Μέλη της οικογένειας του Τσάρλι Τσάπλιν απηύθυναν έκκληση για τη διάσωση του Μουσείου Κινηματογράφου του Λονδίνου, ενός πρώην πτωχοκομείου, το οποίο συνδέεται στενά με την παιδική ηλικία του θρύλου του βωβού κινηματογράφου, ενώ προειδοποίησαν για το κλείσιμό του.

Παράλληλα, σε αίτηση μέσω διαδικτύου, το μουσείο αναφέρει ότι απειλείται με έξωση από το «Πτωχοκομείο Lambeth», ένα βικτοριανό κτίριο στο νότιο Λονδίνο όπου φιλοξενείται τα τελευταία 19 χρόνια. Το μουσείο εξηγεί ότι μάταια προσπάθησε να αγοράσει το ακίνητο έναντι μιας «δίκαιης» τιμής όπως είχε υποσχεθεί ο ιδιοκτήτης του -ο δημόσιος οργανισμός SLAM που υπάγεται στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS)- για να διαπιστωθεί ότι το κτίριο θα πωλείτο τελικά στον πλειοδότη από τον οποίο το SLAM θα εισέπραττε τα περισσότερα χρήματα.

«Η μίσθωση του Μουσείου Κινηματογράφου εκπνέει τον Μάρτιο του 2018, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούν εύκολα να μας κάνουν έξωση», αναφέρει το μουσείο στην αίτησή του, την οποία υπογράφουν περισσότεροι από 21.000 άνθρωποι, καλώντας το SLAM να συνεργαστεί μαζί του για την εξεύρεση λύσης.

«Ως παιδιά του αείμνηστου Σερ Τσαρλς Τσάπλιν, εμείς -και τα παιδιά μας- μάθαμε με θλίψη την απειλή που πλανάται πάνω από το Μουσείο Κινηματογράφου», γράφουν σε ανοικτή επιστολή τους που φέρει την ημερομηνία της Δευτέρας 11 Δεκεμβρίου πέντε μέλη της οικογένειας Τσάπλιν, μεταξύ τους η 73χρονη κόρη του, Τζέραλντιν, που υποδύθηκε την Τόνια στην κλασική ταινία του Ντέιβιντ Λιν «Δρ Ζιβάγκο» (1965).

Το κτίριο αυτό, προσθέτουν, «έπαιξε μεγάλο ρόλο στα πρώτα χρόνια της ζωής του πατέρα μας», ο οποίος γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 16 Απριλίου 1889. «Αυτός, η μητέρα του και ο ετεροθαλής αδελφός του, που εγκαταλείφθηκαν από τον πατέρα τους, ζούσαν στη γειτονιά (…) και συχνά οδηγούνταν εκεί για να βρουν ένα καταφύγιο».

«Η τελευταία επίσκεψη του Τσάρλι Τσάπλιν εκεί ήταν το Μάιο του 1903. Τότε, σε ηλικία 14 ετών, είχε καταφέρει να μεταφέρει τη μητέρα του -και γιαγιά μας, που έπασχε από οξείες ψυχικές διαταραχές- με τα πόδια», επισημαίνουν.

Στην αυτοβιογραφία του, ο Τσάπλιν (1889 –1977) γράφει για τη «ντροπή να πάει στο πτωχοκομείο» ανακαλώντας στη μνήμη την «αγωνιώδη αμηχανία» του όταν αποχωρίζεται τη μητέρα του, Χάνα, μια καλλιτέχνη του μιούζικ χολ:

«Πόσο καλά θυμάμαι τη σπαρακτική λύπη αυτής της πρώτης ημέρας του επισκεπτηρίου: το σοκ βλέποντας τη Μητέρα να μπαίνει στην αίθουσα των επισκεπτών φορώντας ρούχα του πτωχοκομείου… Σε μια εβδομάδα, είχε γεράσει και αδυνατίσει, αλλά το πρόσωπό της έλαμψε όταν μας είδε. Ο Σίντνεϊ και εγώ αρχίσαμε να κλαίμε … Ο Σίντνεϊ και εγώ προσαρμοστήκαμε γρήγορα στη ζωή του πτωχοκομείου, αλλά με μια ζοφερή θλίψη».

Στην επιστολή, η οικογένειά του γράφει ότι το Πτωχοκομείο Lambeth στο οποίο εστάλη ο νεαρός και άπορος Τσάπλιν με τον ετεροθαλή αδελφό του και τη μητέρα του -μόνο και μόνο για τη στεναχώρια που βίωσε ο έφηβος από τον αποχωρισμό από τη μητέρα του- «δεν είναι με κανέναν τρόπο μια χαρούμενη ανάμνηση μιας οικογενειακής ιστορίας, αλλά τώρα αναγνωρίζουμε ότι αυτή η επώδυνη εμπειρία επηρέασε σημαντικά στη διαμόρφωση του μοναδικού δημιουργικού χαρίσματος του πατέρα μας».

Το SLAM υπογράμμισε ότι ως δημόσιος οργανισμός είχε «καθήκον» να πουλήσει το ακίνητο για να «μεγιστοποιήσει» την αξία του. Δήλωσε επίσης ότι ήταν «υπέρ των προσφορών που θα υποστήριζαν» το αίτημα του μουσείου.