωτα, γιατί η διαρκώς επιδεινούμενη κατάσταση της Αν –έχει χτυπηθεί από εγκεφαλικό –θα φέρει και τους δύο στα όριά τους, και της αξιοπρέπειας, καθώς αποφασίζουν να περάσουν αυτή τη δοκιμασία μόνοι, μακριά από τα νοσοκομεία και την ενοχλητική ανησυχία φίλων και συγγενών (όπως της κόρης τους, που ενσαρκώνει η Ιζαμπέλ Ιπέρ).

Η ελληνική μεταφραστική διχοτόμηση του «Amour» αποτελεί ένα κατάλοιπο κουλτούρας χριστιανικής καθώς, στο λεξιλόγιό μας μέχρι τότε πρωταγωνιστούσε η λέξη «έρωτας». Η Εκκλησία αναγκάστηκε να «οριστικοποιήσει» την «αγάπη» που, αν και προϋπήρχε ιστορικά, «λανσάρεται» ουσιαστικά από τον Απόστολο Παύλο. Οι λόγοι είναι προφανείς: η λέξη «αγάπη» μπορεί να εμπεριέχεται στην Καινή Διαθήκη (οι αναφορές είναι υπεράριθμες) δίχως ταυτόχρονα να σκανδαλίζει τους μέλλοντες πιστούς.

Γιατί έρωτας σημαίνει και πάθος. Που ως πάθος, στοχεύει στην αποκοπή από το όλον. Και η Αν δεν θέλει να βλέπει πια την κόρη της.

Ούτε να ακούει τις ηχογραφήσεις του καλύτερού της μαθητή που εκφράζει την ταπεινωτική του λύπηση δι’ αλληλογραφίας (η Αν είναι καθηγήτρια μουσικής, όπως και ο σύζυγός της). Θέλει μονάχα τον Ζορζ. Ακόμη και στο τελευταίο στάδιο της ασθένειάς της θυμάται, γοητεύεται, φλερτάρει, τραγουδά.

Οι ΗΘΟΠΟΙΟΙ. Για τον μέχρι πρότινος «κυνικό» Χάνεκε, ο έρωτας αυτός είναι η αφορμή για κάποιες μικρές ποιητικές στιγμές, μοναδικές στη μέχρι τώρα φιλμογραφία του: ο Ζορζ και η Αν εκτελούν μια παράξενη, άτυπη χορογραφία καθώς ο πρώτος αγκαλιάζει τη δεύτερη για να την αφήσει στο αναπηρικό της κάθισμα, ένα ανατριχιαστικό όνειρο ταράζει τον ύπνο του, ένα λευκό περιστέρι εισβάλλει στο διαμέρισμα, αυτή η προτελευταία σκηνή. Στο μεταξύ, καταγράφει την ιστορία του Ζορζ και της Αν με το πάγιο, «παρατηρητικό» του ύφος. Ολοκληρωτική απουσία κινηματογραφικού score, μεγάλα σε διάρκεια μονοπλάνα (ο χώρος, μοναδικά κατακερματισμένος από την κάμερα του Darius Khondji –επίσης φωτογράφος του «Seven» σκηνοθεσίας Ντέιβιντ Φίντσερ), με προτίμηση στα μεσαία και κοντινά κάδρα. Οι ρυτίδες στα πρόσωπα του Ζαν-Λουί Τρεντινιάν και της Εμανουέλ Ριβά (που δίνουν ερμηνείες απαράμιλλης ευαισθησίας και γενναιότητας) γεμίζουν συχνά την οθόνη, αν κι εμείς δίνουμε σημασία μονάχα στα βλέμματά τους. Οι ρυτίδες, βλέπετε, μπορεί να κουβαλούν τη δική τους ιστορία. Εμάς όμως μας ενδιαφέρει το συναίσθημα.

Γιατί ο Ζορζ και η Αν δεν είναι μονάχα ερωτευμένοι. Αγαπιούνται κιόλας, και η αγάπη τους είναι μια αγάπη άσβεστη, μίλια μακριά από αυτήν που ο χριστιανισμός αναφέρει: Η Εκκλησία δεν θα συγχωρούσε πολλά από τα «αμαρτήματα» που καταγράφονται στο φιλμ –ένα εξ αυτών «σοβαρό». Ο Χάνεκε όμως αδιαφορεί. Κι εμείς, καθώς η Ιπέρ τριγυρνά μόνη στο πατρικό που τώρα πια της ανήκει, συμφωνούμε. Καλύτερα να σ’ αγαπούν στην Κόλαση παρά να ‘σαι χωρίς αγάπη στον Παράδεισο.

ΙΝΦΟ

Σκηνοθεσία – σενάριο: Michael Haneke

Διεύθυνση φωτογραφίας: Darius Khondji

Πρωταγωνιστούν: Jean-Louis Trintignant, Emmanuelle Riva, Isabelle Huppert

Διάρκεια: 127’