«Υπάρχει μια χώρα για σένα» του είπε η αδελφή του το 1965. Και έναν χρόνο αργότερα ο 20χρονος τότε Ολλανδός Ούχο Στρόιτμπαουμ μαζί με έναν φίλο του έφτασαν ώς την Καβάλα με οτοστόπ κι από κει στην Ασπροβάλτα. Δύο οικογένειες προσφέρθηκαν να τους φιλοξενήσουν. «Σαν να με περίμενε η Ελλάδα. Ας βάλουμε αυτό ως το πρώτο σημείο εκκίνησης για τη σχέση μου με το ρεμπέτικο». Μεσολάβησαν αρκετά χρόνια και κάμποσα ταξίδια στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Αίγυπτο μέχρι να ξεκινήσει η συστηματική μελέτη του ολλανδού καθηγητή Αγγλικών και Τουρκικών στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης.

Η πρώτη επαφή του με το ελληνικό τραγούδι ήταν μέσα από δίσκους με δημοτικά τραγούδια, νησιώτικα και ηπειρώτικα. «Με συνεπήραν από την πρώτη στιγμή κι ας μην μπορούσα να καταλάβω λέξη. Ο ήχος και η ατμόσφαιρά τους ήταν μοναδική. Κάθε φορά που τα άκουγα νόμιζα ότι το δωμάτιό μου γέμιζε με ήλιο, θάλασσα και βουνά και ελευθερία. Ο,τι δηλαδή δεν έχουμε στην Ολλανδία. Ξέρεις ίσως αυτό είναι το ρεμπέτικο: ελευθερία».

Το 1981 βρέθηκε στην Ουτρέχτη η Ρεμπέτικη Κομπανία. «Πήγα στη συναυλία τους και έκανα ηχογράφηση του προγράμματος. Γνώριζα τη μουσική με μπουζούκι, είχα δει τον «Ζορμπά» και είχα μια εικόνα. Μετά ήρθε ένας δίσκος της Δώρας Στράτου του 1953, το «Ταξίδι στην Ελλάδα» με τρία κομμάτια. Το «Απόψε είναι βαριά» (το σιγοτραγουδάει) και δύο οργανικά κομμάτια. Το θυμάμαι γιατί τότε έγινε ο σεισμός στην Κεφαλονιά και η Δώρα Στράτου έναν χρόνο μετά έκανε καμπάνια για να μαζέψει λεφτά για ενίσχυση των πληγέντων» λέει με τα θαυμάσια ελληνικά του. Η ετικέτα του δίσκου έγραφε «Ρεμπέτικο» και αυτό του κίνησε την περιέργεια. Ζήτησε να μάθει τι σημαίνει αυτή η λέξη. «Τίποτα δεν θυμάμαι από την εξήγηση που μου έδωσαν. Αλλά και τώρα που έχω πια 1.500 δίσκους και έχω κάνει τόση μελέτη, όταν μου ζητάνε να τους εξηγήσω, δεν μπορώ. Πάντα θα κερδίζει το συναίσθημα που με πλημμυρίζει όταν ακούω αυτή την εξαίσια μουσική».

Η απάντηση έρχεται χαριτολογώντας από τον Παναγιώτη Κουνάδη, τον σπουδαίο μουσικό ερευνητή. «Ούχο θα τους λες αυτό που επαναλάμβανε συχνά ο Τσαρούχης. Ρεμπέτικο είναι η μοναδική επανάσταση που έγινε στην Ελλάδα!». Οι δυο τους έγιναν φίλοι πριν από 35 χρόνια και ο Ούχο θυμάται «πάλι αυτό το μπαγιάτικο αστείο», καθώς η ερευνητική του σχέση με το ρεμπέτικο ξεκινά το 1981 σε ένα από τα πολλά ταξίδια του στην Ελλάδα. «Σε μια βόλτα μου στο Μοναστηράκι βρίσκω έναν δίσκο του Χαφούς Μπουρχάν και έναν της Ρόζας Εσκενάζυ. Ο Μπουρχάν ήταν κάτι σαν ψάλτης υπέροχος. Σε ένα βιβλιοπωλείο –σε ένα υπόγειο σαν μπουντρούμι (σ.σ. του Νασιώτη) βρίσκω ένα σπουδαίο βιβλίο, «Σεργιάνι στην παλιά Σμύρνη», και κάποια τεύχη της «Μουσικής» με πολλά στοιχεία και ιστορικές λεπτομέρειες. Σαν να με περίμεναν! Τότε είχα αρχίσει να μαθαίνω για τους αριθμούς που είχαν πάνω οι μήτρες τον ηχογραφήσεων. Η υπογραφή των άρθρων ήταν του Παναγιώτη, τον οποίο άρχισα να τον ψάχνω». Ο Ούχο είδε ότι σε κάποια εξώφυλλα δίσκων του Φαληρέα αναγραφόταν ένα «Κέντρο έρευνας και μελέτης ρεμπέτικων τραγουδιών». Κάλεσε στον αριθμό, αλλά του εξήγησαν ότι δεν υπήρχε κάποιο κτίριο που να στεγάζει αυτό το κέντρο. Ο Παναγιώτης Κουνάδης παρεμβαίνει στην κουβέντα διευκρινίζοντας ότι τρεις πολιτικοί μηχανικοί, «εγώ και δυο φίλοι, ο Παπαϊωάννου και ο Σωτηρόπουλος, το φτιάξαμε έτσι μέσα στο κεφάλι μας άτυπα. Ετσι ήρθαμε κοντά με τον Ούχο».

Η ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ «ΤΙΚΙ ΤΙΚΙ ΤΑΚ». Ετσι ο ολλανδός ερευνητής έφτασε στα αρχεία της EMI όπου βρήκε καταλόγους και στοιχεία για τις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Παναγιώτης Κουνάδης εξηγεί ότι ο Στρόιτμπαουμ αποκωδικοποίησε το πώς οι Εγγλέζοι της Grammophone κατέγραφαν καταλόγους. Δηλαδή τι σήμαιναν οι αριθμοί που υπήρχαν πάνω στους δίσκους. Και κατέληξε ότι είναι ένα σύστημα που δείχνει τον τόπο, τον τρόπο, τον ηχολήπτη, την ημερομηνία, την ποιότητα του περιεχομένου του δίσκου. «Αυτή τη δυνατότητα κατάταξης μας την έδωσε ο Ούχο». Τώρα, όπως λένε και οι δύο ερευνητές προχωρούν, έχοντας αυτά τα στοιχεία στη σύνταξη ενός καταλόγου δίσκων που αφορούν την περίοδο 1900-1914. Ο Ούχο Στρόιτμπαουμ θυμάται ότι σε ένα από τα ταξίδια του το 1989 στην Κωνσταντινούπολη έπεσε πάνω σε ένα δίσκο όπου έγραφε «Τίκι Τίκι Τακ» και ένας ακόμη που λεγόταν «Απονιά». Αρχισε να μαθαίνει όλο και περισσότερα στοιχεία για τη μουσική. «Στέλνω τότε μια κασέτα στον Παναγιώτη με πολλά ωραία τραγούδια όπου μέσα υπήρχε και το «Τίκι τίκι τακ». Το 1992 σε μια συναυλία στο Παλλάς το ερμήνευσε ο Μπάμπης Γκολές». Οπως λέει ο Παναγιώτης Κουνάδης «το τραγούδι αυτό έγινε επιτυχία χάρη στον Ούχο». Αυτή την περίοδο ο ολλανδός ερευνητής ετοιμάζει ένα βιβλίο με την αρωγή του Παναγιώτη Κουνάδη. «Στην ουσία πρόκειται για ένα λεξικό του ρεμπέτικου για την περίοδο 1900-1914». Ο δε Κουνάδης βρίσκεται σε πυρετώδη προετοιμασία για την ψηφιοποίηση του αρχείου του, αλλά και τη δημιουργία ενός μουσείου ρεμπέτικης ιστορίας.